Ἅγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας

17 Νοεμβρίου

Ὁ ἅγιος γεννήθηκε στὴν Νεοκαισαρεία,
ἀνήκει ἡ περιφέρεια εἰς τὴν Καππαδοκία.

Γονεῖς του ἦσαν εὐγενεῖς μέσα στὴν πολιτεία,
μὰ δυστυχῶς πιστεύανε στὴν εἰδωλολατρία.

Ἐσπούδασε τὰ γράμματα σὲ νέα ἡλικία,
νὰ γίνῃ ἐπιστήμονας εἶχε ἐπιθυμία.

Στὰ χρόνια δέκα τέσσερα ἔχασε τὸν πατέρα,
καὶ τὴν θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ἐσκέφτηκε μιὰ ἡμέρα.

Στὴν Βηρυττὸ ἐσπούδασαν μαζὶ μὲ ἀδελφό του,
λεγόταν Ἀθηνόδωρος, τὸν εἶχε βοηθό του.

Ἠσπάσθησαν χριστιανισμὸ μαζὶ μὲ ἀδελφό του,
τὸν Ὠριγένη τὸν Σοφὸν εἶχαν διδάσκαλό τους.

Ἡ πίστις του γιὰ τὸ Χριστὸ παρέμεινε ἀκμαία,
τὸν φθόνησαν οἱ μαθηταὶ ποὺ ἔκανε παρέα.

Τοῦ ἔμπλεξαν οἱ φίλοι του φωνὴ συκοφαντία,
πὼς μὲ γυναίκα ἁμαρτωλὴ ἔκανε ἁμαρτία.

Καὶ τὴν γυναίκα ἔστειλαν λεπτὰ νὰ τοῦ ζητήσῃ,
τὴν πλήρωσε ὁ Γρηγόριος, κι αὐτὴ ἐδαιμονίσθη.

Τὴν ἐτάραζε ὁ δαίμονας ποὺ χρήματα εἶχε πάρει,
ἦταν ἁγνὸς ὁ ἅγιος, ἀθῶο παλικάρι.

Τὴν ἐλυπήθη ὁ ἅγιος, κάνει τὴν προσευχή του,
κι ἔφυγε τὸ δαιμόνιο κι ἐπῆγε στὴν ὀργή του.

Ἐπέστρεψε τὰ χρήματα ἀπ᾿ τὴν συκοφαντία,
εὐχαριστεῖ τὸν ἅγιον διὰ τὴν σωτηρία.

Ὁ Ὠριγένης τοῦ ᾿μαθε μὲ μία συμβουλή του,
μαζὶ μὲ τὴ μελέτη του νὰ κάνῃ προσευχή του.

Γρηγόριος εὐχαριστεῖ τότε τὸν Ὠριγένη,
ποὺ στὴν θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ὡδήγησε νὰ μένῃ.

Στράφηκε στὴν πατρίδα του τὴν Νέα Καισαρεία,
καὶ εἶχε ζῆλο ἅγιο καὶ τοῦ Θεοῦ παιδεία.

Πωλεῖ περιουσία του, τὰ δίνει σ᾿ ἐκκλησία,
νὰ τὰ μοιράσῃ στοὺς πτωχοὺς ποὺ εἶχαν ἀσιτία.

Μητροπολίτης ποὺ εἶν᾿ ἐκεῖ Γρηγόριου παρέα,
τοῦ μήνυσε στὸν τόπο αὐτὸ νὰ τὸν κάνῃ ἀρχιερέα.

Γρηγόριος σὰν τἄκουσε στὴν ἔρημο πηγαίνει,
δὲν θέλει δόξες καὶ τιμές, στὸν τόπο του νὰ μένῃ.

Στέλνει ἀνθρώπους, τὸν ζητοῦν, νὰ ἔλθῃ στὴν πατρίδα,
καὶ πιὸ πολὺ στὴν ἔρημο ἔφυγε σὰν ἀκρίδα.

Μητροπολίτης Φαίδιμος στὴν Νεοκαισαρεία,
ἤθελε τὸν Γρηγόριο νὰ βόσκῃ τὰ ἀρνία.

Ἀφοῦ εἶδε τὸν Γρηγόριο πῶς ζεῖ στὴν ἐρημία,
τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο τότε ἐν ἀπουσίᾳ.

Δὲν εἶχαν καθιερωθεῖ οἱ ἱεροὶ κανόνες,
καὶ θεωρήθηκε σωστὸ γιὰ ἐκείνους τοὺς αἰῶνες.

Καὶ γράμμα τότε τοῦ ἔστειλε γιὰ τὴ χειροτονία,
καὶ νὰ ποιμάνῃ τὸν λαὸν τοῦ ἔκανε συμφωνία.

Τοῦ ἔγραφε ἂν ἀρνηθῇ πῶς θὰ λογοδοτήσῃ,
ὅταν θὰ ἔλθῃ ὁ Χριστὸς εἰς τὴν δικαίαν κρίσι.

Κατάλαβεν ὁ ἅγιος σὰν ἔλαβε τὸ γράμμα,
πῶς ἤτανε ἀπ᾿ τὸν Θεὸν κι ἐδέχτηκε τὸ θαῦμα.

Δέχτηκε τὸ ἀξίωμα ἐν πλήρει ταπεινώσει
μὰ ἀγρυπνοῦσε στὸν Θεὸν νὰ τοῦ τὸ φανερώσῃ.

Ἐκεῖ ποὺ προσευχότανε, εἶδε μιὰν ὀπτασία,
μήνυμα στέλνει ὁ Θεὸς μὴν ἔχῃ ἀμφιβολία.

Ὁ Θεολόγος ἤτανε, μὰ καὶ ἡ Παναγία,
τοὖπαν πὼς ἦταν ἔγκυρος θεία χειροτονία.

Ἐτότε φεύγει κι ἔρχεται στὴ Νεοκαισαρεία,
ἡ πόλις ἤτανε σχεδὸν σὲ εἰδωλολατρία.

Μόνο δέκα ἑπτὰ ψυχὲς ἤτανε ὅλοι, ὅλοι,
οἱ χριστιανοὶ ποὺ εὑρίσκονταν μέσ᾿ στὴ μεγάλη πόλι.

Κι ὅμως δὲν τὸ ἐθεώρησε καθόλου προσβολή του,
μόνο δέκα ἑπτὰ ψυχὲς νὰ ἔχῃ τὸ μαντρί του.

Στὸ δρόμο ποὺ ἐπήγαινε βροχὴ τὸν εἶχε πιάσει,
μπῆκε σ᾿ ἕνα ἐδώλιο ἐκεῖ νὰ ξαποστάσῃ.

Σ᾿ αὐτὸν εἰδώλων τὸν ναὸν ὑπῆρχε καὶ Πυθία,
τὴν ἐρωτοῦσαν ἱερεῖς γιὰ εἰδωλολατρία.

Ὅλη τὴν νύκτα ὁ ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του,
μαζὶ κι ἡ συνοδεία του ποὺ ἤτανε μαζί του.

Οἱ δαίμονες φοβήθηκαν τὴν προσευχὴ τὸ βράδυ,
τρέμοντας ὅλοι φύγανε στῆς νύκτας τὸ σκοτάδι.

Οἱ ἱερεῖς τοὺς φώναζαν, μὰ τοὺς εἶχαν ἀπαντήσει,
Γρηγόριος μᾶς ἔδιωξε καὶ βρήκανε τὴ λύσι.

Εἰδωλολάτρης ἱερεὺς ἅγιο συναντάει,
τὸν φοβερίζει στὶς ἀρχὲς δεμένο θὰ τὸν πάῃ.

Γιὰ νὰ τοῦ δείξῃ ὁ ἅγιος πὼς ἔχει ἐξουσία,
ἄφησε πάλι σατανᾶ σ᾿ αὐτὴ τὴν κατοικία.

Τρέχει ἀμέσως ὁ ἱερεύς, Γρηγόριο προφθάνει,
θέλει νὰ μάθῃ γιὰ Χριστό, ὅμως προτοῦ πεθάνῃ.

Τὸν κατηχεῖ, τὸν βάπτισε καὶ κάθισε μαζί του,
τὸν εἶχε συνεργάτη του ἀλλὰ καὶ μαθητή του.

Εἰδωλολάτρες βλέπανε θαύματα τοῦ ἁγίου,
κι ἔγιναν ὅλοι χριστιανοὶ στὴν μάνδρα τοῦ Κυρίου.

Κτίζουν οἱ νεοφώτιστοι δική τους ἐκκλησία,
σὲ λίγο γίνεται σεισμὸς μέσα στὴν πολιτεία.

Εἴδωλα τότε ἐγκρέμισαν κι ἔγιναν κομμάτια,
ἡ ἐκκλησία ἄθικτη τὴν κοίταζαν τὰ μάτια.

Χειροτονεῖ στὰ Κόμανα ἄνθρωπο καρβουνιάρη,
ἐπίσκοπο τὸν ἔκανε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι.

Ὁ ἅγιος τὸν ἐξέτασε, γνώρισε τὴν ψυχή του,
στὸν κόσμο τότε κήρυξε θεία διαγωγή του.

Δύο ἑβραῖοι θέλησαν νὰ τόνε περιπαίξουν,
στὸ δρόμο ποὺ ἐβάδιζε νὰ τὸν κοροϊδεύσουν.

Ὁ ἕνας πέφτει εἰς τὴν γῆ, δῆθεν ἀποθαμένος,
ὁ ἄλλος ἀπὸ πάνω του ἔκλαιγε λυπημένος.

Ἐπέρασε ὁ ἅγιος, εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
τοῦ ἐζήτησε ἕνα ροῦχο του, ἱμάτιο τοῦ δίνει.

Σὰν ἔφυγε ὁ ἅγιος, σκουντᾶ τὸν σύντροφό του,
μὲ πονηριὰ ποὺ πήρανε ξένου ἱμάτιό του.

Ὁ σύντροφος ἦταν νεκρός, δὲν δίνει σημασία,
τὸν ἅγιον ποὺ γέλασαν κι δυὸ κοροϊδία.

Ἐτότε ἐκατάλαβε αὐτὸς ποὺ εἶχε ζήσει,
πὼς στὴν ζωὴ τοὺς κληρικοὺς ποτὲ μὴν ἐνοχλήσῃ.

Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα ἁγίου Γρηγορίου,
ἀῤῥώστους ἐθεράπευε μὲ χάρι τοῦ Κυρίου.

Ἕνα παιδὶ ἐθεράπευσε, ἦταν δαιμονισμένο,
ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαζε τὸ καημένο.

Ὁ ἅγιος τὸ σταύρωσε μὲ ὠμοφόριό του,
κι ἔφυγε ὁ σατανᾶς ἀπὸ τὸ πρόσωπό του.

Σὲ πόλι μιᾶς περιοχῆς εἴχανε συνηθίσει,
ὅτε εἶχαν γιορτὴ νὰ κάνουν κακιὰ χρῶσι.

Τραγούδια λέγαν ἄσεμνα καὶ ὅλοι βλασφημοῦσαν,
καὶ τοῦ ἁγίου τὰ αὐτιὰ πολὺ στεναχωροῦσαν.

Καὶ τοὺς ἐκαταράστηκε γι᾿ αὐτὴν τὴν ἁμαρτία,
ἔπεσε τότε ἀσθένεια καὶ συνεχὴς κηδεία.

Ἐτότε ἐκατάλαβαν ποιὰ ἦταν ἡ αἰτία,
τὸν ἅγιον παρακαλοῦν νὰ κάνῃ ἱκεσία.

Ἐγύριζε ὁ ἅγιος τὰ σπίτια τους κατόπιν,
ἔφευγε ἡ ἀσθένεια γλυτώνουν οἱ ἀνθρῶποι.

Ἐργάσθηκε πολὺ σκληρὰ στὴν Νεοκαισαρεία,
νὰ ἐπιστρέψουν ἄνθρωποι εἰς τὴν Χριστοῦ θρησκεία.

Χριστιανοὺς δέκα ἑπτὰ βρῆκε σὰν εἶχε ἀρχίσει,
μέσ᾿ στὴν Νεοκαισάρεια ποὺ εἶχε λειτουργήσει.

Καὶ τόσους εἰς τὸν ἀριθμό, στὰ εἴδωλα ἀφῆκε,
ὅταν ἀπὸ τὸ σῶμα του ψυχὴ ἁγία βγῆκε.

Μεγάλη ἱεραποστολὴ ἡ ἰδική του δράση,
ὁ κόσμος ὁ χριστιανικὸς δὲν θὰ τὸν ξεχάσῃ.

Δυὸ ἀδέλφια διαφορὰ εἴχανε γιὰ μιὰ λίμνη,
ἐπῆγαν εἰς τὸν ἅγιον ἐκεῖνος νὰ τοὺς κρίνῃ.

Ὁ κάθε ἕνας ἔλεγε· ἡ λίμνη εἶν᾿ δικιά του,
ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μίσησε γιὰ τὰ συμφέροντά του.

Ὁ ἅγιος σὰν τἄκουσε τοὺς σύστησε εἰρήνη,
αὐτοὶ ἐξαγριώθηκαν, θηρία εἶχαν γίνει.

Ἑτοιμαζόταν πόλεμο ν᾿ ἀρχίσουνε καὶ μάχη,
μὲ δίχως τότε τοῦ Θεοῦ ὁ φόβος νὰ ὑπάρχει.

Ὁ ἅγιος σὰν τ᾿ ἄκουσε στὴ λίμνη εἶχε πάει,
γονάτισε, προσεύχεται, Θεὸν παρακαλάει.

Τὴν νύκτα προσευχήθηκε καὶ τὸ πρωὶ πρὶν φέξῃ,
ἡ λίμνη ἔμεινε ξερὴ σὰν νὰ μὴν εἶχε βρέξει.

Τὰ ἀδέλφια ὅταν εἴδανε τοῦ ἁγίου τὸ θαῦμα,
τότε μαζὶ εἰρηνικὰ ἐζήσανε ἀντάμα.

Πρίν κοιμηθῇ ὁ ἅγιος, προεῖδε θάνατό του,
μετὰ ἀπὸ τὸν κόπο του καὶ μόχθων ἰδικῶν του.

Καὶ πάλι κάνει προσευχὴ διὰ τὸ ποίμνιόν του,
νὰ ζήσουνε θεάρεστα σὰν βίον ἰδικόν του.

Σὲ ξένο μνῆμα νὰ ταφῇ εἶπε στὸν κληρικό του,
γιατὶ στὴ γῆ δὲν εἴχενε ποτὲ πράγμα δικό του.

Ἕνα ποθοῦσε στὴ ζωὴ πτωχότατος νὰ γίνῃ,
καὶ τοῦ τὸ χάρισε ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀκτημοσύνη.

Τὸ ὄνομα «θαυματουργός» ἔδωσαν τοῦ ἁγίου,
ποὺ οἱ πατέρες θαύμαζαν τὸν βίον Γρηγορίου.

Δεκάτη ἑβδόμη τὸν τιμᾶ τοῦ μήνα Νοεμβρίου,
ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου.

Ὦ ἅγιε Γρηγόριε, γρηγόρισε τὸν νοῦ μας,
νὰ κάνομε τὸ θέλημα Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας.