Τοῦ Ὁσίου ἡ Δαμασκὸς ἦταν γενέτειρά του,
γιὰ τοῦτο καὶ Δαμασκηνὸς εἶναι τὸ ὄνομά του.
Σέργιο ὀνομάζανε ἁγίου τὸν πατέρα,
ἤτανε εὐσεβέστατος, καθὼς καὶ ἡ μητέρα.
Ὅλοι ἦσαν μωαμεθανοὶ στῆς Δαμασκοῦ τὴν πόλι,
μόνο αὐτὸ τ᾿ ἀνδρόγυνο ξεχώριζε στὴν πόλι.
Ἔμοιαζαν σὰν τριαντάφυλλα ποὖναι στὸ περιβόλι,
ἡ ἀρετὴ μοσχοβολᾶ, τοὺς ἀγαποῦσαν ὅλοι.
Ἀλλόθρησκος ὁ τύραννος, τὸν Σέργιο καλάει,
τὸν κάνει πρωτοσύμβουλο, αὐτὸς νὰ κυβερνάει.
Ὁ Σέργιος τὸν πλοῦτον του ἄρχισε νὰ μοιράζῃ,
καὶ αἰχμαλώτους χριστιανοὺς νὰ τοὺς ἐξαγοράζῃ.
Στὸν ἑαυτόν του ὁ ἅγιος ἔκανε θυσίες,
ἔκανε ἱεραποστολὲς κι ἔκτιζε ἐκκλησίες.
Γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ἔκανε καὶ γιὰ τὴν ἀρετή του,
ὡς δῶρο τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἕνα παιδὶ μαζί του.
Καὶ τὸ παιδὶ ὀνόμασαν ἐτότε Ἰωάννη,
τῆς ἐκκλησίας ῥήτορας καὶ ποιητὴς ἐφάνη.
Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε κι ἦρθε σὲ ἡλικία,
παρότρυνε ὁ πατέρας του εἰς τὴν φιλοσοφία.
Καὶ ὁ παντογνώστης ὁ Θεὸς τὸν ἔστειλε στὴν ὥρα,
ποὺ αἰχμαλώτους χριστιανοὺς ἐκεῖ ἐφέραν τώρα.
Τότε ἐκεῖ ἐβρέθηκε πατὴρ τοῦ Ἰωάννη,
εἶδε ἕναν αἰχμάλωτο τότε προτοῦ πεθάνῃ.
Ἤτανε ἕνας μοναχὸς ἀπὸ τὴν Ἰταλία,
ἔκλαιγε καὶ τοῦ ἔκανε τότε παρηγορία.
Τὸν ρώτησε ὁ Σέργιος, τὶ ἔπαθε καὶ κλαίει,
καὶ τότε ὁ αἰχμάλωτος ἄρχισε νὰ τοῦ λέει.
Δὲν κλαίω ποὺ θὰ σκοτωθῶ τώρα αὐτὴ τὴν ὥρα,
κλαίω γιὰ τὰ σπουδάσματα ποὺ ἔμαθα ὡς τώρα.
Φιλοσοφία ἔμαθα, νά, καὶ γεωμετρία,
ἀκόμα ἀριθμητικὴ καὶ τὴν ἀστρολογία.
Τέλος ἀφιερώθηκα εἰς τὴν θεολογία,
ἤθελα νὰ βρῶ μαθητές, νὰ βροῦνε σωτηρία.
Σὰν ἄκουσε ὁ Σέργιος λόγια τοῦ αἰχμαλώτου,
ἐσκέφτηκε διδάσκαλο νὰ ἔχῃ τῶν παιδιῶν του.
Τὸν μοναχὸ αἰχμάλωτο Κοσμᾶ εἶχαν ὀνομάσει,
τὸ τάλαντο ἤθελε νὰ τὸ διπλασιάσῃ.
Φοβοῦμαι τὸν δεσπότη μου, τρέμω τὴν ὥρα ἐκείνη,
μὴν κρύψω ἐγὼ τὸ τάλαντο, δικαίως θὰ μὲ κρίνῃ.
Τὸν συμπονεῖ ὁ Σέργιος, στὸν ἄρχοντα πηγαίνει,
ὁ μοναχὸς αἰχμάλωτος, ἐλεύθερος νὰ γένῃ.
Ἄρχοντας τοῦ τὸν ἔδωσε, εἶχε ἐλευθερία,
στὸ σπίτι τὸν ὁδήγησε, δάσκαλο στὰ παιδία.
Μαζὶ μὲ γνήσιο παιδὶ ποὖχε τὸν Ἰωάννη,
ἐπῆρε κι ἕνα ὀρφανό, θετὸ τὸ εἶχε κάνει.
Κοσμᾶ τὸ λέγαν τὸ παιδί, σὰν τὸ διδάσκαλό του,
καὶ τὰ ἀνέτρεφε τὰ δυὸ στὸ σπίτι τὸ δικό του.
Χάρηκε τότε ὁ μοναχὸς γιὰ δύο μαθητάς του,
ποὺ ἔκαναν ὑπακοὴ εἰς τὰς διαταγάς του.
Ἐσπούδαζαν στὴν ἀρετὴ μὲ φρόνημα γενναῖο,
καὶ εἶχαν τὴν ταπείνωσι, ποὖναι σπουδαῖο γιὰ νέο.
Σὰν σπούδασαν οἱ μαθητὲς Κοσμᾶ εἰς τὸν πατέρα
τὸν παρακάλεσε πολὺ νὰ φύγῃ μιὰν ἡμέρα.
Θέλησε εἰς τὴν ἔρημο ἐκεῖ νὰ κατοικήσῃ,
νηστεῖες καὶ μὲ προσευχὲς Θεὸν νὰ εὐχαριστήσῃ.
Λυπήθηκε ὁ Σέργιος διὰ ἀποχωρισμό του,
τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια καὶ χρῆμα γιὰ ἔξοδό του.
Ἁγίου Σάββα τὴν Μονὴ τότε ὁ Κοσμᾶς πηγαίνει,
σ᾿ ὅλη τὴν πρόσκαιρη ζωὴ στὴ Λαύρα παραμένει.
Σὲ λίγο χρόνο ἀπόθανε πατέρας τοῦ Ἰωάννη,
ποὺ τὰ παιδιά του ἐμόρφωσε, καθῆκον του εἶχε κάνει.
Ὁ Λέων τότε ὁ Ἴσαυρος στὴν αὐτοκρατορία,
σὰν λιοντάρι ἐμίσησε Χριστοῦ τὴν ἐκκλησία.
Εἰκονομάχος ἤτανε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
ἀμέσως ὁ Δαμασκηνὸς τοῦ ᾿κανε ἐκστρατεία.
Πολέμησαν Δαμασκηνὸ μὲ δόλιο τὸν τρόπο,
νὰ τόνε βλέπουν σὰν ἐχθρὸν τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Γράψανε δυὸ ἐπιστολὲς τότε εἰκονομάχοι,
κατηγοροῦν τὸν ἅγιο, ὁ βασιλιὰς νὰ μάθῃ.
Σὰν διάβασε ἐπιστολές, τρέμει καὶ ὑποφέρει,
διέταξε νὰ κόψουνε Δαμασκηνοῦ το χέρι.
Δεξί του χέρι κόψανε Δαμασκηνοῦ τοῦ θείου,
στὴν ἀγορὰ τὸ κρέμασαν διὰ ποινὴ ἁγίου.
Ὁ ἅγιος ἐζήτησε τὸ χέρι του νὰ θάψῃ
καὶ ἀπὸ τὸ μαρτύριο ὁ πόνος του νὰ πάψῃ.
Τοῦ τὄδωσε ὁ τύραννος, στὸ σπίτι του τὸ πάει,
καὶ στὴν εἰκόνα Παναγιᾶς στὴν θέση τὸ ἀκουμπάει.
Ἀφοῦ τὴν παρακάλεσε μὲ ὅλη τὴν ψυχή του,
ὀλίγο ἐκοιμήθηκε μετὰ τὴν προσευχή του.
Καὶ τὸ πρωὶ σὰν ξύπνησε ἤτανε κολλημένο,
τὸ δεξιὸ τὸ χέρι του ἦταν θεραπευμένο.
Κι ἔψαλλε ἐγκώμια τότε στὴν Παναγία,
ποὺ γιάτρεψε τὸ χέρι του κι εὑρῆκε τὴν ὑγεία.
Τὸν κάλεσε ὁ τύραννος γιὰ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ,
τὸ χέρι ποὺ τοῦ κόψανε ποιὸς τὄχενε κολλήσει.
Τ᾿ ἀπάντησε ὁ ἅγιος, ἐμένα ὁ γιατρός μου
εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Κύριος καὶ Θεός μου.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ τύραννος εἶχε ἀλλάξει γνώμη,
καὶ τότε τοῦ Δαμασκηνοῦ ἐζήτησε συγγνώμη.
Ἔπειτα ἔφυγε ἀπ᾿ ἐκεῖ, πάει σὲ μοναστήρι,
στ᾿ ἁγίου Σάββα τὴν Μονὴ ποὺ ζοῦνε καλογῆροι.
Τὸν δέχθηκε ὁ ἡγούμενος τότε μὲ προθυμία,
ποὺ ἤτανε ὠφέλιμος κι αὐτὸς στὴν συνοδεία.
Τοῦ ᾿δωσε ἕνα γέροντα νὰ τὸν καθοδηγήσῃ,
καὶ νὰ τοῦ κάνῃ ὑπακοὴ σὲ ὅλη του τὴ ζήση.
Τότε ἐπῆγε ὁ ἅγιος καὶ κάθισε κοντά του,
τοὖπε μὴν κάνῃ τίποτα, χωρὶς τὴν ἄδειά του.
Νὰ εἶσαι πάντα ὑπάκουος, νὰ κόψῃς θέλημά σου,
καὶ πάντα νὰ προσεύχεσαι μαζὶ μὲ δάκρυά σου.
Καὶ τώρα εἰς τὰ ψυχικά, στὸν νοῦ μὴν ἐπιτρέψῃς
σὲ φαντασίες κοσμικὲς καὶ ἀπρεπεῖς τὶς σκέψεις.
Μὴν ὑπερηφανεύεσαι διὰ τὴν μάθησί σου,
θὰ φεύγουνε οἱ δαίμονες μὲ τὴν ταπείνωσί σου.
Γράμμα μὴν στείλει πουθενά, τοὖπε νὰ μὴν μιλάῃ,
κι ἂν κάποιος κάτι ἐρωτᾶ, μὲ λίγα νὰ ἀπαντάῃ.
Ὅλα αὐτὰ ὁ ἅγιος τὰ φύλαγε στὴν πράξι,
δὲν ἔφερνε ἀντίῤῥησι κι ἦταν πολὺ ἐν τάξει.
Ὁ γέροντας ποὺ ἄκουσε νὰ ψάλλῃ ὁ Ἰωάννης,
πολὺ στεναχωρήθηκε ποὺ ὑπακοὴ δὲν κάνει.
Τὸν μάλωσε, τὸν ἔδιωξε καὶ ἀπὸ τὸ κελί του,
καθόλου δὲν τὸν ἤθελε γιὰ τὴν παράβασί του.
Ὁ Ἰωάννης ἔκλαιγε, ἐτότε κι ἐθρηνοῦσε,
καὶ τότε ἀπὸ τὸν γέροντα συγγνώμη ἐζητοῦσε.
Ἔστειλε ἕνα μοναχὸ νὰ τὸν παρακαλέσῃ,
τὸ σφάλμα αὐτὸ ποὺ ἔκανε νὰ τοῦ τὸ συγχωρέσῃ.
Ἀπάντησι στὸν μοναχὸ ὁ γέροντας τοῦ δίνει,
τοὺς καμπινέδες τῆς μονῆς μὲ χέρια του νὰ πλύνει.
Ἄν τὸ δεχθῇ τὸ πρόσταγμα θὰ τόνε συγχωρήσω,
εἰδάλλως δὲν τὸν δέχομαι ὅσο καιρὸ κι ἂν ζήσω.
Στὴν Λαύρα ἦσαν μοναχοὶ γύρω πέντε χιλιάδες,
ἔφριξαν ὅταν τ᾿ ἄκουσαν οἱ μεσολαβητᾶδες.
Μὲ μεγάλη τους ντροπὴ τὄειπαν στὸν Ἰωάννη,
πὼς τοῦ μηνάει ὁ γέροντας δουλειὰ αὐτὴ νὰ κάνῃ.
Ἐκεῖνος ὅταν τ᾿ ἄκουσε πῆρε χαρὰ μεγάλη
κι ἔκανε ὑπακοὴ στὸν γέροντα του πάλι.
Καὶ μέσ᾿ στὸ ἀποχωρητήριο μπαίνει τοῦ γείτονά του,
κι ἄρχισε κι ἐμόλυνε τὰ χέρια τὰ δικά του.
Τὸ χέρι ποὺ τοῦ γιάτρεψε τότε ἡ Παναγία,
μὲ δίχως νὰ σιχαίνεται μολύνει ἀκαθαρσία.
Ὁ γέροντας σὰν εἴδενε βαθειὰ ταπείνωσί του,
τὸν Ἰωάννη ἐθαύμασε γιὰ τὴν ὑπακοή του.
Ἔτρεξε, τὸν ἀγκάλιασε, καὶ τὸν γλυκοφιλοῦσε,
ποὖχε ἀθλητὴ ὑπάκουο καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε.
Τὸν συγχωρεῖ ὁ γέροντας, ὅμως τὸν διατάζει,
νὰ σιωπᾶ καὶ ἑαυτὸν νὰ μὴν ἐγκωμιάζῃ.
Σὲ λίγες ἡμέρες στὸν ὕπνο του βλέπει τὴν Παναγία,
ποὺ ἐρώτησε τὸν γέροντα τότε μὲ ἀπορία.
Γιατὶ ἔφραξες γλυκὸ νερὸ ποὺ ἔτρεχε ἀπ᾿ τὴ βρύσι,
δὲν τ᾿ ἄφησες ἐλεύθερο ψυχὲς γιὰ νὰ ποτίσῃ;
Σὰν ξύπνησε ὁ γέροντας μετὰ τὴν ὀπτασία,
ἐκτέλεσε παραγγελιὰ ποὺ τοῦ ᾿πε ἡ Παναγία.
Μετάνοια στὸν ἅγιο κάνει ὁ γέροντάς του,
παιδὶ Χριστοῦ ὑπακοὴ λέγει τὸ ὄνομά του.
Τὸν στέλνει Ἱερουσαλήμ κήρυγμα ν᾿ ἀρχίσῃ,
γιατὶ τὸ πνεῦμα ἅγιο τὸν ἔχενε φωτίσει.
Τοῦ ζήτησε συγχώρησι τότε ὁ γέροντάς του,
ἂν τόνε στεναχώρεσε ποὺ ἔμενε κοντά του.
Ἔγραψε ὕμνους ἀρκετοὺς ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία,
ἀκόμα καὶ τροπάρια ποὺ γράφουν τὰ βιβλία.
Δὲν ἤτανε ὡς συγγραφεὺς ὁ Ἰωάννης μόνο,
ἤτανε ὑποστηρικτὴς τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Ἔλεγε γιὰ ἀγράμματους ἡ ἱερὰ εἰκόνα,
διδάγματα ἔχει πολλὰ ποὺ μένουν στὸν αἰώνα.
Ἡ κάλαμος Δαμασκηνοῦ γιὰ τοὺς εἰκονομάχους,
ἤτανε ὅπλο ἰσχυρὸ ποὺ κέρδιζε τὴν μάχη.
Καὶ τὸν Κοσμᾶ τὸν εἴχενε πνευματικὸ ἀδελφό του,
τὸν εἶχε πάντα βοηθὸ καὶ ἦτανε στὸ πλευρό του.
Κι αὐτὸν τὸν χειροτόνησε τότε ὁ πατριάρχης,
ἐπίσκοπο τῆς Μαϊουμᾶ τὴν Ἐκκλησία νἄρχῃ.
Προσκύνησι ἐκήρυττε τῶν ἱερῶν εἰκόνων,
λατρεία ἐπιτρέπεται εἰς τὸν Θεὸν καὶ μόνον.
Στὴ γῆ ὁ Ὅσιος ἔζησε ἑκατὸν τέσσερα χρόνια,
κι ἐπῆγε στὸν παράδεισο, νὰ χαίρεται αἰώνια.
Ἦταν ὅταν κοιμήθηκε τέσσερις Δεκεμβρίου,
ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου.
Ἐδούλεψες γιὰ τὸ Χριστὸ Δαμασκηνὲ Ἰωάννη,
πληρώθηκε ὁ κόπος σου μὲ αἰώνιο στεφάνι.
|