Ὅσιος Σίμων ὁ Μυροβλύτης

28 Δεκεμβρίου

Ὁσίου δὲν γνωρίζουμε ποιὰ εἴχενε πατρίδα,
μὰ εἶχε τὸ καλύτερο, εἰς τὸν Χριστὸν ἐλπίδα.

Καὶ τώρα γιὰ πατρίδα του ἔχει καὶ κατοικία,
τὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ Θεοῦ τὴν βασιλεία.

Ἄγγελοι πάντες ἅγιοι ἔγιναν ἀδελφοί του,
ἀγάλλεται αἰώνια χαίρεται ἡ ψυχή του.

Φεύγει ἀπὸ πατρίδα του καὶ ἀπὸ συγγενεῖς του,
ὡσὰν ποτὲ τὸν Ἀβραάμ μὲ τὸν Θεὸν μαζί του.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔφθασε δὲν σκέπτεται τίποτ᾿ ἄλλο,
μόνο γέροντα πνευματικὸ ἐκεῖ νὰ ἰδῇ μεγάλο.

Ζητοῦσε τὴν ὑπακοὴ πού᾿ ν ἀρετὴ μεγάλη,
θέλησε τὴν ταπείνωσι θεμέλιον νὰ βάλῃ.

Τὰ μοναστήρια γύρισε, βρῆκε τοὺς γεροντάδες,
στοχάζεται τὶς ἀρετὲς ποὖχαν καὶ φρονιμάδες.

Γυρίζει σὰν τὴν μέλισσα νὰ εὕρῃ ὡραῖα ἄνθη,
καὶ γέροντα σεβάσμιο γιὰ τὸν Θεὸν νὰ μάθῃ.

Καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς ποὺ εἶδε τὴν καρδιά του,
τοὔστειλε τὸν κατάλληλο τότε γιὰ γέροντά του.

Ἀφιερώθηκε λοιπὸν τότε αὐτὸς μαζί του,
τοῦ ἔκανε ὑπακοὴ χωρὶς ἀντίῤῥησή του.

Γέροντας ἦταν αὐστηρός, ἔβριζε, τὸν κτυποῦσε,
μὰ μὲ χαρὰ κι ὑπομονή, ὅλα αὐτὰ περνοῦσε.

Στὸν γέροντα δὲν ἔβανε ποτὲ μνησικακία,
δεχόταν περισσότερη ἀκόμα τιμωρία.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος μάθανε τὴ συμπεριφορά του,
ἦταν παντοῦ ἀγαπητὸς γιὰ τὰ χαρίσματά του.

Σεμνὸς πολὺ καὶ ἔξυπνος, γενναῖος στὴν καρδιά του,
τοὺς πειρασμοὺς τοὺς ἔδιωχνε μὲ ταπεινότητά του.

Ὁ γέροντας ποὖν᾿ αὐστηρός, τότε ἀλλάζει γνώμη,
τὸν εἶχε σὰν διδάσκαλο καὶ ἀδελφὸ ἀκόμη.

Δὲν ἤθελε ὁ Σίμωνας τόσο νὰ τὸν τιμήσῃ,
καὶ ἄδεια τοῦ ζήτησε γιὰ νὰ ἀναχωρήσῃ.

Μὲ ὀδυρμοὺς καὶ κλάματα ὁ γέροντας τοῦ δίνει
τὴν ἄδεια τοῦ Σίμωνα καὶ μόνον τὸν ἀφήνει.

Σὲ μιὰ σπηλιὰ στὴν ἔρημο μόνος αὐτὸς πηγαίνει,
μὲ πίστι καὶ μὲ προσευχὴ τὰ πάντα ὑπομένει.

Ὡς ὅπλο εἶχε τὸν σταυρὸν σκληρὰ νὰ πολεμήσῃ
καὶ τοὺς ἀόρατους ἐχθροὺς νὰ ἀντιμετωπίσῃ.

Ὁ πολυμήχανος ἐχθρὸς δράκοντας εἶχε γίνει
νὰ καταπιεῖ τὸν Σίμωνα εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.

Μὰ ἐπειδὴ ἀπ᾿ τὸν Θεὸν δὲν εἶχε ἐξουσία,
τοῦ ἔδωσε κτυπήματα, ἦρθε σὲ ἀφασία.

Ὁ ἅγιος ἦταν καταγῆς τότε μὲ τὴν πληγή του,
στὸν οὐρανὸ ὁλόθερμα κάνει τὴν προσευχή του.

Τὸν δράκοντα ἐπιτιμᾶ ἐτότε μὲ μανία,
ἐπικαλεῖται τὸν Χριστόν, Μητέρα Παναγία.

Καὶ προσευχὴ ὁ Ὅσιος προτοῦ νὰ τελειώσῃ,
ἔφυγε τότε ὁ δράκοντας κι ἔμεινε στὴν πτῶσι.

Ἔπειτα θαῦμα γίνεται, θεία φωτοχυσία,
γλυκύτατη αἰσθάνεται στὸ σπήλαιο εὐωδία.

Τότε ἀκούει οὐράνια καὶ θεία ὁμιλία,
στὸν Σίμωνα ἐνίσχυσι δίνει ἡ Παναγία.

Τοῦ λέγει, Σίμωνα πιστὲ καὶ δοῦλε τοῦ Υἱοῦ μου,
ἀνδρείωνε, δυνάμωνε, σοῦ δίνω τὴν εὐχή μου.

Ἔγινε τότε ὑγιὴς ἀπ᾿ τὰ κτυπήματά του,
εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν μὲ ὅλην τὴν καρδιά του.

Τὸν ἐπαινοῦσαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὴν διάκρισί του,
σκέπτεται ἀπ᾿ τὸ σπήλαιο γιὰ ἀναχώρησί του.

Μὰ ἄκουσε πάλι φωνὴ ἀπὸ τὴν Παναγία,
τοῦ λέγει νὰ καθήσῃ ἐκεῖ, νὰ κτίσῃ ἐκκλησία.

Ἐτότε ἐπλησίαζε γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων,
κι ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο θέαμα βλέπει ξένον.

Ξέκοψε ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ὁλόλαμπρο ἀστέρι,
σὲ πέτρα ἐπάνω ἐκάθησε, στοῦ σπήλαιου τὰ μέρη.

Χριστούγεννα σὰν ἔφθασαν ξανάρχεται ὁ ἀστέρας,
στὴν πέτρα πάνω κάθησε σὰν ἄσπρη περιστέρα.

Θεία φωνὴ ἀκούστηκε, τὸν Σίμωνα προστάζει,
κοινόβιο νὰ κτίσῃ ἐκεῖ, Θεὸς τὸν διατάζει.

Ἀκούει τότε τὴν φωνή, δὲν πρέπει νὰ ἀπιστήσῃ,
καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλὰ θὰ τόνε βοηθήσῃ.

Τὰ ἴδια λόγια τρεῖς φορὲς τὰ ἐπαναλαμβάνει,
ὁ Σίμωνας ἐτρόμαξε, τὰ μέτρα του λαμβάνει.

Τοῦ φάνηκε στῆς Βηθλεὲμ πὼς βρέθηκε στὰ μέρη,
κι ἡ Παναγία τὸν Χριστὸν ἐκεῖ τὸν εἶχε φέρει.

Λίγες ἡμέρες πέρασαν, γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων,
κι ἔφθασαν στὸν Σίμωνα μιὰ τριάδα ξένων.

Αὐτάδελφοι καὶ πλούσιοι ἀπὸ τὴν Θεσσαλία,
τὸν Σίμωνα παρακαλοῦν διὰ συνεργασία.

Ὁ Σίμωνας προσπάθησε μὲ τρόπο νὰ τοὺς διώξῃ,
κι οἱ τρεῖς κρατοῦνε ἄμυνα στὴν ἄρνησι τὴν τόση.

Ἐτότε τοὺς ἐκράτησε ὁ Σίμων μὲ τὴ βία,
ἔγιναν τότε μοναχοὶ ἀπὸ δοκιμασία.

Τὰ ἄχραντα μυστήρια τότε ἐκοινωνῆσαν,
πατέρας τότε καὶ παιδιὰ εἰς τὸ ἑξῆς ἐζῆσαν.

Ὁ Σίμων τοὺς φανέρωσε τὴν θεία ὀπτασία,
ὅτι τοὺς ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ κτίσουν ἐκκλησία.

Κατόπιν τοὺς ὁδήγησε νὰ ἐρευνοῦν στοὺς δρόμους,
νὰ φέρουνε στὸν τόπο αὐτὸ ἀνθρώπους οἰκοδόμους.

Σὰν ἔφθασαν στὸν ἅγιο τότε οἱ οἰκοδόμοι,
θεμέλια θὰ ἐβάνανε μὲ τὴ δική του γνώμη.

Τοὺς ἔδειξε ἕνα γκρεμνὸ εἰς τὴν τοποθεσία,
ἐκεῖ νὰ θεμελιώσουνε, νὰ γίνῃ ἐκκλησία.

Οἱ οἰκοδόμοι τρόμαξαν, εἶπαν ἀπόκρισί τους,
θεμέλια ἐκεῖ δὲν βάνανε, κινδύνευε ἡ ζωή τους.

Τότε ὁ Σίμων σκέφτηκε προτοῦ δουλειὰ ἀρχίσουν,
διέταξε τοὺς μαθητὲς τότε νὰ γευματίσουν.

Σὰν ἔτρωγαν τὸ φαγητὸ πῆγε ἕνα καλογέρι,
ἕνα ποτήρι μὲ κρασὶ στὸν μάστορα νὰ φέρῃ.

Χάνει ἰσοῤῥοπία του, τὸ σῶμα του γλιστράει,
καὶ στῆς χαράδρας τὸν βυθὸ ἐν ἅμα κάτω πάει.

Σὰν εἶδαν τὸ δυστύχημα τότε οἱ οἰκοδόμοι,
ἐμάλωναν τὸν γέροντα γιὰ ἰσχυρή του γνώμη.

Ὁ Ὅσιος προσεύχονταν τότε στὴν Παναγία,
στὸ καλογέρι ποὺ ἔπεσε νὰ δώσῃ τὴν ὑγεία.

Ἡ Παναγία ἄκουσε καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα,
τὸ καλογέρι ἀνέβηκε δίχως νὰ ἔχῃ τραῦμα.

Καὶ τὸ κρασὶ δὲν χύθηκε ποὺ κράταγε στὸ χέρι,
γεμάτο ὅλοι τὸ εἴδανε, ὅπως τὸ εἶχε φέρει.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ σὰν εἴδανε τότε οἱ οἰκοδόμοι,
στὸν γέροντα ἐτρέξανε, τοῦ ζήτησαν συγνώμη.

Καὶ τὸν ἐπαρακάλεσαν ἐκεῖ νὰ τοὺς κρατήσῃ,
εἰς τὴν μονὴ ποὺ θὰ γενῇ νὰ τοὺς χειροτονήσῃ.

Ὁ Σίμωνας ἐδέχθηκε, καὶ μοναχοὺς τοὺς κάνει,
καὶ τὰ θεμέλια τῆς μονῆς ἐκεῖνος πρῶτος βάνει.

Ἐσήκωσε στὰ χέρια του ἕνα βαρὺ λιθάρι,
ἀφοῦ πρῶτα τὸ σταύρωσε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ σὰν εἴδανε τότε οἱ καλογέροι,
ἐθαύμασαν ὡς πούπουλο ποὺ λίθο εἶχε φέρει.

Τέλειωσε ἡ οἰκοδομή, τὰ πάντα ἑτοιμάζει,
καὶ τότε «Νέα Βηθλεὲμ» μονὴ τὴν ὀνομάζει.

Πῆγαν ἐκεῖ σαρακηνοὶ Μονὴ γιὰ νὰ ληστέψουν,
μὰ ὅλοι ἐτυφλώθηκαν, δὲν βλέπανε νὰ κλέψουν.

Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, ζητούσανε ἐτότε σωτηρία,
ὅλοι μετανοήσανε γιὰ ἐκείνη τὴ ληστεία.

Ὁ Ὅσιος λυπήθηκε ἀπ᾿ τοῦ Χριστοῦ καντήλι,
μὲ λάδι μάτια ἄλειψε, τὸ φῶς τοὺς εἶχε στείλει.

Βαπτίστηκαν κι ἔγιναν ὅλοι τους καλογέροι,
δὲν ξαναγύρισαν ποτὲ σὲ κλέφτικο λημέρι.

Ἐγέρασε ὁ Σίμωνας καὶ πρὶν νὰ ἐκδημήσῃ,
μὲ συμβουλὲς τοὺς μοναχοὺς, τοὺς εἶχε κατηχήσει.

Εἶπε νὰ συνεχίσουνε τὴν ἰδική του τάξι,
καὶ εἰς τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ νὰ φέρονται ἐντάξει.

Τελείωσε τὶς συμβουλές, τότε ἐπροσευχήθη,
εἰς τὴν Τριάδα τὸν Θεὸν μὲ πόθον ἐδεήθη.

Ἐπέταξεν εἰς τὸν Θεὸν ἡ ἱερὰ ψυχή του,
καὶ σὰν ἀκτίνες λαμπερὲς ἤτανε ἡ μορφή του.

Μὲ σεβασμὸν τὸν ἔθαψαν τότε οἱ μαθητές του,
καὶ πάντοτε ἐσκεπτότανε ἁγίες συμβουλές του.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος βρίσκεται αὐτὸ τὸ μοναστήρι,
καὶ σεβασμὸ στὸν ἅγιον ἔχουν οἱ καλογῆροι.

Εἰς τὸ ἱερόν του λείψανο ποὺ ἀναβλύζει μύρο,
γίνονται θαύματα πολλὰ εἰς τοὺς πιστοὺς τριγύρω.

Σίμωνος Πέτρα εἶνι γνωστὴ Ὁσίου ἡ Μονή του,
νἄχωμε τὶς πρεσβεῖες του κι ἐμεῖς τοῦ Μυροβλύτου.