17 Νοεμβρίου
Ὁ ἅγιος γεννήθηκε στὴν Νεοκαισαρεία, Γονεῖς του ἦσαν εὐγενεῖς μέσα στὴν πολιτεία, Ἐσπούδασε τὰ γράμματα σὲ νέα ἡλικία, Στὰ χρόνια δέκα τέσσερα ἔχασε τὸν πατέρα, Στὴν Βηρυττὸ ἐσπούδασαν μαζὶ μὲ ἀδελφό του, Ἠσπάσθησαν χριστιανισμὸ μαζὶ μὲ ἀδελφό του, Ἡ πίστις του γιὰ τὸ Χριστὸ παρέμεινε ἀκμαία, Τοῦ ἔμπλεξαν οἱ φίλοι του φωνὴ συκοφαντία, Καὶ τὴν γυναίκα ἔστειλαν λεπτὰ νὰ τοῦ ζητήσῃ, Τὴν ἐτάραζε ὁ δαίμονας ποὺ χρήματα εἶχε πάρει, Τὴν ἐλυπήθη ὁ ἅγιος, κάνει τὴν προσευχή του, Ἐπέστρεψε τὰ χρήματα ἀπ᾿ τὴν συκοφαντία, Ὁ Ὠριγένης τοῦ ᾿μαθε μὲ μία συμβουλή του, Γρηγόριος εὐχαριστεῖ τότε τὸν Ὠριγένη, Στράφηκε στὴν πατρίδα του τὴν Νέα Καισαρεία, Πωλεῖ περιουσία του, τὰ δίνει σ᾿ ἐκκλησία, Μητροπολίτης ποὺ εἶν᾿ ἐκεῖ Γρηγόριου παρέα, Γρηγόριος σὰν τἄκουσε στὴν ἔρημο πηγαίνει, Στέλνει ἀνθρώπους, τὸν ζητοῦν, νὰ ἔλθῃ στὴν πατρίδα, Μητροπολίτης Φαίδιμος στὴν Νεοκαισαρεία, Ἀφοῦ εἶδε τὸν Γρηγόριο πῶς ζεῖ στὴν ἐρημία, Δὲν εἶχαν καθιερωθεῖ οἱ ἱεροὶ κανόνες, Καὶ γράμμα τότε τοῦ ἔστειλε γιὰ τὴ χειροτονία, Τοῦ ἔγραφε ἂν ἀρνηθῇ πῶς θὰ λογοδοτήσῃ, Κατάλαβεν ὁ ἅγιος σὰν ἔλαβε τὸ γράμμα, Δέχτηκε τὸ ἀξίωμα ἐν πλήρει ταπεινώσει Ἐκεῖ ποὺ προσευχότανε, εἶδε μιὰν ὀπτασία, Ὁ Θεολόγος ἤτανε, μὰ καὶ ἡ Παναγία, Ἐτότε φεύγει κι ἔρχεται στὴ Νεοκαισαρεία, Μόνο δέκα ἑπτὰ ψυχὲς ἤτανε ὅλοι, ὅλοι, Κι ὅμως δὲν τὸ ἐθεώρησε καθόλου προσβολή του, Στὸ δρόμο ποὺ ἐπήγαινε βροχὴ τὸν εἶχε πιάσει, Σ᾿ αὐτὸν εἰδώλων τὸν ναὸν ὑπῆρχε καὶ Πυθία, Ὅλη τὴν νύκτα ὁ ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του, Οἱ δαίμονες φοβήθηκαν τὴν προσευχὴ τὸ βράδυ, Οἱ ἱερεῖς τοὺς φώναζαν, μὰ τοὺς εἶχαν ἀπαντήσει, Εἰδωλολάτρης ἱερεὺς ἅγιο συναντάει, Γιὰ νὰ τοῦ δείξῃ ὁ ἅγιος πὼς ἔχει ἐξουσία, Τρέχει ἀμέσως ὁ ἱερεύς, Γρηγόριο προφθάνει, Τὸν κατηχεῖ, τὸν βάπτισε καὶ κάθισε μαζί του, Εἰδωλολάτρες βλέπανε θαύματα τοῦ ἁγίου, Κτίζουν οἱ νεοφώτιστοι δική τους ἐκκλησία, Εἴδωλα τότε ἐγκρέμισαν κι ἔγιναν κομμάτια, Χειροτονεῖ στὰ Κόμανα ἄνθρωπο καρβουνιάρη, Ὁ ἅγιος τὸν ἐξέτασε, γνώρισε τὴν ψυχή του, Δύο ἑβραῖοι θέλησαν νὰ τόνε περιπαίξουν, Ὁ ἕνας πέφτει εἰς τὴν γῆ, δῆθεν ἀποθαμένος, Ἐπέρασε ὁ ἅγιος, εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη, Σὰν ἔφυγε ὁ ἅγιος, σκουντᾶ τὸν σύντροφό του, Ὁ σύντροφος ἦταν νεκρός, δὲν δίνει σημασία, Ἐτότε ἐκατάλαβε αὐτὸς ποὺ εἶχε ζήσει, Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα ἁγίου Γρηγορίου, Ἕνα παιδὶ ἐθεράπευσε, ἦταν δαιμονισμένο, Ὁ ἅγιος τὸ σταύρωσε μὲ ὠμοφόριό του, Σὲ πόλι μιᾶς περιοχῆς εἴχανε συνηθίσει, Τραγούδια λέγαν ἄσεμνα καὶ ὅλοι βλασφημοῦσαν, Καὶ τοὺς ἐκαταράστηκε γι᾿ αὐτὴν τὴν ἁμαρτία, Ἐτότε ἐκατάλαβαν ποιὰ ἦταν ἡ αἰτία, Ἐγύριζε ὁ ἅγιος τὰ σπίτια τους κατόπιν, Ἐργάσθηκε πολὺ σκληρὰ στὴν Νεοκαισαρεία, Χριστιανοὺς δέκα ἑπτὰ βρῆκε σὰν εἶχε ἀρχίσει, Καὶ τόσους εἰς τὸν ἀριθμό, στὰ εἴδωλα ἀφῆκε, Μεγάλη ἱεραποστολὴ ἡ ἰδική του δράση, Δυὸ ἀδέλφια διαφορὰ εἴχανε γιὰ μιὰ λίμνη, Ὁ κάθε ἕνας ἔλεγε· ἡ λίμνη εἶν᾿ δικιά του, Ὁ ἅγιος σὰν τἄκουσε τοὺς σύστησε εἰρήνη, Ἑτοιμαζόταν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσουνε καὶ μάχη, Ὁ ἅγιος σὰν τ᾿ ἄκουσε στὴ λίμνη εἶχε πάει, Τὴν νύκτα προσευχήθηκε καὶ τὸ πρωὶ πρὶν φέξῃ, Τὰ ἀδέλφια ὅταν εἴδανε τοῦ ἁγίου τὸ θαῦμα, Πρίν κοιμηθῇ ὁ ἅγιος, προεῖδε θάνατό του, Καὶ πάλι κάνει προσευχὴ διὰ τὸ ποίμνιόν του, Σὲ ξένο μνῆμα νὰ ταφῇ εἶπε στὸν κληρικό του, Ἕνα ποθοῦσε στὴ ζωὴ πτωχότατος νὰ γίνῃ, Τὸ ὄνομα «θαυματουργός» ἔδωσαν τοῦ ἁγίου, Δεκάτη ἑβδόμη τὸν τιμᾶ τοῦ μήνα Νοεμβρίου, Ὦ ἅγιε Γρηγόριε, γρηγόρισε τὸν νοῦ μας, |