11 Δεκεμβρίου
Ὁ ἅγιος καταγωγὴ εἶχε χώρα Συρία, Τὸ ζεῦγος ἦταν ἄτεκνο, δὲν εἴχανε παιδία, Ἀφοῦ αὐτὴ δὲν ἔφταιγε, κι ὁ ἄνδρας της τὸ ξέρει, Μιὰ ἡμέρα ποὺ εὑρέθηκε νἆναι στεναχωρεμένη, Ἐπῆγε ἐκεῖ παράμερα στὴ γῆ καὶ γονατίζει, Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν τέκνο γιὰ νὰ τῆς δώσῃ, Σὰν τέλειωσε τὴν προσευχή, ἐγύρισε στὸ σπίτι, Δὲν πέρασε πολὺς καιρός, ἡ προσευχὴ ἠκούσθη, Σὰν ἔγινε πέντε χρονῶν, τὸ πῆραν οἱ γονεῖς του, Τὸ εἶδε ὁ ἡγούμενος μικρὸ στὴν ἡλικία, Στὸ μοναστήρι προχωρεῖ στὰ δώδεκά του χρόνια, Νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ σπίτι του λίγο καιρὸ ἀκόμη, Ὁ Δανιήλ στὸ σπίτι του ἀρνεῖται νὰ ἐπιστρέψῃ, Τὸν κράτησε ὁ ἡγούμενος διὰ ἐπιμονή του Γονεῖς τότε ἐχάρησαν, πῆγαν στὸ μοναστήρι, Θέλουν νὰ δοῦνε τὸ παιδὶ καλόγερος νὰ γίνῃ, Ἐδέχθηκε ὁ ἡγούμενος καὶ μοναχὸν τὸν κάνει, Τοὺς ζήτησε κι ὁ γέροντας ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς χατήρι, Ἁγίους Τόπους ὁ Δανιὴλ θέλει νὰ προσκυνήσῃ, Πέρασαν ἔτη ἀρκετὰ παίρνει ἄδεια καὶ φεύγει, Σὲ ἡλικία ἔφθασε τότε σαράντα δύο, Κάνει σημεῖον τοῦ σταυροῦ, τὸ σπήλαιον σφραγίζει, Κι ἔλεγε στὸν ἅγιο ποιὸς τοὔδωσε ἐξουσία, Ἔβγαλαν ἄγριες φωνὲς γιὰ νὰ τὸν φοβερίσουν, Ἄφοβος κι ἀτάραχος κι αὐτὸς τοὺς ἀπειλοῦσε, Νικήθηκε ὁ δαίμονας κι ἔφυγε κατόπιν, Ἐπῆγαν στὸν ἐπίσκοπο τότε τοῦ Βυζαντίου, Τὸν ἐρώτησε ὁ ἐπίσκοπος, πῶς γνώριζε τὰ μέρη, Ἐθαύμασε ὁ ἐπίσκοπος τὰ λόγια τοῦ Ὅσίου, Ἔμεινε εἰς τὸ σπήλαιον μόνος ἐννέα χρόνια, Τότε τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς στὸν Συμεών νὰ πάῃ, Ἀγκάλιασε τὸν Δανιὴλ ὁ Συμεών Στυλίτης, Σὰν πέθανε ὁ Συμεών, δίνει κουκούλιόν του, Ὁ Δανιήλ ἐκάθησε στοῦ στύλου τὴν κολώνα, Ὑπέμεινε ὁ ἅγιος ζέστη, βροχὴ καὶ κρύο, Τὸν φθόνησε ὁ δαίμονας, στὸν ἄρχοντα πηγαίνει, Ὁ πατριάρχης κι ὁ ἄρχοντας τότε εἴχανε πιστέψει, Μὰ ὁ παντοδύναμος Θεὸς ἔστειλε τιμωρία, Τότε τὸν στύλο Δανιὴλ δὲν τόνε καταστρέψαν, Δαιμονισμένο ἔφεραν στὸν Ὅσιο ἕνα βράδυ, Στὴν πόλι ἔπιασε φωτιά, καταστροφὴ μεγάλη, Ὁ Ὅσιος προσευχήθηκε καὶ ἡ φωτιὰ ἐσβήστη, Ὁ βασιλιὰς στὸ ἄλογο ἤτανε καβαλάρης, Ὁ Δανιὴλ προσεύχεται, σώζει τὸν βασιλέα, Ἦταν ἕνας αἱρετικὸς καὶ τὸν κατηγοροῦσε, Κρυμμένο μέσ᾿ στὸ ροῦχο του εἶχε ψημένο ψάρι, Καὶ τοῦ ἁγίου ἔκανε τότε συκοφαντία, Τὸ ψάρι ἀμέσως ἔβγαλε, τὄδειξε τῶν ἀνθρώπων Εἶπε αὐτὰ τὰ ψέματα, στὸ σπίτι του πηγαίνει, Τὸ ψάρι ὅσοι φάγανε, δαιμονιστῆκαν ὅλοι, Ἀμέσως τότε ὁ Ὅσιος ποὖχε ἀνεξικακία, Ἐπῆγε ἕνας βάρβαρος νὰ πάρῃ εὐλογία, Τὸν δίδαξε ὁ Ὅσιος, ἦρθε στὸν ἑαυτό του, Ἀκόμα καὶ τοὺς φίλους του τοὺς εἴχενε διδάξει, Κι αὐτοὶ τὸν ἐμιμήθηκαν, ἔγιναν καλογῆροι, Ἐρώτησαν τὸν ἅγιον ἂν ἔκανε νηστεία, Τρώγω καὶ πίνω εἴπενε ὅτι νὰ μὴν πεθάνω, Τίτο τότε ὀνόμασε τὸν ὑποτακτικό του, Εἶχε τὸ σῶμα κρεμαστὸ κάτω ἀπὸ τὶς μασχάλες, Ἕνα σανίδι ἔβανε στὸ στῆθος καὶ βιβλίο, Μ᾿ αὐτὸν τὸν βίο ἔζησε ὁ ὑποτακτικός του, Ἕνας λεπρὸς ἦν ἄῤῥωστος, στὸν ἅγιο εἶχε τρέξει, Τὸν ἔστειλε ὁ Δανιήλ, στὴν θάλασσα ἐπλύθη, Γότθος τὸν εἰρωνεύτηκε ἀπ᾿ τὸ παράθυρό του, Ἕνα παιδὶ ἑπτὰ ἐτῶν δὲν εἶχε περπατήσει, Ναὸ Ὁσίου Συμεὼν νὰ πᾶνε τὸ παιδί τους, Ὑπήκουσαν στὸν Δανιήλ, καὶ ἔγινε τὸ θαῦμα, Κι ἄλλο παιδὶ ἦν ἄλαλο, δὲν εἶχε τὴ μιλιά του, Ποτὲ δὲν ἐκατέκρινε κανέναν ἀδελφό του, Θαῦμα μεγάλο ἔγινε στὸν στύλο πρὶν πεθάνῃ, Λειτούργησε, κοινώνησε, ἀχράντων μυστηρίων, Ἡμέρα τότε ἤτανε ἕνδεκα Δεκεμβρίου, Ἐπὶ τοῦ στύλου πέθανε ὁ Δανιὴλ Στυλίτης, |