Στὶς Δεκεμβρίου εἴκοσι δυὸ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία,
εἶναι Φαρμακολύτρια τὴν λένε Ἀναστασία.
Ἡ ἁγία ἐγεννήθηκε στὴν φημισμένη Ῥώμη,
ὅταν Διοκλητιανὸς διηύθυνε ἀκόμη.
Εἰδωλολάτρην εἴχενε ἡ ἁγία τὸν πατέρα,
Φλαβία εἶχε ὄνομα ἡ χριστιανὴ μητέρα.
Ὅμως μικρὴ ὀρφάνεψε, μητέρα εἶχε πεθάνει,
καὶ χριστιανὸς παιδαγωγὸς μαθήματα τῆς κάνει.
Θυμότανε τὶς συμβουλὲς μητέρας ἡ ἁγία,
γνώριζε ἀληθινὸν Θεὸν καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Μαζὶ μὲ τὴν ταπείνωσι εἶχε καὶ παρθενία,
νὰ ἀρέσῃ πάντα στὸν Θεὸν ἤθελε ἡ ἁγία.
Τὴν πάντρεψε ὁ πατέρας της, δίχως τὴ θέλησή της,
εἰδωλολάτρης ἄνθρωπος βρισκότανε μαζί της.
Τὴν πῆρε γιὰ τὰ πλούτη της, ποὺ εἶχε ἡ ἁγία,
μὰ προσκυνοῦσε ἀγάλματα καὶ εἰδωλολατρία.
Προφασιζόταν ἄῤῥωστη πὼς ἦταν ἡ ἁγία,
γιὰ νὰ μὴν ἔχει σαρκικὴ τὴν ἐπικοινωνία.
Ἔτσι διετηρήθηκε ἐτότε ἡ ἁγία,
διὰ παντὸς ἐφύλαξε τότε τὴν παρθενία.
Πούπλιο τὸν ἐλέγανε ἀνδρὸς τ᾿ ὄνομά του,
ἐζοῦσε ἄσωτη ζωή, ἐξόδευε τὰ λεφτά του.
Ἔτσι δὲν τὸν διέφερε γιὰ τὴν Ἀναστασία,
ἄλλες γυναῖκες πλήρωνε γιὰ τὴν παρανομία.
Στὸν Χρυσογόνο θεῖο της ἔπαιρνε ὁδηγία,
τὴν ὁδηγοῦσε στὸν Θεὸν καὶ στὴν Ὀρθοδοξία.
Ροῦχα φοροῦσε πτωχικά, ἀσκητικὰ ἐζοῦσε,
φρόντιζε πάντα τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἐβοηθοῦσε.
Περιποιόταν ἄῤῥωστους, πληγές τους καθαρίζει,
ποὺ ἔπασχαν γιὰ τὸν Χριστόν, φιλεῖ καὶ μακαρίζει.
Παρηγορεῖ τοὺς μάρτυρες, καὶ τοὺς βασανισμένους,
ποὺ γιὰ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶχαν φυλακισμένους.
Τροφὲς μὰ καὶ ἐνδύματα τοὺς ἔδινε ἡ ἁγία,
τὴν νύκτα πήγαινε κρυφά, ποὺ εἶχε ἡσυχία.
Τὸ εἴπανε στὸν ἄνδρα της γιὰ τὰ καλὰ ποὺ κάνει,
τότε στεναχωρήθηκε, στὴν φυλακὴ τὴν βάνει.
Κλεισμένη μέσ᾿ στὴ φυλακή, πολὺ στεναχωρεῖται,
φυλακισμένους δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς περιποιεῖται.
Τὸν Χρυσογόνο δάσκαλο τὸν εἴχανε κλεισμένο,
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κι αὐτὸν φυλακισμένο.
Τοῦ ᾿στειλε δυὸ ἐπιστολὲς στὴν φυλακὴ ἡ ἁγία,
ἔγραψε ἀπὸ σεβασμὸ καὶ γιὰ παρηγορία.
Κι ὁ δάσκαλος ἀπάντησε εἰς τὴν Ἀναστασία,
καὶ νὰ ζητῇ ἀπ᾿ τὸν Θεὸν θάῤῥος παραμυθία.
Ἀκόμα τότε ἔγραψε ἄνδρα της θὰ πεθάνῃ,
κι ἐλεύθερη στὶς φυλακὲς τὸ ἔλεος θὰ κάνῃ.
Πράγματι ἐσκοτώθηκε ὁ ἄνδρας της ἐτότες,
στὸν πόλεμο τὸν σκότωσαν οἱ πέρσες στρατιῶτες.
Τότε ἐλευθερώθηκε καὶ ἡ Ἀναστασία,
χριστιανικὰ καθήκοντα κάνει μὲ προθυμία.
Τότε ὁ Διοκλητιανὸς στῆς Νίκαιας τὴν πόλι,
κι ἐθέλησε οἱ χριστιανοὶ τότε νὰ σφαχτοῦνε ὅλοι.
Εὐθὺς τοῦ ἀναφέρανε στὶς φυλακὲς στὴ Ῥώμη,
ὑπάρχουνε χριστιανοὶ εἰς τὴν ζωὴν ἀκόμη.
Ὁ Χρυσογόνος τοῦ εἴπανε κάνει διδασκαλία,
ποὺ εἶναι μέσ᾿ στὴν φυλακὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Διέταξε ὁ βασιλιὰς τὸν φέρανε μπροστά του,
τοῦ ἔδωσε διαταγὴ εἰς τὰ προστάγματά του.
Νὰ θυσιάσῃ στοὺς θεοὺς τοῦ ἔταξε ἀκόμη,
πὼς θὰ τὸν κάνῃ ἔπαρχο νὰ διοικῇ τὴ Ῥώμη.
Ὁ Χρυσογόνος τ᾿ ἀπαντᾶ τότε μὲ παῤῥησία,
ἐγὼ πιστεύω στὸν Χριστὸν καὶ στὴν Ὀρθοδοξία.
Εἴδωλα ἐγὼ δὲν σέβομαι, δὲν προσκυνῶ καθόλου,
γιατὶ εἶναι ὅλα ψεύτικα, δόλωμα τοῦ διαβόλου.
Ἐθαύμασε ὁ βασιλιὰς διὰ τὴν παῤῥησίαν,
μὰ τὸν ἀπεκεφάλισε ἐτότε κατ᾿ εὐθείαν.
Σὲ ὅραμα ὁ ἅγιος ἔδειξε τὸ σημεῖον,
νὰ θάψουνε οἱ χριστιανοὶ τὸ λείψανο τὸ θεῖον.
Ζωΐλος ἕνας ἀσκητὴς πῆρε τὸ λείψανό του,
τὸ ἐνταφίασε σεμνῶς εἰς τὸ κελλὶ δικό του.
Τρεῖς ἀδελφὲς ποὺ ζούσανε στὴν γειτονιὰ ἐκείνη,
Χιονία, Ἀγάπη, ἄκουγαν καὶ τρίτη ἡ Εἰρήνη.
Ἐμπρός του νὰ τὶς φέρουνε διαταγὴ τοῦ δίνει,
νὰ προσκυνήσουν εἴδωλα κι οἱ τρεῖς τὴν ὥρα ἐκείνη.
Τοὺς ἔδινε ὑπόσχεσι νὰ τὶς καλοπαντρέψῃ,
κι ὅλες πλουσιοπάροχα δῶρα νὰ τὶς φιλέψῃ.
Ἀγάπη ἡ μεγαλύτερη ἦταν στὴν ἡλικία,
μὲ θάῤῥος εἰς τὸν βασιλιὰ ἀρχίζει ὁμιλία.
Νὰ μὴν νομίσῃς βασιλιὰ ὅτι θὰ φοβηθοῦμε,
βάσανα, σκληρὸν θάνατον ὅλες θὰ ὑποστοῦμε.
Ὁ βασιλιὰς τὴν ἄκουσε, τότε ἀποφασίζει
Θεσσαλονίκης φυλακὲς τὶς τρεῖς τὶς φυλακίζει.
Στὸν ἔπαρχο παρήγγειλε ἐκεῖνος νὰ τὶς κρίνῃ,
μὰ ἔδειξε ἀσέλγεια, ἀόματος εἶχε γίνει.
Τὸν πήγανε στὸ σπίτι τοῦ ἔπαρχου τυφλωμένο,
ἐπάνω στὸ κρεβάτι του τὸν εἴχανε πεταμένο.
Κατόπιν ἀπεφάσισε γιὰ νὰ τὶς κρίνῃ ἄλλος,
κολάκευε, φοβέριζε, τύραννος ἦν μεγάλος.
Διέταξε δυὸ ἀδελφὲς Ἀγάπη καὶ Χιονία,
νὰ κάψουνε τὰ σώματα ὡς ψήνουν τὰ ἀρνία.
Οἱ ἀδελφὲς ἐκάνανε ἀμέσως τὸν σταυρό τους,
καὶ στὴν φωτιὰ ἐρίξανε τότε τὸν ἑαυτόν τους.
Καὶ ἡ φωτιὰ σεβάστηκε τότε ἀπόφασί τους,
μιὰ τρίχα δὲν ἐκάηκε ἀπὸ τὴν κεφαλή τους.
Ἀμέσως ὅμως ὁ Θεὸς ποὺ εἶδε τὴν καρδιά τους
ἐπῆρε τὶς ψυχοῦλες τους τὶς ἔφερε κοντά του.
Τὰ λείψανα παρέλαβε τότε ἡ Ἀναστασία,
τὰ ἔθαψε σὲ κατάλληλη ἐκεῖ τοποθεσία.
Ὁ τύραννος μὲ ἀπειλές, φοβέρες, στὴν Εἰρήνη
νὰ θυσιάσῃ ἤθελε στὰ εἴδωλα ἐκείνη.
Τὶς εἶπε ὅταν ἀρνηθῇ θὰ ὑποστῇ ἀκόμα
ἄνθρωποι θὰ ἀτιμάζουνε τὸ ἰδικό της σῶμα.
Ὁ Κύριος ἀπάντησε, Εἰρήνη θὰ γλιτώσῃ
καὶ τὴν ψυχή μου ἀμόλυντη θὰ τὴν ἐλευθερώσῃ.
Τότε σὲ οἶκο ἀνοχῆς ἀμέσως παραδίνει,
μὰ ὁ Θεὸς ἐφύλαξε παρθένο τὴν Εἰρήνη.
Ἀγγέλους ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸν ἔστειλε νὰ φυλάξουν,
εἰς τὸ βουνὸ τὴν ὁδηγοῦν, οἱ ἄνθρωποι τὴν ψάχνουν.
Μὲ βέλος ἐκτυπήθηκε ἀπὸ ἕνα στρατιώτη,
καὶ ἡ ψυχή της πέταξε εἰς τὴν αἰωνιότη.
Τὸ λείψανό της μάζευσε τότε ἡ Ἀναστασία
τὸ ἔθαψε μὲ λείψανα Ἀγάπης καὶ Χιονίας.
Τὴν μνήμη ἑορτάζει ἔκτοτε λαμπρῶς ἡ Ἐκκλησία
Εἰρήνης καὶ τὶς ἀδελφὲς Ἀγάπη καὶ Χιονία.
Καὶ ἄρχισαν τότε βάσανα καὶ στὴν Ἀναστασία
στὴν Ῥώμη τὴν ἐστείλανε νὰ δώσῃ ἀπολογία.
Τῆς λένε γιὰ τὰ εἴδωλα, γιατὶ δὲν προσκυνάει,
ἀράχνες εἶχε πάνω του καὶ μύγες καὶ βρωμάει.
Τῆς ἔδωσε τριήμερο γιὰ νὰ σκεφτῇ ἡ ἁγία
ἀκλόνητη κι ἀτάραχη μένει ἡ Ἀναστασία.
Ὁ τύραννος διέταξε μιὰ φωτιὰ ν᾿ ἀνάψουν,
Ἀναστασία ζωντανὴ ἐτότε νὰ τὴν κάψουν.
Μέσα σὲ φλόγες φοβερὲς τέλειωσε τὴ ζωή της,
καὶ στὸν Θεὸν ἐπέταξε ἡ καθαρὴ ψυχή της.
Εἴκοσι δύο ἤτανε ἐτότε Δεκεμβρίου,
ποὺ ἐπῆγε εἰς τὸν οὐρανὸ ζωῆς τῆς αἰωνίου.
Μία γυναίκα ἐδέχθηκε τὸ λείψανο ἁγίας,
τὸ ὄνομα τῆς χριστιανῆς ἦταν Ἀπολλωνία.
Ἔπαθε πολλὰ βάσανα ἡ ἁγία Ἀναστασία,
χαλάλι ὅλα τὰ ἔκανε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Φυλακισμένη εἴχανε γυναίκα Θεοδότη,
ἡ ἁγία τὴν παρηγορεῖ ἀπὸ γυναῖκες πρώτη.
Καὶ τότε μαθαίνει ὁ τύραννος συμβάντα καὶ αἰτία,
καὶ ἔκλεισε στὴν φυλακὴ ἁγία Ἀναστασία.
Τὴν βγάζουν ἀπ᾿ τὴ φυλακή, ἐγύριζε στὴν πόλι,
καὶ στὶς ἀνάγκες πρόφθαινε, χαρὰ νὰ πάρουν ὅλοι.
Μία γυναίκα ὁ τύραννος ἤθελε νὰ λυπήσῃ,
μπροστὰ παιδί της κίνησε τότε πολὺ κτυπήσῃ.
Κι ἡ μάνα τότε στὸ παιδὶ φώναξε μάνι-μάνι·
κάνε παιδί μου ὑπομονή, νὰ πάρῃς τὸ στεφάνι.
Οἱ ἅγιοι γιὰ τὸν Χριστὸν χύνουν δικιά τους αὔρα,
δικαιοκρίτης ὁ Θεὸς τοὺς ἔντυσε μὲ στέμμα.
Καὶ εἶναι στὸν παράδεισο αἰώνια κοντά του,
καὶ μὲ ἀγγέλους τὸν χορὸν δοξάζουν τ᾿ ὄνομά του.
|