Ὅσιος Δανιὴλ ὁ Στυλίτης

11 Δεκεμβρίου

Ὁ ἅγιος καταγωγὴ εἶχε χώρα Συρία,
μὲ Μάρθα τὴ μητέρα του, πατέρα του Ἠλία.

Τὸ ζεῦγος ἦταν ἄτεκνο, δὲν εἴχανε παιδία,
τὴ σύζυγο ἐμάλωνε τὸ στόμα τοῦ Ἠλία.

Ἀφοῦ αὐτὴ δὲν ἔφταιγε, κι ὁ ἄνδρας της τὸ ξέρει,
σὰν ἄκουγε παράπονα, πολλὰ εἶχε ὑποφέρει.

Μιὰ ἡμέρα ποὺ εὑρέθηκε νἆναι στεναχωρεμένη,
μεσάνυκτα ἀπ᾿ τὸ σπίτι της τότε μὲ λύπη βγαίνει.

Ἐπῆγε ἐκεῖ παράμερα στὴ γῆ καὶ γονατίζει,
τὰ χέρια της στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχὴ ἀρχίζει.

Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν τέκνο γιὰ νὰ τῆς δώσῃ,
καὶ τοὔκανε ὑπόσχεσι νὰ τοῦ τ᾿ ἀφιερώσῃ.

Σὰν τέλειωσε τὴν προσευχή, ἐγύρισε στὸ σπίτι,
καὶ μὲ ἐλπίδα στὴν καρδιά, ἥσυχα ἐκοιμήθη.

Δὲν πέρασε πολὺς καιρός, ἡ προσευχὴ ἠκούσθη,
ἔγκυος ἔμεινε εὐθύς, κι ὁ Δανιὴλ ἐγεννήθη.

Σὰν ἔγινε πέντε χρονῶν, τὸ πῆραν οἱ γονεῖς του,
στὸ μοναστήρι πήγανε γιὰ ἀφιέρωσί του.

Τὸ εἶδε ὁ ἡγούμενος μικρὸ στὴν ἡλικία,
τὄδωσε πίσω στοὺς γονεῖς για᾿ δὲν κρατοῦν παιδία.

Στὸ μοναστήρι προχωρεῖ στὰ δώδεκά του χρόνια,
μὰ πάλι ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔβαλε κανόνα.

Νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ σπίτι του λίγο καιρὸ ἀκόμη,
ἐκεῖ νὰ κάνῃ ἄσκησι, νὰ δυναμώσῃ ἡ γνώμη.

Ὁ Δανιήλ στὸ σπίτι του ἀρνεῖται νὰ ἐπιστρέψῃ,
παρακαλεῖ τὸν γέροντα γιὰ νὰ καλογερέψῃ.

Τὸν κράτησε ὁ ἡγούμενος διὰ ἐπιμονή του
καὶ ἔκανε ὑπακοὴ ὁ Δανιήλ μαζί του.

Γονεῖς τότε ἐχάρησαν, πῆγαν στὸ μοναστήρι,
ἐζήτησαν ἀπ᾿ τὸν γέροντα πὼς θέλουνε χατήρι.

Θέλουν νὰ δοῦνε τὸ παιδὶ καλόγερος νὰ γίνῃ,
νὰ δοῦν χειροτονία του, γιὰ νὰ χαροῦν κι ἐκεῖνοι.

Ἐδέχθηκε ὁ ἡγούμενος καὶ μοναχὸν τὸν κάνει,
κι ἀπ᾿ τὸν Χριστὸν εὐχήθηκαν νὰ πάρῃ τὸ στεφάνι.

Τοὺς ζήτησε κι ὁ γέροντας ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς χατήρι,
νὰ μὴν πηγαίνουνε κι δυὸ συχνὰ στὸ μοναστήρι.

Ἁγίους Τόπους ὁ Δανιὴλ θέλει νὰ προσκυνήσῃ,
καὶ τὸν Στυλίτη Συμεὼν νὰ τόνε συναντήσῃ.

Πέρασαν ἔτη ἀρκετὰ παίρνει ἄδεια καὶ φεύγει,
καὶ στοῦ Στυλίτη Συμεὼν τὸν στύλο καταφεύγει.

Σὲ ἡλικία ἔφθασε τότε σαράντα δύο,
φωλιὰ δαιμόνων κάθησε χώρα τοῦ Βυζαντίου.

Κάνει σημεῖον τοῦ σταυροῦ, τὸ σπήλαιον σφραγίζει,
τὴν νύκτα τότε ὁ σατανᾶς Ὅσιο φοβερίζει.

Κι ἔλεγε στὸν ἅγιο ποιὸς τοὔδωσε ἐξουσία,
καὶ νὰ διώξῃ ποὔχανε δική τους κατοικία.

Ἔβγαλαν ἄγριες φωνὲς γιὰ νὰ τὸν φοβερίσουν,
καὶ τοὔλεγαν στὴν θάλασσα νὰ πᾶνε νὰ τὸν πνίξουν.

Ἄφοβος κι ἀτάραχος κι αὐτὸς τοὺς ἀπειλοῦσε,
εἶχε τὸ θάῤῥος τοῦ Θεοῦ, δαίμονας πολεμοῦσε.

Νικήθηκε ὁ δαίμονας κι ἔφυγε κατόπιν,
ἔπειτα τόνε πολεμᾶ μὲ πονηροὶ ἀνθρῶποι.

Ἐπῆγαν στὸν ἐπίσκοπο τότε τοῦ Βυζαντίου,
καὶ δίωξι ἐζήτησαν ἐτότε τοῦ ἁγίου.

Τὸν ἐρώτησε ὁ ἐπίσκοπος, πῶς γνώριζε τὰ μέρη,
ὁ ἅγιος τοῦ ἀπαντᾶ· Θεὸς μὲ ἔχει φέρει.

Ἐθαύμασε ὁ ἐπίσκοπος τὰ λόγια τοῦ Ὅσίου,
καὶ τότε ἐθεράπευσε δοῦλον πατριαρχείου.

Ἔμεινε εἰς τὸ σπήλαιον μόνος ἐννέα χρόνια,
ὁ τόπος τότε ἡμέρευσε, ἔφυγαν τὰ δαιμόνια.

Τότε τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς στὸν Συμεών νὰ πάῃ,
πάνω στὸ στύλο τὴν ζωὴ μὲ προσευχὴ περνάει.

Ἀγκάλιασε τὸν Δανιὴλ ὁ Συμεών Στυλίτης,
τοὖπε αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη ἀπ᾿ τὸν Θεὸν ἐκλήθη.

Σὰν πέθανε ὁ Συμεών, δίνει κουκούλιόν του,
στὸν Δανιὴλ ποὺ ἄφησε τότε διάδοχό του.

Ὁ Δανιήλ ἐκάθησε στοῦ στύλου τὴν κολώνα,
καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸν δύναμι γιὰ ἀγώνα.

Ὑπέμεινε ὁ ἅγιος ζέστη, βροχὴ καὶ κρύο,
ἐκεῖ ἐπροσευχότανε, Θεοῦ ἦν πανδοχεῖο.

Τὸν φθόνησε ὁ δαίμονας, στὸν ἄρχοντα πηγαίνει,
τοῦ λέγει δίχως ἄδεια ὁ Δανιὴλ ἐκεῖ μένει.

Ὁ πατριάρχης κι ὁ ἄρχοντας τότε εἴχανε πιστέψει,
κι ὅτι τὸν στύλο Δανιὴλ πρέπει νὰ καταστρέψῃ.

Μὰ ὁ παντοδύναμος Θεὸς ἔστειλε τιμωρία,
χαλάζι ἐκατέστρεψε ἀμπέλια γεωργία.

Τότε τὸν στύλο Δανιὴλ δὲν τόνε καταστρέψαν,
ἀλλὰ πιὸ στερεότερο τὸν στύλο ἐπροσθέσαν.

Δαιμονισμένο ἔφεραν στὸν Ὅσιο ἕνα βράδυ,
ἔφυγε τὸ δαιμόνιο, τὸν πότισαν μὲ λάδι.

Στὴν πόλι ἔπιασε φωτιά, καταστροφὴ μεγάλη,
στὸν Δανιὴλ εἰδοποιοῦν ἀμέσως νὰ προλάβῃ.

Ὁ Ὅσιος προσευχήθηκε καὶ ἡ φωτιὰ ἐσβήστη,
ὁ κόσμος μετανόησε τότε καὶ συνετίσθη.

Ὁ βασιλιὰς στὸ ἄλογο ἤτανε καβαλάρης,
ἐγλίστρησε καὶ βασιλιὰ τὸν εἴχενε τουμπάρει.

Ὁ Δανιὴλ προσεύχεται, σώζει τὸν βασιλέα,
ὅλοι τὸ θαῦμα εἴδανε, ποὺ ἤτανε παρέα.

Ἦταν ἕνας αἱρετικὸς καὶ τὸν κατηγοροῦσε,
σὲ μιὰ παρέα εὑρέθηκε, ἐκεῖ ἐσυζητοῦσε.

Κρυμμένο μέσ᾿ στὸ ροῦχο του εἶχε ψημένο ψάρι,
οἱ ἄνθρωποι κουβέντιαζαν, δὲν πήρανε χαμπάρι.

Καὶ τοῦ ἁγίου ἔκανε τότε συκοφαντία,
πὼς εἰς τὸ στύλο του ἔκανε δῆθεν αὐτὸς νηστεία.

Τὸ ψάρι ἀμέσως ἔβγαλε, τὄδειξε τῶν ἀνθρώπων
ὁ ἅγιος πὼς τὄτρωγε στοῦ στύλου ἐκεῖ τὸν τόπο.

Εἶπε αὐτὰ τὰ ψέματα, στὸ σπίτι του πηγαίνει,
καὶ ὅσοι ἤτανε ἐκεῖ τὸ ψάρι διανέμει.

Τὸ ψάρι ὅσοι φάγανε, δαιμονιστῆκαν ὅλοι,
καὶ τρέξανε στὸν Δανιὴλ νὰ διωχθοῦν διαβόλοι.

Ἀμέσως τότε ὁ Ὅσιος ποὖχε ἀνεξικακία,
μὲ προσευχὴ ἐσκόρπισε δαιμόνων τὴν κακία.

Ἐπῆγε ἕνας βάρβαρος νὰ πάρῃ εὐλογία,
κι ὁ λύκος ἔγινε ἀρνὶ ποὖχε καρδιὰ ἀγρία.

Τὸν δίδαξε ὁ Ὅσιος, ἦρθε στὸν ἑαυτό του,
κατόπιν τὸν ἐκράτησε γιὰ ὑποτακτικό του.

Ἀκόμα καὶ τοὺς φίλους του τοὺς εἴχενε διδάξει,
νὰ τὸν ἀκολουθήσουνε εἰς τὴν δική του πράξι.

Κι αὐτοὶ τὸν ἐμιμήθηκαν, ἔγιναν καλογῆροι,
καὶ κατοικήσανε μαζὶ ὅλοι σὲ μοναστήρι.

Ἐρώτησαν τὸν ἅγιον ἂν ἔκανε νηστεία,
κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπήντησε ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ.

Τρώγω καὶ πίνω εἴπενε ὅτι νὰ μὴν πεθάνω,
ἀπὸ τὴν κακοπάθεια στὸ σῶμα μου ἐπάνω.

Τίτο τότε ὀνόμασε τὸν ὑποτακτικό του,
ἔκανε ἄσκησι κι αὐτός, ὅπως ὁ ἑαυτός του.

Εἶχε τὸ σῶμα κρεμαστὸ κάτω ἀπὸ τὶς μασχάλες,
καὶ λίγο ὕπνο ἔπαιρνε μὲ ἀρετές του ἄλλες.

Ἕνα σανίδι ἔβανε στὸ στῆθος καὶ βιβλίο,
διάβασε πρὶν νὰ κοιμηθῇ τοὺς βίους τῶν ἁγίων.

Μ᾿ αὐτὸν τὸν βίο ἔζησε ὁ ὑποτακτικός του,
ὁ Τίτος ὁ μακάριος, ποὺ εἶχε βοηθό του.

Ἕνας λεπρὸς ἦν ἄῤῥωστος, στὸν ἅγιο εἶχε τρέξει,
νὰ λυπηθῇ ὁ ἅγιος καὶ νὰ τόνε γιατρέψῃ.

Τὸν ἔστειλε ὁ Δανιήλ, στὴν θάλασσα ἐπλύθη,
κι εὐθὺς ἀπὸ τὴν λέπρα του πλήρως ἐκαθαρίσθη.

Γότθος τὸν εἰρωνεύτηκε ἀπ᾿ τὸ παράθυρό του,
κι ἀμέσως ἔπεσε νεκρὸ τὸ σῶμα τὸ δικό του.

Ἕνα παιδὶ ἑπτὰ ἐτῶν δὲν εἶχε περπατήσει,
καὶ τοὺς γονεῖς του ὁ Ὅσιος τοὺς εἶχεν ὁδηγήσει.

Ναὸ Ὁσίου Συμεὼν νὰ πᾶνε τὸ παιδί τους,
στὸ ἱερὸ τὸ λείψανο νὰ ἀγγίξουν τὸ κορμί του.

Ὑπήκουσαν στὸν Δανιήλ, καὶ ἔγινε τὸ θαῦμα,
καὶ τὸ παιδὶ χοροπηδᾶ ἐτότε ἐν τῷ ἅμα.

Κι ἄλλο παιδὶ ἦν ἄλαλο, δὲν εἶχε τὴ μιλιά του,
λάδι βάζουν στὴν γλώσσα του κι ἦρθε ἡ λαλιά του.

Ποτὲ δὲν ἐκατέκρινε κανέναν ἀδελφό του,
καὶ γιὰ τὸν πιὸ ἁμαρτωλὸ νόμιζε ἑαυτόν του.

Θαῦμα μεγάλο ἔγινε στὸν στύλο πρὶν πεθάνῃ,
ἄγγελοι πάντες ἅγιοι ἐκεῖ εἶχαν ἐφάνει.

Λειτούργησε, κοινώνησε, ἀχράντων μυστηρίων,
καὶ ἡ ψυχή του πέταξε εἰς τὸν χορῶν ἁγίων.

Ἡμέρα τότε ἤτανε ἕνδεκα Δεκεμβρίου,
ποὺ ἔγινε ἡ κοίμησις τοῦ Δανιήλ ἁγίου.

Ἐπὶ τοῦ στύλου πέθανε ὁ Δανιὴλ Στυλίτης,
στέμμα Ἐκκλησίας ἔλαβε ὡς οὐρανοπολίτης.