Γεννήθηκε ὁ ἅγιος εἰς τὴν Καππαδοκία,
γονεῖς του ἦταν εὐγενεῖς σ᾿ ὅλη τὴν Καισαρεία.
Τὸν λέγανε Ἀμφιλόχιο τοῦ ἁγίου τὸν πατέρα,
Λιβύη ὀνομάζανε δική του τὴν μητέρα.
Γρηγόριον Ναζιανζοῦ εἶχε ἐξάδελφό του,
τὸν δὲ Μέγα Βασίλειο εἶχε διδάσκαλό του.
Ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος σὰν εἶχε μεγαλώσει,
ἦταν θεοφοβούμενος καὶ συνετὸς στὴ γνῶσι.
Ἐγκόσμια ἀπαρνήθηκε, πατρίδα, συγγενεῖς του,
σὲ ἔρημο σπήλαιο κατοικεῖ νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.
Ἐκεῖ ἀγρυπνοῦσε, νήστευε καὶ ὅλο προσευχόταν,
μὲ δάκρυα στὰ μάτια του χάμω στὴ γῆ κοιμόταν.
Μὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἄσκησι, ἔκτισε ἐκκλησία,
στὸ ὄνομα Ἀειπάρθενος καὶ Δέσποινα Μαρία.
Κάτοικοι τῶν περιοχῶν εἶδαν τὶς ἀρετές του,
κι ἔργα του θεάρεστα, γίνονται μαθητές του.
Ἄγγελος ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ μίλησε τοῦ ἁγίου,
νὰ πάῃ νὰ γίνῃ ἐπίσκοπος στὴν πόλι Ἰκονίου.
Φωνὴ ἀγγέλου ἄκουσε, δὲν εἶχε προθυμία,
δὲν ἤθελε νὰ φορτωθῇ τόση μεγάλη ἀξία.
Μὰ καὶ τὴ δεύτερη βραδιὰ ἀκούει ὁμιλία,
καὶ τότε ἐδυστρόπησε, εἶχε ἀμφιβολία.
Ἐνόμιζε τὶς δυὸ βραδιὲς πὼς ἤτανε ἀπάτη,
πὼς σατανᾶς τὸν πείραζε στὸν ὕπνο στὸ κρεβάτι.
Καὶ τρίτη νύκτα ἄγγελος λέγει· φωνὴ Κυρίου,
γιὰ νὰ πεισθοῦνε σίγουρα ὦτα Ἀμφιλοχίου.
Τοῦ εἶπε τότε νὰ δεχθῇ ἐπίσκοπος νὰ γίνῃ,
τοῦ Ἰκονίου τὸν λαὸν αὐτὸς νὰ διευθύνῃ.
Ἐπροσευχήθηκαν μαζί, πῆγαν στὴν ἐκκλησία,
μόνες οἱ πόρτες ἄνοιξαν κι εἶχε φωτοχυσία.
Ἦρθαν καὶ ἄλλοι ἄγγελοι, ἦν λευκοφορεμένοι,
τὸν Ἀμφιλόχιο ὁδηγοῦν στὸ ἱερὸ σὰν μπαίνῃ.
Ὅλοι προσευχηθήκανε μαζὶ τὴν ὥρα ἐκείνη,
στὸν ἅγιο τὴν χάρη του, ἅγιον πνεῦμα δίνει.
Εἰρήνη σοι, τοῦ εἴπανε, φύγαν τὴν ὥρα ἐκείνη,
ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος μόνος του εἶχε μείνει.
Θαύμασε τὰ παράδοξα, ἐκόπηκε ἡ μιλιά του,
ἐπροσευχότανε μὲ νοῦ νἀρθῇ στὰ σύγκαλά του.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ πῆγαν στὴν ἐκκλησία,
ὁ ἱερεὺς κι μοναχοὶ ποὺ εἶχαν λειτουργία.
Ἡ ἐκκλησία ἐγέμισε, ὁ κόσμος μαζεμένος,
κι ὁ ἅγιος ἀμίλητος, ἦταν γονατισμένος.
Φωτίσθηκε, σηκώθηκε, καὶ εἶχε θεία λάμψι,
ἐπῆραν τὴν εὐλογία του καὶ ἤτανε ἐντάξει.
Πῆγαν ἑπτὰ ἀρχιερεῖς νὰ τὸν χειροτονήσουν,
καὶ ἐπισκόπου τὶς εὐχὲς θέλησαν ν᾿ ἀρχίσουν.
Τότε τοὺς εἶπε ὁ ἅγιος, μὲ δίχως νὰ τὸ θέλῃ,
πῶς τὸν ἐχειροτόνησαν ἀγγέλοι κι ἀρχαγγέλοι.
Ἐμείνανε ἐκστατικοὶ τότε οἱ ἐπισκόποι,
τὴν ψῆφο καὶ εὐχὰς πολλὰς τοῦ ἔδωσαν κατόπιν.
Παρέλαβε σὲ Ἰκόνιον τότε τὴν Ἐκκλησία,
τὰ πρόβατα τὰ λογικὰ ποίμαινε μὲ σοφία.
Ὅταν ἐπήγαινε πεζὸς σὲ κάθε ἐκκλησία,
πόρτες ἀνοῖγαν μόνες τους, δίχως χειρονομία.
Κι ἐνῶ ἐπροσευχότανε μὲ προθυμία τόση,
ἄγγελο στέλνει ὁ Θεὸς νὰ τόνε δυναμώσῃ.
Αἱρετικὸς Εὐνόμιος τὸν μίσησε ἐτότες,
ποὺ ἄνοιγαν στὶς ἐκκλησιὲς μονάχες τους οἱ πόρτες.
Ἄρχισε μὲ Εὐνόμιο διάλογο μεγάλο,
γιὰ τὶς αἱρέσεις ἔλεγαν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο.
Τὸν ἐνίκησε ὁ ἅγιος, ποὺ εἶπε τὴν ἀλήθεια,
Εὐνόμιος στὸ στόμα του ἔλεγε παραμύθια.
Τοῦ εἶπε πῶς τοῦ βασιλιᾶ μήνυσι θὰ τοῦ κάνῃ,
μὰ τοὖρθε τότε πυρετός, κόντεψε νὰ πεθάνῃ.
Προσεύχεται ὁ ἅγιος, καὶ πάει στὸ παλάτι,
νὰ χαιρετήσῃ βασιλιά, καὶ νὰ τοῦ πεῖ καὶ κάτι.
«Χαίροις, μεγαλειότατε», λέγει στὸν βασιλέα,
ὁ γιός του ἦταν δεξιά, τοῦ ἔκανε παρέα.
Ἐκεῖ ποὺ ἦταν συντροφιά, καθότανε οἱ δύο,
ἐτότε εἶπε ὁ ἅγιος «χαίροις κι ἐσὺ παιδίον».
Ὀργίσθηκε ὁ βασιλιὰς ἔναντι τοῦ ἁγίου,
διὰ ἁπλὸν χαιρετισμὸν ποὺ ἔκανε τοῦ παιδίου.
Εἶπε πὼς περιφρόνησε ἅγιος τὸν υἱόν του
ποῦ φόραγε στολὴν λαμπρᾶν καὶ εἶν᾿ διάδοχός του.
Ἀτάραχος ὁ ἅγιος, ἀπάντησι τοῦ δίνει,
ποὺ τὸν ἐφώτισε ὁ Θεὸς εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.
Γιὰ ἐμένα ἀγανάκτησες, δὲν τίμησα υἱόν σου,
νὰ δώσω καὶ σ᾿ αὐτὸν τιμὲς ὅπως στὸν ἑαυτόν σου.
Ἄνθρωπος εἶσαι κι ἐσὺ μιὰ ἡμέρα θὰ πεθάνῃς,
γιατὶ ἐσὺ υἱὸν Θεοῦ μὲ τρόπο σου προσβάλλεις;
Ἐκεῖνος ἦν ἀθάνατος, οἱ ἀσεβεῖς τὸν βρίζουν,
ὡς ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ δὲν τὸν χαρακτηρίζουν.
Ἐθύμωσε ὁ βασιλιάς, ἀδιάντροπε καὶ γέρο,
φύγε ἀπὸ τὰ μάτια μου, δὲν θέλω νὰ σὲ ξέρω!
Μὲ εἶπες, τοῦ εἶπε, ἀδιάντροπο γέρο μὰ καὶ σκύλο
καὶ τώρα γιὰ ἀπάντησι θέλω νὰ σ᾿ ἀπαγγείλω.
Ὁ λύκος ὅταν ἔρχεται εἰς τὸ μαντρὶ τὸ βράδυ,
ὁ σκύλος κάνει ἐπίθεσι νὰ σώσῃ τὸ κοπάδι.
Γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ αἱρετικοὺς γαυγίζω καὶ δαγκώνω,
καὶ τὴν ἀλήθεια γιὰ Θεὸν αὐτὴ θὰ λέω μόνο.
Τὰ συνετὰ σὰν ἄκουσε ὁ βασιλιὰς τ᾿ ἁγίου,
ἐθαύμασε τὰ ἔξυπνα λόγια τοῦ Ἀμφιλοχίου.
Ἐτότε καταπράϋνε, ἔπαψε ὁ θυμός του,
καὶ ἐφίλησε τὸν ἅγιον νὰ δείξῃ σεβασμό του.
Διέταξε ὁ βασιλιὰς ὅλους τοὺς στρατιῶτες,
νὰ δείρουνε ἀλύπητα αἱρετικοὺς ἐτότες.
Τὸν ἀρχηγὸ Εὐνόμιον κακὰ τὸν εἶχαν δείρει,
τοὺς ἔβλεπαν οἱ χριστιανοὶ καὶ εἶχαν πανυγήρι.
Ὁ βασιλιὰς Θεοδόσιος μετὰ τὴν τιμωρία
στὸν ἅγιον ἐπρότεινε διὰ φιλοξενία.
Ἐδέχθηκε ὁ ἅγιος κι ἐπῆγε στὸ παλάτι,
κάθισε ἡμέρες ἀρκετές, τότε τοῦ εἶπε κάτι.
Πῶς ὁ βοσκὸς τὰ πρόβατα ὀφείλει νὰ ποιμαίνῃ,
καὶ νὰ τοῦ δώσῃ ὁ βασιλιὰς ἄδεια νὰ πηγαίνῃ.
Τοῦ εἶπε ὁ Θεοδόσιος, χάρες νὰ τοῦ ζητήσῃ
τοῦ εἶπε στὸ Ἰκόνιο δυὸ ἐκκλησιὲς νὰ κτίσῃ
τοῦ Ἰωάννου Βαπτιστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ Σοφίας.
Τὶς ἔκτισε ὁ βασιλιὰς τὰς δύο ἐκκλησίας.
Ἐπῆγε καὶ στὴν κοίμησι Μεγάλου Βασιλείου,
τοῦ ἔγραψε καὶ ἐγκώμιον χείρα Ἀμφιλοχίου.
Ἔφυγε ἀγωνιζόμενος ἀπ᾿ τὴν ζωὴ ἐτούτη,
κι ἐπῆγε στὸν παράδεισο νὰ ἀπολαύσῃ πλούτη.
Ἔκανε θαύματα πολλὰ μετὰ τὸν θάνατό του,
σὲ ὅσους ἐτιμούσανε πιστῶς τὸ λείψανό του.
Τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ ἅγιο Βασίλη
στὴν ἔρημο ἀσκήτευαν, ἤτανε πρῶτα φίλοι.
Ἤτανε ἐπιστήμονας εἰς τοῦ Χριστοῦ παιδεία,
ἔγραψε εἰς τὸν βίον τοῦ Χριστοῦ τὴν ὁμιλία.
Εἴκοσι τρεῖς ἦν τοῦ μηνὸς ἐτότε Νοεμβρίου,
ποὺ ἔγινε ἡ κοίμησις ἁγίου Ἀμφιλοχίου.
Ἅγιε Ἀμφιλόχιε, προσεύχου καὶ γιὰ ἐμένα,
ποὺ ἔγραψα ἕνα δίλεπτο μὲ τὴν πτωχή μου πέννα.
|