28 Δεκεμβρίου
Ὁσίου δὲν γνωρίζουμε ποιὰ εἴχενε πατρίδα, Καὶ τώρα γιὰ πατρίδα του ἔχει καὶ κατοικία, Ἄγγελοι πάντες ἅγιοι ἔγιναν ἀδελφοί του, Φεύγει ἀπὸ πατρίδα του καὶ ἀπὸ συγγενεῖς του, Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔφθασε δὲν σκέπτεται τίποτ᾿ ἄλλο, Ζητοῦσε τὴν ὑπακοὴ πού᾿ ν ἀρετὴ μεγάλη, Τὰ μοναστήρια γύρισε, βρῆκε τοὺς γεροντάδες, Γυρίζει σὰν τὴν μέλισσα νὰ εὕρῃ ὡραῖα ἄνθη, Καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς ποὺ εἶδε τὴν καρδιά του, Ἀφιερώθηκε λοιπὸν τότε αὐτὸς μαζί του, Γέροντας ἦταν αὐστηρός, ἔβριζε, τὸν κτυποῦσε, Στὸν γέροντα δὲν ἔβανε ποτὲ μνησικακία, Στὸ Ἅγιον Ὄρος μάθανε τὴ συμπεριφορά του, Σεμνὸς πολὺ καὶ ἔξυπνος, γενναῖος στὴν καρδιά του, Ὁ γέροντας ποὖν᾿ αὐστηρός, τότε ἀλλάζει γνώμη, Δὲν ἤθελε ὁ Σίμωνας τόσο νὰ τὸν τιμήσῃ, Μὲ ὀδυρμοὺς καὶ κλάματα ὁ γέροντας τοῦ δίνει Σὲ μιὰ σπηλιὰ στὴν ἔρημο μόνος αὐτὸς πηγαίνει, Ὡς ὅπλο εἶχε τὸν σταυρὸν σκληρὰ νὰ πολεμήσῃ Ὁ πολυμήχανος ἐχθρὸς δράκοντας εἶχε γίνει Μὰ ἐπειδὴ ἀπ᾿ τὸν Θεὸν δὲν εἶχε ἐξουσία, Ὁ ἅγιος ἦταν καταγῆς τότε μὲ τὴν πληγή του, Τὸν δράκοντα ἐπιτιμᾶ ἐτότε μὲ μανία, Καὶ προσευχὴ ὁ Ὅσιος προτοῦ νὰ τελειώσῃ, Ἔπειτα θαῦμα γίνεται, θεία φωτοχυσία, Τότε ἀκούει οὐράνια καὶ θεία ὁμιλία, Τοῦ λέγει, Σίμωνα πιστὲ καὶ δοῦλε τοῦ Υἱοῦ μου, Ἔγινε τότε ὑγιὴς ἀπ᾿ τὰ κτυπήματά του, Τὸν ἐπαινοῦσαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὴν διάκρισί του, Μὰ ἄκουσε πάλι φωνὴ ἀπὸ τὴν Παναγία, Ἐτότε ἐπλησίαζε γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, Ξέκοψε ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ὁλόλαμπρο ἀστέρι, Χριστούγεννα σὰν ἔφθασαν ξανάρχεται ὁ ἀστέρας, Θεία φωνὴ ἀκούστηκε, τὸν Σίμωνα προστάζει, Ἀκούει τότε τὴν φωνή, δὲν πρέπει νὰ ἀπιστήσῃ, Τὰ ἴδια λόγια τρεῖς φορὲς τὰ ἐπαναλαμβάνει, Τοῦ φάνηκε στῆς Βηθλεὲμ πὼς βρέθηκε στὰ μέρη, Λίγες ἡμέρες πέρασαν, γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, Αὐτάδελφοι καὶ πλούσιοι ἀπὸ τὴν Θεσσαλία, Ὁ Σίμωνας προσπάθησε μὲ τρόπο νὰ τοὺς διώξῃ, Ἐτότε τοὺς ἐκράτησε ὁ Σίμων μὲ τὴ βία, Τὰ ἄχραντα μυστήρια τότε ἐκοινωνῆσαν, Ὁ Σίμων τοὺς φανέρωσε τὴν θεία ὀπτασία, Κατόπιν τοὺς ὁδήγησε νὰ ἐρευνοῦν στοὺς δρόμους, Σὰν ἔφθασαν στὸν ἅγιο τότε οἱ οἰκοδόμοι, Τοὺς ἔδειξε ἕνα γκρεμνὸ εἰς τὴν τοποθεσία, Οἱ οἰκοδόμοι τρόμαξαν, εἶπαν ἀπόκρισί τους, Τότε ὁ Σίμων σκέφτηκε προτοῦ δουλειὰ ἀρχίσουν, Σὰν ἔτρωγαν τὸ φαγητὸ πῆγε ἕνα καλογέρι, Χάνει ἰσοῤῥοπία του, τὸ σῶμα του γλιστράει, Σὰν εἶδαν τὸ δυστύχημα τότε οἱ οἰκοδόμοι, Ὁ Ὅσιος προσεύχονταν τότε στὴν Παναγία, Ἡ Παναγία ἄκουσε καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα, Καὶ τὸ κρασὶ δὲν χύθηκε ποὺ κράταγε στὸ χέρι, Τὸ θαῦμα αὐτὸ σὰν εἴδανε τότε οἱ οἰκοδόμοι, Καὶ τὸν ἐπαρακάλεσαν ἐκεῖ νὰ τοὺς κρατήσῃ, Ὁ Σίμωνας ἐδέχθηκε, καὶ μοναχοὺς τοὺς κάνει, Ἐσήκωσε στὰ χέρια του ἕνα βαρὺ λιθάρι, Τὸ θαῦμα αὐτὸ σὰν εἴδανε τότε οἱ καλογέροι, Τέλειωσε ἡ οἰκοδομή, τὰ πάντα ἑτοιμάζει, Πῆγαν ἐκεῖ σαρακηνοὶ Μονὴ γιὰ νὰ ληστέψουν, Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, ζητούσανε ἐτότε σωτηρία, Ὁ Ὅσιος λυπήθηκε ἀπ᾿ τοῦ Χριστοῦ καντήλι, Βαπτίστηκαν κι ἔγιναν ὅλοι τους καλογέροι, Ἐγέρασε ὁ Σίμωνας καὶ πρὶν νὰ ἐκδημήσῃ, Εἶπε νὰ συνεχίσουνε τὴν ἰδική του τάξι, Τελείωσε τὶς συμβουλές, τότε ἐπροσευχήθη, Ἐπέταξεν εἰς τὸν Θεὸν ἡ ἱερὰ ψυχή του, Μὲ σεβασμὸν τὸν ἔθαψαν τότε οἱ μαθητές του, Στὸ Ἅγιον Ὄρος βρίσκεται αὐτὸ τὸ μοναστήρι, Εἰς τὸ ἱερόν του λείψανο ποὺ ἀναβλύζει μύρο, Σίμωνος Πέτρα εἶνι γνωστὴ Ὁσίου ἡ Μονή του, |