Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μῖλος

10 Νοεμβρίου

Ὁ ἅγιος ἐγεννήθηκε σὲ ἕνα χωριὸ Περσίας,
Μῖλος σὰν ἐβαπτίστηκε πῆρε ὀνομασία.

Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
σκεπτόταν στρατιωτικὸς τοῦ βασιλιᾶ νὰ γίνῃ.

Μὰ ὁ πανάγαθος Θεὸς ποὺ ἄπειρη ἔχει γνῶσι,
γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωὴ τὸν εἴχενε καλέσει.

Μιὰ νύκτα μέσ᾿ στὸν ὕπνο του εἶδε μιὰν ὀπτασία,
παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ εὕρῃ τὴν σωτηρία.

Ἐπῆγε σὲ τόπο ἔρημο, στὸ μέρος Βαβυλώνα,
ποὺ ἦταν τόπος ἥσυχος ν᾿ ἀρχίσῃ τὸν ἀγώνα.

Γίνεται τότε μοναχός, ἐπίσκοπος γνωρίζει,
διάκονο μὰ καὶ παπᾶ τόνε χειροτονίζει.

Ἐπίσκοπο τὸν ἔκανε, κατόπιν στὴν Περσία,
κι εἶχε κηρύξει τὸν Χριστὸν σ᾿ ὅλη τὴν ἐπαρχία.

Εἰδωλολάτρες κι ἄγριοι ἐκεῖ ἐκατοικοῦσαν,
μὰ δυστυχῶς κι οἱ χριστιανοὶ κι αὐτοὶ τὸν πολεμοῦσαν.

Δὲν ἄντεχαν τὸν ἔλεγχο καὶ συμβουλὲς τ᾿ ἁγίου,
ποὺ προσπαθοῦσε νἄρθουνε στὸν δρόμο τοῦ Κυρίου.

Ἐσήκωσαν ἀντάρτικο οἱ χριστιανοὶ ἀνθρῶποι,
ὥρμησαν κατ᾿ ἐπάνω του, τὸν ἔδειραν κατόπιν.

Κι ἀμέσως τόνε διώξανε ἀπ᾿ τὸν δικό τους τόπο,
ποὺ πλάνεψε ὁ σατανᾶς τὸ πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων.

Ἔδιωξαν τὸν ποιμένα τους, τὸν πότισαν πικρία,
μὰ ἔπεσε ὀργὴ Θεοῦ καὶ θεία τιμωρία.

Τρεῖς μῆνες ὅταν πέρασαν ὁ βασιλιάς προστάζει,
τὴν πόλι ἰσοπέδωσαν καὶ τοὺς ἀνθρώπους σφάζει.

Λυπήθηκεν ὁ ἅγιος σὰν τ᾿ ἄκουσε μιὰ ἡμέρα,
γιατὶ τὸν εἶχαν ὅλοι τους πνευματικὸ πατέρα.

Κι ἀμέσως τὴν ἐπισκοπὴ τότε ἐγκαταλείπει,
καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ἐπῆγε νὰ σβήσῃ λύπη.

Εὑρῆκε ἕνα μαθητὴ ἁγίου Ἀντωνίου,
ἀφοῦ τὸν παρηγόρησε, κάθησε χρόνια δύο.

Κατόπιν ἐπιστρέφοντας πατρίδα του Περσία,
ἐγλίτωσε ἕνα μοναχὸ μὲ χάρι θαυμασία.

Ἀσκήτευε σὲ σπήλαιο καὶ ἔπρεπε νὰ φύγῃ,
παρουσιάσθη δράκοντας ἕνα μεγάλο φίδι.

Στὸ μῆκος ἦταν φοβερό, πῆχες τριάντα δύο,
καὶ θὰ τοὺς κατασπάραζε τὸ ἄγριο θηρίο.

Μὲ θάῤῥος τότε ὁ ἅγιος λέγει στ᾿ αὐτὶ θηρίου,
ὅτι θὰ ἐξολοθρευτῇ μὲ τὴν ὀργὴ Κυρίου.

Κατόπιν τὸ ἐσφράγισε μὲ τοῦ σταυροῦ σημεῖον,
ἔσκασε καὶ νεκρώθηκε ἀμέσως τὸ θηρίον.

Ἔφθασε στὴν πατρίδα του, πῆγε στὴν Βαβυλώνα,
κι ἀμέσως ἐξεκίνησε πνευματικὸ ἀγώνα.

Ἐκήρυξε τὸ ποίμνιο γιὰ νὰ μετανοήσῃ,
μετὰ ἀπ᾿ τὴν καταστροφή, κατὰ Θεὸν νὰ ζήσῃ.

Εἰς τὴν περιοδεία του ἔφθασε στὴν Βαγδάτη,
εἶχε συνέλθει Σύνοδος νὰ διορθώσῃ κάτι.

Ἦταν ἕνας ἐπίσκοπος σὲ ὅλη τὴν παρέα,
τοὺς ἐπισκόπους χλεύαζε, δὲν φέρθηκε ὡραῖα.

Τότε τὸν ἤλεγξε πολὺ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου,
καὶ θὰ τιμωρηθῇ πολύ, θἄρθῃ ὀργὴ Κυρίου.

Κι ἀμέσως πέφτει κεραυνός, στὸν οὐρανὸ ἐφάνη,
καὶ τὸν αὐθάδη ἐπίσκοπο παράλυτο τὸν κάνει.

Καὶ ἔμεινε παράλυτος σὲ ὅλη τὴν ζωή του,
δώδεκα χρόνια ὁλόκληρα, κι ἐβγῆκεν ἡ ψυχή του.

Στὴν πόλι κάνει θαύματα, δαίμονας φυγαδεύει,
παράλυτους κάνει καλά, ἄῤῥωστους θεραπεύει.

Παράλυτη μιὰ χριστιανὴ τότε εἶχε ὑποφέρει,
τὴν ἔκανε καλὰ κι αὐτὴ τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι.

Τὰ θαύματα ὁ ἅγιος τὰ ἔκανε ὡραῖα,
ἀλλὰ τὸν ἐπροδώσανε τότε στὸν βασιλέα.

Ὁ Βασιλίσκος βασιλιὰς διέταξε μπροστά του
νὰ πάῃ νὰ ἀπολογηθῇ τιμὴ στὰ εἴδωλά του.

Ὁ ἅγιος εἶναι ἀσάλευτος εἰς τὴν δικήν του πίστι,
τὸν τύραννο τὸν βασιλιὰ δὲν θὰ εὐχαριστήσῃ.

Ἐθύμωσε ὁ βασιλιάς, ἔβγαλε τὸ σπαθί του,
στὸ στῆθος τὸν ἐκτύπησε μ᾿ ὅλη τὴν δύναμί του.

Κι ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλιᾶ μὲ λύσσα καὶ μανία,
ἐκτύπησε μὲ τὸ σπαθὶ ἁγίου τὴν καρδία.

Πρὶν ξεψυχήσῃ ὁ ἅγιος, τοὺς εἶπε φρικτὸ τέλος,
ὅτι θὰ ἔχουνε κι δυὸ μὲ τὸ δικόν του βέλος.

Εἶπε αὐτὰ ὁ ἅγιος κι ἐβγῆκε ἡ ψυχή τουμ
εἰς τόπον τὸν αἰώνιον γιὰ τὴν ἀνάπαυσί του.

Ἡμέρα τότε ἤτανε δεκάτη Νοεμβρίου,
ποὺ τὴν ψυχὴ παρέδωσε στὰ χέρια τοῦ Κυρίου.

Γι᾿ αὐτὸ τὴν μνήμη του τιμᾶ πάντα ἡ Ἐκκλησία,
ποὺ τὴν ζωή του ἔδωσε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.

Ὁ ἀσεβὴς βασιλιὰς μαζὶ μὲ ἀδελφό του,
βγῆκαν κυνήγι στὸ βουνὸ γιὰ τὸν περίπατό τους.

Μέσ᾿ στὸ βουνὸ ποὺ κυνηγοῦν μιὰ ἐλαφίνα βλέπουν
σκοπεύουν νὰ τὴν πιάσουνε, μὲ βέλη τους τοξεύουν.

Τὴν ὥρα ποὺ ἐτόξευσαν, εἶχε ἡ καρδιά τους σάλομ
κι ἀντὶ ἐλάφι σκότωσε ὁ ἕνας τους τὸν ἄλλο.

Οἱ αἱμοβόροι ἀδελφοὶ σκοτώθηκαν μὲ βέλος,
καὶ ἔτσι ἐτελείωσεν τὸ τραγικό τους τέλος.

Λείψανα πῆραν χριστιανοὶ ἁγίου καὶ μαθητῶν του,
τὰ θάψανε μὲ εὐλάβεια στὸν τόπο τὸν δικόν του.

Ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος σὲ κάποια πολιτεία,
εἶχε ὑπερηφάνεια σὰν ἔκανε ἁμαρτία.

Ἐπροσπαθοῦσε ὁ ἅγιος νὰ τόνε συμμορφώσῃ,
μὰ εἴχενε ἐγωισμό, δὲν τὄειχε κατορθώσει.

Ἀφοῦ δὲν συμμορφώθηκε, κάνει τὴν προσευχή του,
λεπρώθηκε τὸ σῶμα του, ὡς ἦταν κι ἡ ψυχή του.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ εἴδανε τότε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τόπους,
κι ἐγυρεῦαν χριστιανοὺς νὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους.

Ἔκανε θαύματα πολλὰ ὁ Ἱερομάρτυς Μῖλος,
βράχος ἦταν ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας στύλος.

Στὴν Πάτρα τὸν ἐτίμησαν, τοῦ κτίσαν ἐκκλησία,
ποὺ ἐμαρτύρησε σκληρὰ γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Ἅγιε Μῖλε ἀπὸ ψηλὰ στὸν οὐρανὸ ποὺ εἶσαι,
δεήσου εἰς Κύριον Ἰησοῦν τὸν κόσμο νὰ ἐλεήσῃ.