Ἔζησεν ὁ Ἅγιος κι ἐμαρτύρησε στὴν Ῥώμη,
ποὺ Ἀντωνίνος βασιλιὰς βασίλευεν ἀκόμη.
Εἰς τὸν ρωμαϊκὸν στρατὸν ἐκεῖ ὑπηρετοῦσε,
τὸν στείλανε στὴν Δαμασκό, ἀνθρώπους κατηχοῦσε.
Δυνάμωνε τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἦσαν σὲ κάθε σπίτι,
κι εἰδωλολάτρες γύριζε εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι.
Στὸν Δούκα τὸν κατηγοροῦν γιὰ τὴ χριστιανοσύνη,
ποὺ ἔκανε κατήχησι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Ἀμέσως τὸν συνέλαβαν, τὰ χέρια του τὰ δένουν,
καὶ εἰς τὸ δικαστήριον στὸν Δούκα τόνε φέρνουν.
Ὁ Δούκας τοῦ ἀπαίτησε εἰς θεοὺς νὰ θυσιάσῃ,
ἂν θέλῃ νὰ ζήσῃ τὴ ζωή, εἰδάλλως θὰ τὴν χάσῃ.
Στὰ εἴδωλα, λέγει ὁ ἅγιος, δὲν κάνω ἐγὼ θυσία,
ἀνήκω εἰς τὴν ἔνδοξον Χριστοῦ τὴν βασιλεία.
Ἤτανε ἀμετάπειστος εἰς τὴν ἀπόφασί του,
κι ὁ Δούκας τότε παρευθὺς βγάζει διαταγή του.
Κλειδώσεις τῶν δακτύλων του ὅλες νὰ ἐξαρθρώσουν,
τὰ κόκαλα νὰ φύγουνε, πόνους πολλοὺς νὰ δώσουν.
Ὁ ἅγιος δὲν ἐλύγισε σ᾿ αὐτὴν τὴν τιμωρία,
μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ εἶχε καρτερία.
Μέσ᾿ στὰ βασανιστήρια, τοῦ δώσανε νὰ φάῃ,
ἔχω πνευματικὴ τροφὴ Χριστοῦ τοὺς ἀπαντάει.
Διέταξεν ὁ ἄρχοντας ν᾿ ἀνάψουνε καμίνι,
καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ ριχτῇ στάχτη ὅλος νὰ γίνῃ.
Ὁ Δούκας ἐδιέταξε νὰ πάρουν τὰ ὀστᾶ του,
θαῦμα μεγάλο ἔγινε, ἦν ζωντανὸς μπροστά του.
Ἐβγῆκε ὅπως τὸν ἔριξαν εἰς τὸ καμίνι πάλι,
δὲν κάηκε στὸν ἅγιο τρίχα ἀπὸ τὸ κεφάλι.
Ὁ Δούκας ποὺ ὁ μάρτυρας τὸν εἴχενε ντροπιάσει,
ἐσκέφθηκε τὸν ἅγιο νὰ δηλητηριάσῃ.
Βάζουν σὲ πιάτο φαγητὸ δηλητηριασμένο,
νὰ δοῦν ἀμέσως ἅγιο ὅλοι ἀποθαμένο.
Ὁ Μάρτυς προσευχήθηκε, ἔφαγε τὸ φαΐ του,
κι ἀντὶ νὰ τὸν ἰδοῦν νεκρό, ἦταν εἰς τὴν ζωήν του.
Ὁ μάγος τότε πίστεψε ποὺ τοῦ ῾βαλε φαρμάκι,
κι ἀμέσως τότε χριστιανὸς ἔγινε σὲ λιγάκι.
Ὁ δικαστὴς ἀπ᾿ τὸν θυμὸ παράφρων εἶχε γίνει,
νεῦρα νὰ βγάλουν μάρτυρος, διαταγή του δίνει.
Ὑπέμεινε ὁ μάρτυρας ποὺ νεῦρα τοὖχαν βγάλει,
ὀδυνηρὸ μαρτύριο ἦταν ἐτοῦτο πάλι.
Ἡ χάρις ὅμως τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε δυναμώσει,
τὸ σῶμα ἀναπαύτηκε καὶ εἴχενε γλυτώσει.
Πολλὲς λαμπάδες ἄναψαν, τοῦ ἔκαιγαν τὸ σῶμα,
μὰ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἦτο ἀπαθὴς ἀκόμα.
Διέταξε ὁ τύραννος, τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια,
καὶ ἔλεγε πὼς ἔβλεπε στὸν οὐρανὸ παλάτια.
Κι ἄλλα πολλὰ μαρτύρια ἔκαναν τοῦ ἁγίου,
ὑπέμεινε μὲ προσευχὴ πόνους τοῦ μαρτυρίου.
Ἀγρίεψε ὁ δικαστής, ἀπαίσια βρῆκε λύσι,
ἀντὶ ποὺ ἔβλεπε θαύματα γιὰ νὰ μετανοήσῃ.
Ἔβγαλε μιὰ διαταγὴ νὰ γδάρουνε τὸ σῶμα,
ὑπέφερε ὁ ἅγιος μίλησε μὲ τὸ στόμα.
Τὸ δέρμα ἐσὺ τοῦ σώματος τὸ ἔχεις ἀφαιρέσει,
μὰ σὲ διάθεσι ψυχῆς δὲν ἔχεις καμιὰ θέσι.
Ὅμως ὅταν τὸν γδέρνανε, μιὰ γυναίκα κράζει,
καὶ ἄρχισε τὸν Βίκτωρα νὰ τὸν ἐγκωμιάζῃ.
Τοῦ ἔφερε παράδειγμα τοῦ Ἄβελ τὴ θυσία,
τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰώβ, Νῶε, δοκιμασία.
Τὸν Ἰωσήφ, τὸν Μανασσῆ, μὰ καὶ τὸν Ἡσαΐα,
τρεῖς Παῖδες καὶ τὸν Δανιήλ, ἔδωσες μαρτυρία.
Δύο στεφάνια ἔρχονται ἀπ᾿ οὐρανοῦ σταλμένα,
τὸ ἕνα δικό σου Βίκτωρα, τὸ ἄλλο γιὰ ἐμένα.
Γιατὶ τὸ ἀποφάσισα γιὰ τοῦ Χριστοῦ ἀγάπη,
λοιπὸν νὰ δώσω τὴν ψυχὴ τὸ σῶμα μου ἂς πάθῃ.
Ὁ Δούκας ὅταν ἄκουσε γυναίκα νὰ φωνάζῃ,
νὰ τοῦ τὴν φέρουνε ἐμπρὸς ἀμέσως διατάζει.
Ὁ δικαστὴς ἐρώτησε χρόνια καὶ ὄνομά της,
καὶ παντρεμένη ἂν ἤτανε, ἢ εἶχε λευτεριά της.
Εἶμαι, τοῦ λέγει, χριστιανή, μὲ λένε Στεφανίδα,
στὰ δέκα πέντε χρόνια μου καὶ ἄνδρα μου τὸν εἶδα.
Ὁ Δούκας τὴν ἐκάλεσε θεοὺς νὰ θυσιάσῃ,
καὶ στὰ βασανιστήρια καθόλου δὲν θὰ φθάσῃ.
Στὸν τύραννο ὑπακοὴ δὲν θέλησε νὰ κάνῃ,
προτίμησε ἀπ᾿ τὸν Χριστὸ νὰ πάρῃ τὸ στεφάνι.
Δυὸ δέντρα ἤτανε κοντὰ στὸ μέρος φυτεμένα,
καὶ διατάζει ὁ τύραννος μὲ λόγια μετρημένα.
Στὸ δέντρο εἰς τὴν κορυφὴ πόδι δένει καὶ χέρι,
στὸ ἄλλο δέντρο τὰ ἄλλα δυό, σῶμα νὰ ὑποφέρει.
Τὰ δέντρα τότε πήγανε στὴ φυσική τους θέση
τὸ σῶμα της ἐσχίσθηκε, ἐκόπηκε στὴ μέση.
Ἐπέταξε στοὺς οὐρανοὺς ἡ ἅγια ψυχή της,
μὲ τὸ φρικτὸ μαρτύριο τέλειωσε τὴ ζωή της.
Διέταξε ὁ τύραννος νὰ ἀποκεφαλίσῃ
τὸν Βίκτωρα τὸν ἅγιο, δὲν ἤθελε νὰ ζήσῃ.
Πῆρε χαρὰ ὁ ἅγιος μὲ ἀπόφασι τυράννου,
νὰ πάρῃ ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ δῶρο τοῦ στεφάνου.
Ὁ ἅγιος γονάτισε, κάνει τὴν προσευχή του,
κι ἀμέσως τότε ὁ δήμιος κόβει τὴν κεφαλή του.
Ἀμέσως τότε φάνηκαν δυὸ θαύματα μεγάλα,
ἔτρεξε ἀπὸ τὴν πληγὴ αἷμα μαζὶ καὶ γάλα.
Εἰδωλολάτρες εἴδανε ἐτότε τὰ σημεῖα,
κι ἀμέσως ἐπιστεύσανε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Καρτερικὸς ὁ Βίκτωρας καὶ Στεφανὶς ἁγία,
ἐχύσανε τὸ αἷμα τους γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Ἡμέραν ἦταν τοῦ μηνὸς ἕνδεκα Νοεμβρίου,
οἱ δυὸ ἐτελειώθησαν διὰ τοῦ μαρτυρίου.
Στὸν οὐρανὸ ἀγάλλονται εἰς τὸν χορὸν ἁγίων,
ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν γῆ μὲ ἔνδοξο τὸν βίον.
Οἱ χριστιανοὶ ἐθάψανε τ᾿ ἅγια λείψανά τους,
νἄχουν τὴν εὐλογία τους καὶ τὴν βοήθειά τους.
Ἅγιε μάρτυς Βίκτωρα κι ἁγία Στεφανίδα,
προσεύχεσθε εἰς τὸν Θεὸν νὰ ἔχομεν ἐλπίδα.
|