Ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων

7 Δεκεμβρίου

Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε στῆς Ἰταλίας πόλι,
Μιλάνο, εἶναι ξακουστό, καὶ τὸ γνωρίζουν ὅλοι.

Ὀρφάνεψε ἀπὸ μικρός, πέθαναν οἱ γονεῖς του,
μὲ Μαρκελλίνα ἔζησε, ποὺ ἦταν ἀδελφή του.

Σὰν ἔφθασε ὁ Ἀμβρόσιος σὲ νόμιμη ἡλικία,
ἔμαθε τὴν ρητορικὴ ἐτότε στὰ σχολεῖα.

Στὰ ἀνάκτορα τὸν κάλεσαν διευθυντὴς νὰ γίνῃ,
ὁ βασιλιὰς τοῦ ὅρισε λαὸ νὰ διευθύνῃ.

Ὁ Ἅγιος μὲ σύνεσι κυβέρνησε τὸν τόπο,
καὶ εἶχε εὐχαρίστησι τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Πέθανε ὁ ἀρχιερεὺς ποὺ ἦταν στὸ Μιλάνο,
διέταξε ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ ψηφίσουν ἄλλο.

Ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοὶ ἦν ἀνακατωμένοι,
ἡ Σύνοδος παρακαλεῖ μὲ ψήφισι νὰ γένῃ.

Ὀρθόδοξοι κι ἀρειανοὶ μαλώνανε οἱ δυό τους,
ὁ κάθε ἕνας ἤθελε τὸν δέσποτα δικό του.

Ἄκουσε ὁ Ἀμβρόσιος πόλεμο καὶ καυγάδες,
δυὸ παρατάξεις μάλωναν ποιοὶ νἆναι δεσποτάδες.

Ἐπῆγε καὶ τοὺς μίλησε μ᾿ ἕναν ὡραῖο τρόπο,
ποὺ φωτισθήκανε πολὺ τὰ ὦτα τῶν ἀνθρώπων.

Τοὖπαν δὲν βρίσκουν ἄξιο νὰ κυβερνᾶ κανένα,
τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐκτὸς ἀπὸ ἐσένα.

Ὅλοι λοιπὸν ἐφώναξαν τότε στὸν βασιλέα,
Ἀμβρόσιο πὼς θέλουνε νὰ δοῦν ἀρχιερέα.

Διέταξε ὁ βασιλιὰς τότε νὰ τὸν βαπτίσουν,
κι ἀρχιερέα ἔπειτα νὰ τὸν χειροτονήσουν.

Ὁ ἅγιος, ἀρχιερέας δὲν ἤθελε νὰ γίνῃ,
γιατὶ εἶχε ἕνα χάρισμα, τὴν ταπεινοφροσύνη.

Τὴν νύκτα ἔφυγε κρυφά, βάδιζε στὸ σκοτάδι,
ἀπὸ τὴν πόλι μακρυὰ τὴν δόξαν νὰ μὴ λάβῃ.

Μὰ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλὰ τὸν παρακολουθοῦσε,
τὰ βήματα τοῦ Ἀμβροσίου αὐτὸς τὰ ὁδηγοῦσε.

Τὸν βρήκανε οἱ χριστιανοί, τὸν πᾶνε μὲ τὴ βία,
καὶ βασιλιὰ εἰδοποιοῦν, πᾶνε στὴν ἐκκλησία.

Ὁ βασιλιὰς ἐχάρηκε διὰ τὴν εὕρεσί του
τοῦ ἔδωσε τὴν ψῆφο του γιὰ χειροτόνησί του.

Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπείστηκε, ἦν θέλημα Κυρίου,
δὲν ἔφερε ἀντίῤῥησι τοῦ ἀκροατηρίου.

Ἤτανε ἐτότε ἀβάπτιστος κι ἀμέσως ἐβαπτίσθη,
κι ἀρχιερέας ἔγινε ὅταν χειροτονήθη.

Ἦταν ἐκεῖ κι ὁ βασιλιάς, τὴν προσευχή του κάνει,
στὸν θρόνο τῆς μητρόπολης ἀμέσως τόνε βάνει.

Κι ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀπὸ τὴν Καισαρεία,
τοὔγραψε ὅτι ὁ Θεὸς τοὔδωσε προεδρία.

Ὁ ἅγιος κάνει ἔλεγχο καὶ εἰς τὸν βασιλέα,
νὰ κυβερνοῦν οἱ ἄρχοντες τοὺς χριστιανοὺς ὡραῖα.

Ὁ βασιλιὰς δὲν θύμωσε ὅταν τὸν νουθετοῦσε,
τὸν ἅγιο ἐπαίνεσε ποὺ τὸν καθοδηγοῦσε.

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος μετὰ χειροτονία,
ἔζησε ἀγγελικὴ ζωὴ μέσα στὴν κοινωνία.

Μόνο Σαββατοκύριακο ἔτρωγε φαγητό του,
τὶς ἄλλες ἡμέρες νήστευε σκληρὰ τὸν ἑαυτό του.

Τὸν πλοῦτο ποὺ κληρονομιὰ εἶχε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του,
ἐσκόρπιζε εἰς τοὺς φτωχούς, χαιρόταν ἡ ψυχή του.

Ὁ ἅγιος ἀπ᾿ τὸν Χριστὸ παράδειγμά του παίρνει,
τροφὲς δὲν μάζευε ποτέ, καὶ στέγη γιὰ νὰ μένῃ.

Διόρθωσε ἁμάρτημα Μεγάλου Θεοδοσίου,
τὸν ἤλεγξε ὡς βασιλιὰ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου.

Ἔκανεν ἐπανάστασι λαὸς Θεσσαλονίκης,
τότε στὸ ἱπποδρόμιο ποὺ ἤθελαν τὴν νίκη.

Ἐθύμωσεν ὁ βασιλιὰς κι ἀμέσως διατάζει,
δυὸ χιλιάδες νὰ σφαγοῦν τὸ στόμα του προστάζει.

Οἱ στρατιῶτες ἔσφαξαν τότε ἑπτὰ χιλιάδες,
ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, παπποῦδες καὶ γιαγιάδες.

Ὁ Ἀμβρόσιος σὰν ἔμαθε γιὰ τὴν σφαγὴ ἐκείνη,
ἔκλαψε καὶ λυπήθηκε γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει.

Σὲ λίγες ἡμέρες ὁ βασιλιὰς πῆγε στὴν ἐκκλησία,
ν᾿ ἀκούσῃ τὸν Ἀμβρόσιο στὴ Θεία Λειτουργία.

Σὰν τὄμαθε ὁ Ἀμβρόσιος, βγαίνει, τὸν ἐμποδίζει,
κι ἀμέσως δίχως νὰ ἐντραπῇ, τὸν ἔλεγχο ἀρχίζει.

Τοῦ λέγει· ἀπαγορεύεται νὰ μπῇς στὴν ἐκκλησία,
γιατὶ σφαγὴ ποὺ ἔγινε, ἐσὺ ἤσουν ἡ αἰτία.

Ὁ ἔλεγχος ποὺ ἔκανε τότε Θεοδοσίου,
μέσ᾿ στὴν καρδιά του μπήκανε τὰ λόγια τοῦ ἁγίου.

Ὁ βασιλιὰς ἐστράφηκε ἀμέσως στὸ παλάτι,
κι ἔκλαιγε συνέχεια, δὲν βούλωνε τὸ μάτι.

Δικαίωσε τὸν ἅγιον διὰ τὴν τιμωρία,
ποὺ τότε τοῦ ἀπαγόρευσε νὰ μπῇ στὴν ἐκκλησία.

Δὲν ἤθελε ὁ ἅγιος νὰ τοῦ τὸ συγχωρέσῃ,
μετάνοιωσε ὁ βασιλιάς, πῆγε νὰ τοῦ προσπέσῃ.

Τότε τοῦ λέγει ὁ ἅγιος διὰ τὴν ἁμαρτία,
ποιὸ φάρμακο χρησίμευσε διὰ τὴν θεραπεία.

Ὁ βασιλιὰς ἀπάντησε γιὰ τὸ ἁμάρτημά του,
νὰ δώσῃ ὁ Ἀμβρόσιος τὰ φάρμακα δικά του.

Τὸν εἶδε τότε ὁ ἅγιος, εἶχε μετανοήσει,
μὲ φάρμακα πνευματικὰ τοῦ ἔδωσε τὴ λύσι.

Σὰν δικαστῇ ὁ ἄνθρωπος μὲ ἔγκλημα θανάτου,
τριάντα ἡμέρες στὴν ζωὴ γιὰ τὴ μετάνοιά του.

Τὴν δέχθηκε ὁ βασιλιὰς τότε τὴν συμβουλή του,
καὶ νόμο ἐδιάταζε μὲ τὴν ὑπογραφή του.

Τότε σὰν εἶδε ὁ ἅγιος σωστὴ τὴ μετανοία,
ἐπέτρεψε στὸν βασιλιὰ νὰ μπῇ στὴν ἐκκλησία.

Μπρούμυτα μέσ᾿ στὴν ἐκκλησιά, τραβοῦσε τὰ μαλλιά του,
ἐκτύπαγε τὸ στῆθος γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του.

Ἐζήτησε συγχώρησι σ᾿ ὅσους ἐκεῖ παρόντες,
κι ἐκείνους ποὔχουν σκοτωθῆ, κι ἂς ἤτανε ἀπόντες.

Νὰ κοινωνήσῃ ἐθέλησε, μπαίνει στὸ Ἅγιον Βῆμα,
τ᾿ ἀπαγορεύει ὁ ἅγιος, γιατὶ κι αὐτὸ ἦταν κρίμα.

Στὸ Ἱερὸν οἱ ἱερεῖς πρέπει νὰ κοινωνοῦνε,
οἱ κοσμικοὶ καὶ βασιλεῖς ἀπέξω νὰ βρεθοῦνε.

Ὁ βασιλιὰς ἐδέχθηκε αὐτὴ τὴ νουθεσία,
εἶπε πὼς στὸ Βυζάντιο αὐτὴ εἶχαν συνηθεία.

Ὁ ἅγιος κι ὁ βασιλιὰς ἐκάνανε παρέα,
τοὺς στόλιζαν οἱ ἀρετές, περνούσανε ὡραῖα.

Ἦταν καὶ ἡ βασίλισσα πιστὴ στὴν συντροφιά του,
καὶ ἐτηροῦσε τοῦ Θεοῦ πάντα τὰς ἐντολάς του.

Ἐφρόντιζε γιὰ τοὺς πτωχούς, ἀῤῥώστους, παραλύτους,
ἐπήγαινε στὰ σπίτια τους κι ἔμενε μαζί τους.

Καθάριζε, ἐμαγείρευε, τοὺς ἔπλενε τὰ πιάτα,
κι ὅσοι δὲν εἶχαν φαγητό, τὰ βρίσκανε γεμάτα.

Περιποιόταν ἄῤῥωστους, χωρὶς νὰ ἀηδιάζῃ,
τὴν ἀρετὴ στὸν βασιλιὰ πάντα ἐγκωμιάζει.

Πλακίλλα ἡ βασίλισσα εἶχε ὀνομασία,
Σεμπτέμβρη δέκα τέσσερις τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος εἰς τὴν Ὀρθοδοξία
πολλὲς ψυχὲς ἐγύρισε ἀπὸ κακοδοξία.

Ἀῤῥώστους ἐθεράπευε ποὺ ὑποφέραν χρόνια,
κι ἄλλους ἐλευθέρωνε ποὺ εἴχανε δαιμόνια.

Ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους αὐτοὺς εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο,
ἐβάπτισε μὲ ἄλλους μαζὶ κι ἅγιο Αὐγουστῖνο.

Ἦταν καλὸς ὁ ἅγιος, τοὺς πάντας νουθετοῦσε,
ἐπήγαινε στοὺς ἄῤῥωστους, τοὺς ἐπαρηγοροῦσε.

Τὰ βάσανα καὶ πειρασμοὺς ποὺ ὁ Θεὸς τὰ στέλνει,
πρέπει ὁ κάθε χριστιανὸς τότε νὰ ὑπομένῃ.

Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεόν, τὸν ἱερὸ γιατρό μας,
ποὺ μᾶς γιατρεύει τὶς ψυχὲς κι εἶναι γιὰ καλό μας.

Γυναίκα ἦν παράλυτη, τὴν γιάτρεψε στὴν Ῥώμη,
ἔκανε κι ἄλλα θαύματα πάρα πολλὰ ἀκόμη.

Βαπτίστηκε αἱρετικὸς κι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀποροῦσαν,
γιατὶ νὰ γίνῃ χριστιανός, πολλὰ τὸν ἐρωτοῦσαν.

Τοὺς εἶπε· εἶδα ἄγγελο σὰν ἅγιος μιλοῦσε,
καὶ Ἀμβροσίου τὸ αὐτὶ αὐτὸς ἐνουθετοῦσε.

Ἔκανε θαύματα ὁ Θεὸς μὲ προσευχὲς ἁγίου,
παντοῦ ἁπλώθη ἡ φήμη του τότε τοῦ Ἀμβροσίου.

Στὸ τέλος σὰν κατάλαβε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του,
μὲ προσευχὴ παρέδωσε τὴν ἅγια ψυχή του.

Ἤτανε πενήντα ἑπτὰ ἐτῶν τότε στὴν ἡλικία,
καὶ Δεκεμβρίου ἦταν ἑπτὰ ἡ ἡμερομηνία.

Εἰς τὸ Μιλάνο ἔθαψαν τὸ ἅγιο λείψανό του,
κι ἔκανε θαύματα πολλὰ στὸν τόπο τὸν δικό του.

Ἔγραψε μὲ τὰ χέρια του ψυχωφελῆ βιβλία,
νὰ τὰ διαβάζουν οἱ πιστοί, ποὺ θέλουν σωτηρία.

Ὦ ἅγιε Ἀμβρόσιε, μεγάλε στὴν οὐσία,
δίνε μας μὲ τὴν χάρι σου τὴ νοητὴ ἀμβροσία.