Εἰς πόλι Ἀλεξάνδρεια γεννήθηκε ἡ ἁγία,
πατέρας της ἦν Φίλιππος, μητέρα ἦν Κλαυδία.
Στὴν Αἴγυπτο ὁ πατέρας της εἶχε τὴν ἐξουσία,
ἤτανε ὅμως δυστυχῶς στὴν εἰδωλολατρία.
Ὅμως ἐκεῖ τοὺς χριστιανοὺς πολὺ τοὺς ἐκτιμοῦσε,
ἐνάρετοι καὶ ἠθικοί, γι᾿ αὐτὸ τοὺς ἀγαποῦσε.
Μὲ τοὺς γονεῖς μεγάλωνε τότε ἡ Εὐγενία,
λατινικὰ κι ἑλληνικὰ μάθαινε στὰ σχολεῖα.
Δέκατον πέμπτον ἔφθασε ἔτος στὴν ἡλικία,
πολυμαθὴς κι εὐφυὴς ἦταν στὴν πολιτεία.
Τὴν ζήτησε ἕνας ἄρχοντας τότε γιὰ συζυγία,
ἡ Εὐγενία δὲν δέχθηκε, ἤθελε παρθενία.
Φιλομαθὴς ἐδιάβαζε τῶν χριστιανῶν βιβλία,
καὶ Παύλου τὶς ἐπιστολὲς ἐμελέτα ἡ Εὐγενία.
Φωτίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐκ πνεύματος ἁγίου,
κι ἔζησε σὰν χριστιανὴ τὸ διάστημα τοῦ βίου.
Μιὰ ἡμέρα παρεκάλεσε στὸ σπίτι τοὺς γονεῖς της,
νὰ τὴν ἀφήσουν σὲ ἐξοχή, νὰ κάνῃ ἐκδρομή της.
Γονεῖς τότε τὴν ἄφησαν μὲ δίχως ὑποψία,
νὰ πάῃ εἰς τὴν ἐξοχή, εἶχεν ἐλευθερία.
Ἀνέβηκε στὴν ἅμαξα μὲ δύο φύλακές της,
ποὺ τὴν ἐφύλατταν παντοῦ σὲ ὅλες τὶς δουλειές της.
Καὶ ὅταν ἐξεμάκρυναν ἀπὸ τὴν πολιτεία,
μιὰ ψαλμωδία ἄκουσαν σὲ χριστιανῶν ἐκκλησία.
Ἤκουσε θεῖο κήρυγμα ἐκεῖ ἡ Εὐγενία,
στοὺς ὑπηρέτες ἔκανε τότε διδασκαλία.
Τοὺς εἶπε γιὰ τὰ εἴδωλα τὴν ψεύτικη θρησκεία,
πὼς εἶναι ἡ ἀληθινὴ μόνο ἡ Ὀρθοδοξία.
Θέλω νὰ γίνω χριστιανὴ κι ἐσεῖς ἂν συμφωνεῖτε,
τὸν ἴσιο δρόμο τοῦ Χριστοῦ τώρα ἀκολουθῆστε.
Τότε προθύμως δέχθηκαν οἱ δυὸ τὴ συμβουλή της,
κι ἔδωσαν ὑπόσχεσι νὰ μείνουνε μαζί της.
Φθάνουν σὲ ἀνδρικὴ μονὴ ποὺ εἶχεν ἐκκλησία,
γυναῖκες δὲν κρατούσανε, ὁποὺ ἦταν ἡ Εὐγενία.
Ἔβαλαν ροῦχα ἀνδρικά, στὴν ἐκκλησία μπαίνουν,
ἐπίσκοπο παρακαλοῦν, ἐκεῖ νὰ παραμένουν.
Τοὺς λέγει· πόθεν ἔρχονται καὶ ὄνομα ἀκόμη,
Εὐγένιος τοῦ ἀπαντᾶ, ἐρχόμαστε ἀπὸ Ῥώμη.
Κατάλαβε ὁ ἐπίσκοπος πῶς ἄνδρας εἶχε γίνει,
μὰ στὴν πραγματικότητα γυναίκα ἦν ἐκείνη.
Ἤτανε προορατικὸς Ἕλενος ὁ δεσπότης,
ἐγνώριζε πὼς ἤτανε ἅγιος ὁ σκοπὸς της.
Καὶ τότε τῆς εὐχήθηκε νἄχῃ καλὸν ἀγώνα,
κι ἀπὸ τὸν δεσπότη τὸν Χριστὸν νὰ λάβῃ τὴν κορῶνα.
Ἐπαίνεσε τοὺς δούλους της, τοὺς εἶπε πὼς βραβεῖα
θὰ πάρουνε ὅλοι μαζί, τὰ στέφανα τὰ τρία.
Γονεῖς της ποὺ δὲν στράφηκε πίσω ἡ Εὐγενία,
τὴν ζήτησαν, δὲν βρέθηκε, ἔκλαιγαν σὰν κηδεία.
Οἱ ἱερεῖς στὰ εἴδωλα κάνουν τὴν προσευχή τους,
χαμένος πῆγε ὁ κόπος τους, δὲν ἄκουσαν φωνή τους.
Κι ἀφοῦ εἰδώλων ἱερεῖς κοπίασαν εἰς μάτην,
στὸν Φίλιππο πατέρα της πῆγαν νὰ ποῦνε κάτι.
Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκαναν δὲν πήγαινε χαμένη,
θεοὶ τὴν πήρανε μαζὶ στὸν οὐρανὸ καὶ μένει.
Καλόπιστος ὁ Φίλιππος ποὺ ἦταν εἰδωλολάτρης,
χάρηκε γιὰ τὴν κόρη του, ἦταν τιμὴ δικιά της.
Τῆς ἔκανε καὶ ἄγαλμα, ὅλοι νὰ τὴν τιμοῦνε,
καὶ στὸν Θεὸν τὴν κόρη του πιστὰ νὰ προσκυνοῦνε.
Σὰν μπῆκε στὸ κοινόβιο τότε ἡ Εὐγενία,
ἐπρόκοβε στὴν ἀρετή, ἔδειχνε προθυμία.
Ἄκρα εἶχε ταπείνωσι πρὸς ὅλους καὶ ἀγάπη,
κι ἐκτελοῦσε ἐντολές, δίχως νὰ λείψῃ κάτι.
Τὴν ἀξιώνει ὁ Θεὸς τότε τὴν Εὐγενία,
ἀῤῥώστους ἐθεράπευε ποὺ εἶχαν ἀσθενείας.
Σὰν τρία χρόνια πέρασαν, ἡγούμενος ἐκοιμήθη,
κι ἡγούμενος Εὐγένιος μὲ ψῆφο τότε ἐκλήθη.
Ἐδίσταζε τὸ ἀξίωμα τότε ἡ Εὐγενία,
νὰ μὴν φανῇ παρήκοος, παίρνει τὴν ἀρχηγία.
Ἐνδυμασία ἀνδρικὴ πάντοτε ἐφοροῦσε,
γιατὶ ἄνδρες καλόγερους πιστὰ ἐκυβερνοῦσε.
Ζοῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια γυναίκα Μελανθία,
χρήματα εἶχεν ἄπειρα, ἦταν πολὺ πλουσία.
Ἀῤῥώστησε μὲ πυρετό, φοβόταν διὰ ζωή της
Εὐγένιος κάνει θαύματα, ἄκουσε τὸ αὐτί της.
Ἐπῆγε στὸν ἡγούμενο, παράκλησι νὰ κάνῃ,
νὰ γειάνῃ τὴν ἀῤῥώστια της, φοβόταν μὴν πεθάνῃ.
Ἡ ὁσία τὴν λυπήθηκε, τὴν ἄλειψε μὲ λάδι,
κι ἀμέσως ἔγινε καλά, προτοῦ νἀρθῇ τὸ βράδυ.
Μὲ δῆθεν τὸν ἡγούμενο τότε ἡ Μελανθία,
εἰς τὴν καρδιά της ἔβαλε κακὴ ἐπιθυμία.
Ἤελε τὸν Εὐγένιο νὰ ἔφερνε κοντά της,
τὴν βοηθεῖ ὁ σατανᾶς στὰ κατορθώματά της.
Μήνυσε στὸν ἡγούμενο πὼς ἦν ἀῤῥωστημένη.
τὸ σπίτι της ἦταν κοντὰ εἰς τὴν μονὴ ποὺ μένει.
Ὁ ἡγούμενος πῆγε ἐκεῖ νὰ ἰδεῖ τὴν Μελανθία,
τοῦ μήνυσε πὼς ἔπασχε βαριὰ ἀπὸ ἀσθενεία.
Τοῦ εἶπε νὰ τὴν παντρευτῇ, γυναίκα νὰ τὴν πάρῃ,
νὰ τοῦ μολύνῃ τὴν ψυχὴ ποὺ ἦταν μαργαριτάρι.
Αἰσχρότητα κι ἀσέβεια ἄκουσε ἡ Εὐγενία,
καὶ τότε τῆς ἀπήντησε κι αὐτὴ μὲ ψυχραιμία.
Ξέρασες δηλητήρια, λέγει στὴν Μελανθία,
διότι ἐγὼ δὲν ἐννοῶ νὰ χάσω παρθενία.
Καὶ τότε προσευχήθηκε εὐθὺς στὴν Παναγία,
ὑπόσχεσι ποὺ ἔδωσε πὼς εἶναι οὐρανία.
Μὲ λύπη γιὰ τὸ πάθημα ἔφυγε ἡ ἁγία,
καὶ γιὰ τὴν περιφρόνησι, θύμωσε ἡ Μελανθία.
Καὶ ἀντὶ ποὺ ἔπρεπε γιὰ νὰ μετανοήσῃ,
στὸν ἔπαρχο τὸν Φίλιππο τὴν εἴχενε μηνύσει.
Πῶς πῆγε ὁ ἡγούμενος αὐτὴ νὰ τὴν βιάσῃ,
μὲ τὶς φωνές της ἔφυγε καὶ εἶχεν ἡσυχάσει.
Ὁ ἔπαρχος ἐθύμωσε, διαταγὴ ἔχει δώσει
νὰ φέρουν τὸν ἡγούμενο καὶ χριστιανοὶ τριακόσοι.
Τοὺς ἔβαλαν στὴν φυλακὴ γιὰ νὰ τοὺς θανατώσουν,
καὶ εἰς τὸν ἔπαρχο μπροστὰ ἀνάκρισι νὰ δώσουν.
Ἔφεραν τὸν Εὐγένιο δεμένο μὲ ἁλυσίδες,
εἰδωλολάτρες ἔτριζαν τὰ δόντια σὰν λεπίδες.
Θάνατος ἐφώναζαν, φωτιά, τροχούς, θηρία,
νὰ θανατώσουν χριστιανούς· εἶχαν χαιρεκακία.
Ἔπαρχος στὸν ἡγούμενο ἐρώτησι τοῦ βάνει,
αὐτὲς τὶς πράξεις ὁ Χριστὸς σοῦ εἶπε νὰ κάνῃς;
Δὲν μᾶς προστάζει ὁ Θεὸς νὰ κάνουμε ἁμαρτία,
κι ἔπρεπε ἐσὺ νὰ μὴν δεχθῇς τέτοια κατηγορία.
Τιμώρησὲ με ἂν ἔφταιξα κι ἔκανα ἁμαρτία,
ἂν Μελανθία ἔφταιξε, μὴ δώσῃς τιμωρία.
Ὅμως δὲν μετενόησε τότε ἡ Μελανθία,
θὰ βίαζε καὶ δούλη της ὁ ἡγούμενος μὲ βία.
Ἀφοῦ τότε ἐπίστευσαν ὅλοι στὴν Μελανθία,
τριακόσιους θὰ ἐσκότωναν οἱ βάρβαροι μὲ βία.
Ἀθῶοι ἦσαν χριστιανοὶ καὶ τότε ἡ ἁγία
σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο ἐκήρυξε τὴν πᾶσαν ἀληθεία.
Τὸ ἔνδυμά της ἔσχισε σχεδὸν ἕως τὴν μέση,
καὶ γυναικεῖο σῶμα της εἶδαν μὲ μιὰ λέξη.
Κατόπιν εἰς τὸν Φίλιππον ποὺ εἶχε ἀγωνία,
τοῦ λέγει εἶμαι ἡ κόρη σου, ἐγὼ ἡ Εὐγενία.
Ἐδῶ εἶναι κι ἡ μητέρα μου, ποὺ λέγεται Κλαυδία,
καὶ δίπλα σου τ᾿ ἀδέλφια μου ποὺ ἔχεις συνοδεία.
Ἀδύνατον εἶναι κανεὶς τότε νὰ περιγράψῃ,
τὰ στόματα σταμάτησαν, τὰ λόγια εἶχαν πάψει.
Γονεῖς, ἀδέλφια, συγγενεῖς, πῆραν χαρὰ μεγάλη,
στῆς Εὐγενίας ἔτρεξαν ἐτότε τὴν ἀγκάλη.
Αὐτὴ ἦν ἡ θυγατέρα μας, τὸ φῶς τῶν ὀμματιῶν μας
μᾶς φαίνεται σὰν ψέματα, πὼς τὴν θωροῦμε ἐμπρός μας.
Σὲ ἕδρα τὴν ἐκάθισαν τότε τὴν Εὐγενία,
φωνάζουν πὼς ἀληθινὴ ἦν τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Δικαιοκρίτης ὁ Θεὸς ἔδειξε τιμωρία,
ἔριξε ἕναν κεραυνό, καίει τὴν Μελανθία.
Βαπτίστηκεν ὁ Φίλιππος, ἔδωσε ὁδηγία,
οἱ χριστιανοὶ στὴν πόλι του νἄχουν ἐλευθερία.
Ἐφθόνησε ὁ σατανᾶς γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμη,
τὸν ἄρχοντα ἐπρόδωσαν στὸν βασιλιὰ στὴ Ῥώμη.
Τοῦ κόψαν τ᾿ ἀξιώματα κι ὅλα τὰ πρωτεῖα,
μοιράζει τότε στοὺς πτωχοὺς ποὖχε περιουσία.
Ὁ κόσμος τότε ἔβλεπε τὸ θάῤῥος καὶ ἀνδρεία,
ἐπίσκοπο τὸν ἔκαναν μέσ᾿ στὴν Ἀλεξανδρεία.
Ἐφθόνησαν οἱ ἀσεβεῖς καὶ μέσ᾿ στὴν Ἐκκλησία
τὸν κτύπησαν μὲ μαχαιριές, ἦρθε σὲ ἀφασία.
Ἔζησε ὡς ἐπίσκοπος τρεῖς μῆνες κι ἕνα χρόνο,
εἰδωλολάτρες ἀσεβεῖς τὸν σκότωσαν μὲ φθόνο.
Τρεῖς ἡμέρες μόνο ἔζησε μετὰ ἀπὸ τὴν πληγή του,
ἐπροσευχήθη στὸν Θεὸν κι ἐβγῆκεν ἡ ψυχή του.
Μὲ σεβασμὸ καὶ μὲ τιμὲς τοῦ ἔκαναν κηδεία,
ὁ κλῆρος ὅλος κι ὁ λαὸς μέσ᾿ στὴν Ἀλεξανδρεία.
Ξενοδοχεῖον ἔκτισε στὸν τάφο του ἡ Κλαυδία,
γιὰ τοὺς πτωχοὺς κι ἄῤῥωστους νὰ βρίσκουν θεραπεία.
Τὰ δυὸ ἀγόρια ἔπειτα μαζὶ κι ἡ Εὐγενία,
στὴν πόλι Ῥώμη πήγανε ὅλοι μαζὶ παρέα.
Μαζὶ μὲ τὴ μητέρα της μένει ἡ Εὐγενία,
ζοῦσαν ἐκεῖ ἐνάρετα, μὲ δέησι καὶ νηστεία.
Ἦταν ἀρχιεπίσκοπος Κορνήλιος στὴ Ῥώμη,
ἐβάπτισε μιὰ χριστιανὴ ποὖχε ὡραία γνώμη.
Βασίλλα ἐσυνδέθηκε εἰς τοῦ Χριστοῦ φιλία,
μὲ Εὐγενία ζούσανε καὶ μήτηρ της Κλαυδία.
Βάρβαρον ἄνδρα θέλησαν νὰ πάρῃ ἡ Βασίλλα,
ἀρνήθηκε καὶ ἔκοψαν κεφάλι της σὰν ξύλα.
Τὰ δυὸ ἀδέλφια ὁδηγοῦν τότε τῆς Εὐγενίας,
τὰ εἴδωλα νὰ προσκυνοῦν, πρὶν λάβουν τυραννία.
Τὰ δυὸ παιδιὰ προσεύχονται, τὰ εἴδωλα τρομάζουν,
κομμάτια ὅλα γίνηκαν κι ἀσεβεῖς τοὺς σφάζουν.
Τώρα βασανιστήρια βάζουν στὴν Εὐγενία,
καὶ στῶν εἰδώλων τὸν βωμὸν πηγαίνουν τὴν ἁγία.
Ἁγία ἐγονάτισε, κάνει τὴν προσευχή της
εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ποὺ ἤτανε μαζί της.
Σεισμὸς μεγάλος ἔγινε μετὰ τὴν προσευχή της,
ἀγάλματα ἐπέσανε μὲ τὸ σεισμὸ μαζί της.
Γιὰ νὰ πνιγῇ τὴν ἔριξαν στὸν Τίβερι τὸ ποτάμι,
μὰ ἡ ἁγία ἔπλεε ἐτότε σὰν καλάμι.
Καὶ σὲ καμίνι ἔριξαν τότε τὴν Εὐγενία,
τρίχα ἀπὸ τὴν κεφαλὴ δὲν κάηκε καμία.
Τὴν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ μὲ πείνα νὰ πεθάνῃ,
μὰ ἀπὸ ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ γλυκὸ ψωμὶ λαμβάνει.
Τώρα ἀπὸ τὸν Κύριο διαταγὴ ἐλήφθη,
τῆς εἶπε τὰ Χριστούγεννα, ποὺ ὁ Χριστὸς γεννήθη,
θὰ εἶναι στὰ οὐράνια παρθενομάρτυς νύφη.
Καὶ ἤτανε ἀληθινοὶ οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου,
ποὺ τὴν ἀποκεφάλισαν εἴκοσι πέντε Δεκεμβρίου.
Τὸ σῶμα της τὸ ἔθαψε μητέρα της Κλαυδία,
στὸν τάφο της ἐπήγαινε κι ἔκλαιγε τὴν ἁγία.
Μιὰ νύκτα φανερώθηκε ἡ κόρη στὴν μητέρα,
ἔλαμψε χρυσοστόλιστη σὰν ἥλιος τὴν ἡμέρα.
Μὲ τοὺς ἁγίους εἶμαι δῶ κι ἐπίσκοπο πατέρα,
σὲ λίγο ὅλοι θἆστε ἐδῶ καὶ θὰ περνοῦμε ὡραῖα.
Λίγος καιρὸς ἐπέρασε καὶ πέθανε ἡ Κλαυδία,
ἀντάμωσε ἄνδρα ἐπίσκοπο, καὶ κόρη τὴν Εὐγενία.
|