Ὁ Φίλιππος γεννήθηκε εἰς Βηθσαϊδᾶ τὴν πόλι,
Πέτρος κι Ἀνδρέας ἤτανε καὶ συμπολῖτες ὅλοι.
Ζῆλο εἶχε στὰ γράμματα, στὴν ἱερὰ θρησκεία,
καὶ Διαθήκης Παλαιᾶς διάβαζε ἱστορία.
Διάβαζε γιὰ τὸν Κύριο στὴ γῆ ἐδῶ θὰ ζήσῃ
καὶ ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ τόνε συναντήσῃ.
Γι᾿ αὐτὸ σὲ ὅλη τὴ ζωὴ τότε ἔμεινε παρθένος,
καὶ στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἦτο ἀφιερωμένος.
Εἰς Γαλιλαία ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν βάπτισί του
προσκάλεσε τὸν Φίλιππο γιὰ μαθητὴ μαζί του.
Δέχθηκε τότε ὁ Φίλιππος νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ,
ποὺ τὸν Θεάνθρωπον Χριστὸν τότε εἶχε γνωρίσει.
Τρέχει εἰς τὸν Ναθαναήλ, τὸ νέο νὰ ἀναγγείλῃ,
ποὺ ἤτανε συγχωριανοὶ ἀχώριστοι καὶ φίλοι.
Γνώρισε κι ὁ Ναθαναὴλ κι αὐτὸς διδάσκαλό του,
τὸν κάλεσε γιὰ μαθητή, κάθησε στὸ πλευρό του.
Μετὰ ἀπὸ Πεντηκοστὴ κλῆρο οἱ Ἀποστόλοι
ἔβαλαν νὰ κηρύξουνε στὴν γῆ ἐτότε ὅλοι.
Κλῆρος πέφτει στὸν Φίλιππο νὰ πάῃ στὴν Ἀσία,
γιὰ νὰ κηρύξῃ τοῦ Χριστοῦ ἀληθινὴ θρησκεία.
Πολλοὶ πιστεῦσαν στὸν Χριστὸ μὲ θεῖο κήρυγμά του,
χειροτονοῦσε κληρικοὺς ἐκεῖ στὸ πέρασμά του.
Τὰ εἴδωλα ἀφάνιζε καὶ ἔκτιζε ἐκκλησία,
καὶ Μαριάμνη ἀδελφὴ εἶχεν ὑπηρεσία.
Εἶχε καὶ τὸν Ἀπόστολο πιστὸ Βαρθολομαῖο,
πάντα στὴν συνοδεία του, ἀκούραστο καὶ νέο.
Εἰς τὰς μετακινήσῃς του αὐτοὶ τὸν ἐβοηθοῦσαν,
μὰ οἱ εἰδωλολάτρες, ἄπιστοι, τοὺς ἐλιθοβολοῦσαν.
Λίγα θὰ ἀναφέρουμε γιὰ βάσανα Φιλίππου,
καὶ ἀπὸ ἔργα θαυμαστὰ ποὺ ἔκανε περίπου.
Ἡ Μαριάμνη ἀδελφὴ μὲ τὸν Βαρθολομαῖο
τὸν Φίλιππο ἀκολουθοῦν σὲ κήρυγμα σπουδαῖο.
Στὶς πόλεις ποὺ ἐκήρυτταν πῆγαν καὶ στὴν Λυδία,
τὸν Θεολόγον συναντοῦν εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσία.
Στὴν Ἀζωτίδα ἔφθασε μαζὶ μὲ συνοδεία,
καὶ σ᾿ ἕνα σπίτι οἱ χριστιανοὶ δίνουν φιλοξενία.
Στὸ σπίτι κόρη ἦτο ἄῤῥωστη στὸ μάτι τὸ δικό της
ἐπίστεψαν εἰς τὸν Χριστὸν κι ἔγινε καλὰ τὸ φῶς της.
Σὲ ἄλλο σπίτι ἔφθασε, ἄκουσαν κήρυγμά του,
ὁ ἄρχοντας βαπτίστηκε κι ἡ οἰκογένειά του.
Τὸν πολεμοῦσε ὁ σατανᾶς γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσῃ,
καὶ ἄνθρωποι στὸν ἔπαρχο τὸν εἴχανε προδώσει.
Καὶ τότε τὸν συνέλαβαν, τὸν πήγανε μπροστά του,
τοῦ Ἀποστόλου τράβαγε ἔπαρχος τὰ μαλλιά του.
Καὶ τότε ὁ Ἀπόστολος γιὰ νὰ τὸν σωφρονίσῃ,
μὲ δύναμι εἰς τὸν Θεὸν εὐχὴ εἶχε ἀρχίσει.
Γιὰ νὰ παραδειγματισθοῦν ἡ χάρις σου τὸ ξέρει,
παράλυσε παρακαλῶ τοῦ ἔπαρχου τὸ χέρι.
Τέλειωσε τὴν προσευχὴ ἔγινε ὁ λόγος πράξι,
κι ἔπαρχος ἀῤῥώστησε, δὲν ἤτανε ἐντάξει.
Τυφλώθηκε τὸ μάτι του, κουφάθηκαν τ᾿ αὐτιά του,
ξεράθηκε τὸ χέρι του, σταμάτησε ἡ μιλιά του.
Ἄνθρωποι ποὺ τὰ βλέπανε ἐμπήκανε στὴ μέση,
παρακαλοῦν τὸν ἅγιον νὰ τοῦ τὸ συγχωρέσῃ.
Ὁ ἅγιος τοὺς ἁπαντᾶ πὼς πρέπει νὰ πιστέψουν
εἰς τὸν Ἀληθινὸν Θεὸν γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσουν.
Τὴν ὥρα ἐκείνη πέρναγε ἀπ᾿ ἔξω μιὰ κηδεία
καὶ φίλοι τοῦ Ἀρίσταρχου λένε μὲ εἰρωνεία.
Ἄν ἀναστήσῃς τὸν νεκρὸ καὶ ζωντανὸ τὸν δοῦμε,
τότε δικό σου τὸν Θεὸν ὅλοι θὰ προσκυνοῦμε.
Μὲ πίστι τότε φλογερὰ κάνει τὴν προσευχή του
καὶ ἐπρόσταξε τότε τὸν νεκρὸ νὰ ἀκούσῃ τὴν φωνή του.
Θεόφιλε, νὰ σηκωθῇς, Θεὸς σὲ διατάζει,
καὶ ἀνεστήθη ὁ νεκρὸς καὶ ὁ κόσμος τὸν θαυμάζει.
Τότε μιλάει ὁ νεκρὸς στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Ἀποστόλου,
στὴν κόλαση τὸν πήγαιναν ὄργανα τοῦ διαβόλου.
Σ᾿ εὐχαριστῶ, ποὔμουν τυφλός, δὲν ἤξερα ἀλήθεια,
εἰδωλολάτρης ἤμουνα, ψευτιὲς καὶ παραμύθια.
Μεγάλη ἔλαβε χαρὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη,
ποὺ εἶδε φῶς οὐράνιο εἰς τὴν χριστιανοσύνη.
Τότε πίστεψαν στὸν Χριστὸν χωρὶς ἀμφιβολία,
ποὺ εἴδανε τὰ μάτια τους ἀληθινὴ θρησκεία.
Καὶ τότε τοῦ Ἀρίσταρχου ἐσταύρωσε τὸ χέρι,
τὸν ἐλυπήθηκε ὁ ἅγιος γιατὶ εἶχε ὑποφέρει.
Ἐδώσανε στὸν ἅγιο ἄγαλμα ποὖχαν σπάσει
δώδεκα ψεύτικους θεοὺς στὴν φτώχεια νὰ μοιράσῃ.
Καὶ τότε ἀνεχώρησε στὰ μέρη τῆς Φρυγίας,
ποὺ προσκυνοῦσαν γιὰ Θεὸ τὰ ἅγια θηρία.
Ἐκεῖ τιμοῦσαν μιὰν «ὀχιά»· μὲ προσευχὴ ἁγίου
ἀμέσως ἔμεινε νεκρὸ τὸ σῶμα τοῦ θηρίου.
Τοὺς μίλησε γιὰ τὸν Χριστόν, πολλοὺς ἔχει βαπτίσει,
πρεσβύτερους κι ἀρχιερεῖς εἶχε χειροτονήσει.
Ἄπιστοι τοὺς συνέλαβαν καὶ τὸν Βαρθολομαῖο
καὶ Μαριάμνη ἀδελφὴ στὴν συντροφιὰ τῶν νέων.
Βαρθολομαῖο κρέμασαν, Φίλιππο ἐσταυρῶσαν,
ἡ Μαριάμνη ἔπασχε στὰ βάσανα τὰ τόσα.
Γίνηκε ἔξαφνα σεισμός, τότε μετανοοῦσαν,
κατάλαβαν τὸ λάθος τους, βοήθεια ἐζητοῦσαν.
Μὲ δάκρυα παρακαλοῦν τώρα τοὺς Ἀποστόλους,
ζητοῦν νὰ τοὺς εὐσπλαχνιστοῦν καὶ συγχωρέσαν ὅλους.
Τότε ἐξεκρέμασαν καὶ τὸ Βαρθολομαῖο
καὶ στὸν Χριστὸν ἐπίστεψαν μὲ φρόνημα γενναῖο.
Θέλησαν καὶ τὸν Φίλιππο ἀπ᾿ τὸν σταυρὸ νὰ βγάλουν,
μὰ τοὺς τὸ ἀπαγόρευσε τὸ στόμα τοῦ δασκάλου.
Δεήθηκε στὸν Κύριο νὰ τοὺς τὸ συγχωρέσῃ
κι ἔφυγε τότε ἡ ψυχὴ ποὺ στὸν Χριστὸν ἀρέσει.
Ἡ Μαριάμνη ἀδελφὴ μὲ τὸν Βαρθολομαῖο
τὸ λείψανό του ἔθαψαν τὸ τίμιον κι ὡραῖο.
Δεκάτη τετάρτη ἤτανε μηνὸς τοῦ Νοεμβρίου,
τότε ποὺ ἐσταυρώθηκε γιὰ χάρι τοῦ Κυρίου.
Ἅγιε Φίλιππε Ἀπόστολε καὶ Μάρτυς τοῦ Κυρίου,
ζήτα γιὰ ἐμᾶς συγχώρησι Θεοῦ ἐπουρανίου.
|