Εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀνδρόγυνο ζευγάρι,
νὰ γίνουν ἅγιοι κι δυὸ μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι.
Αὐτὸ συνέβηκε ἐδῶ, στὸ βίον τῶν ἁγίων,
τῆς Ἐπιστήμης γυναικὸς καὶ ἀνδρὸς της Γαλακτίων.
Ἀρχίζομεν ἀπὸ τοὺς γονεῖς· ἦσαν εἰδωλολάτρες
κι δυὸ τοῦ Γαλακτίωνος, δίχως παιδιὰ γιὰ ἀβάντες.
Στὰ εἴδωλα τὰ ψεύτικα κάνουν τὴν προσευχή τους,
νὰ δοῦνε μέσ᾿ στὸ σπίτι τους κι αὐτοὶ ἕνα παιδί τους.
Ἀλλὰ κωφὰ τὰ εἴδωλα, δὲν δίνουν σημασία,
κι ἔμεινε τὸ ἀνδρόγυνο δίχως παιδοποιΐα.
Εἷς μοναχὸς Ὀνούφριος εὑρέθηκε στὴν χώρα,
ψυχὲς νὰ φέρῃ στὸ Χριστὸν ἐπροσπαθοῦσε τώρα.
Στὴ χώρα αὐτὴ ζητιάνευε στὰ σπίτια τῶν πλουσίων,
κι ἐπῆγε καὶ ζητιάνεψε γονεῖς του Γαλακτίων.
Κλειτοφῶν ἐλέγετο τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα
μὰ καὶ Λευκίππη ὀνομάζανε τοῦ ἁγίου τὴν μητέρα.
Ἐκεῖ τότε ὁ Ὀνούφριος σὰν μπῆκε μέσ᾿ στὸ σπίτι,
σὲ στενοχώρια εὑρέθηκε γυναίκα ἡ Λευκίππη.
Ὀνούφριος σὰν πῆγε ἐκεῖ διὰ νὰ ζητιανέψῃ,
ἀμέσως κλείνει πόρτα της δίχως νὰ τὸν φιλέψῃ.
Ἐκεῖνος ἐκάθησεν ἐκεῖ, τὴν πόρτα ἐκτυποῦσε,
στὸ τέλος ὅμως ἄνοιξε, πολὺ τὴν ἐνοχλοῦσε.
Τὸν τάϊσε καὶ φαγητὸ σὰν μπῆκε μέσ᾿ στὸ σπίτι,
κι ἐκεῖ τοῦ ἐξιστόρησε πὼς βρέθηκε σὲ λύπη.
Τοῦ εἶπε πῶς ὁ ἄνδρας της πολὺ τὴν ἐμαλώνει,
γιατὶ εἶναι δέντρο ἄκαρπο, σὰν ἄχυρο στ᾿ ἁλώνι.
Τοῦ εἶπε ὅτι στοὺς θεοὺς κάνει τὴν προσευχή της,
δὲν ἀκοῦν γιὰ νὰ βρεθῇ στὸ σπίτι ἕνα παιδί της.
Καὶ τότε ὁ Ὀνούφριος βρῆκε τὴν εὐκαιρία,
καὶ στὴν γυναίκα ἐμίλησε γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Τῆς λέγει· εἶναι ψεύτικοι θεοὶ ποὺ σὺ λατρεύεις,
ἂν θὲς ἀληθινὸ Θεόν, δύνασαι νὰ πιστέψῃς;
Ἐκεῖνον σὰν παρακαλεῖς, τέκνα θὰ σοῦ χαρίσῃ,
τὸ σπίτι σου μὲ τὶς χαρὲς ὅλο θὰ τὸ γεμίσῃ.
Σὰν τἄκουσε ἐδέχθηκε Χριστὸν γιὰ νὰ πιστέψῃ,
τότε μὲ λεπτομέρεια τῆς τἄφερε στὴ μέση.
Τῆς εἶπε γιὰ τὴν γέννησι καὶ τὴν ἀνάστασί του
καὶ ἔπρεπε νὰ βαπτιστῇ, νὰ ἑνωθῇ μαζί του.
Τοῦ λέγει δυὸ ἐμπόδια ὑπάρχουνε στὴ μέση,
σὲ εἰδωλολάτρες ὁ Χριστὸς καθόλου δὲν ἀρέσει.
Καὶ ὅπου δοῦν τοὺς χριστιανούς, ὅλους τοὺς κυνηγοῦνε,
μαρτύρια τοὺς κάνουνε, θεοὺς ποὺ δὲν τιμοῦνε.
Τὸ δεύτερο ἐμπόδιο, νὰ μοῦ ἐξηγήσῃς κάτι,
πῶς θἆμαι ἐγὼ χριστιανὴ μὲ ἄνδρα εἰδωλολάτρη;
Ἀμέσως ὁ Ὀνούφριος ἀπάντησι τῆς δίνει,
σὲ λίγες ἡμέρες ὁ ἄνδρας σου ὀρθόδοξος θὰ γίνῃ.
Καὶ τότε τὴν ἐκατήχησε, τὴν βάπτισε ἐπίσης,
καὶ ἔφυγε ὁ Ὀνούφριος τότε ἀπὸ τὸ σπίτι.
Λίγες ἡμέρες πέρασαν, ἔγκυος εἶχε μείνει,
τὸ ἀνήγγειλε στὸν ἄνδρα της, σ᾿ αὐτὸν χαρὰ τοῦ δίνει.
Τότε εἶπε στὴν γυναίκα του· θεοὶ ἦσαν αἰτία
καὶ ἔστειλαν στὸ σπίτι του παιδὶ γιὰ εὐτυχία.
Τοῦ ἐμίλησε ἡ γυναίκα του γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
ἐγὼ ἐκεῖνον προσκυνῶ ποὺ στέλνει τὰ παιδία.
Τότε τὸν παρακίνησε, βαπτίστηκε κι ἐκεῖνος,
τὸν βάπτισε ὁ Ὀνούφριος καὶ μύριζε σὰν κρίνος.
Ἐγέννησε ἕνα παιδὶ ἀρσενικὸ ἡ Λευκίππη,
κι ἦρθε χαρὰ στὸ σπίτι τους καὶ ἔδιωξαν τὴν λύπη.
Ὀνούφριος τὸ βάπτισε, ὄνομα Γαλακτίων,
νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ Χριστὸν σὲ ὅλον του τὸν βίον.
Εἴκοσι τεσσάρων ἐτῶν σὰν ἦρθε εἰς τὰ ἔτη,
πατέρας του ἠθέλησε τότε νὰ τὸν παντρέψῃ.
Λευκίππη ἡ γυναίκα του τότε εἶχε πεθάνει,
γι᾿ αὐτὸ τὸν γιὸ θὰ πάντρευε γυναίκα μὲ στεφάνι.
Παρθενοκόρη ηὕρηκε, Ἐπιστήμη ὄνομά της,
νἆναι ὁ Γαλακτίωνας παντοτινὰ κοντά της.
Τὴν ἐπῆρε ὁ Γαλακτίωνας κι ὅταν στεφανωθῆκαν,
δὲν εἶχαν σχέσεις σαρκικές, ἀβάπτιστη ποὺ ἦταν.
Τότε συγκατατέθηκε αὐτὴ καὶ ἐβαπτίστη,
καὶ τὸν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ ἄσπιλο ἐνεδύθη.
Τὴν ἐβάπτισε ὁ ἄνδρας της, δὲν εἶχαν ἱερέα,
τότε κι δυὸ χριστιανοὶ ἐζούσανε ὡραῖα.
Σ᾿ ὀκτὼ ἡμέρες ἔπειτα ἀπὸ τὸ βάπτισμά της,
μιὰ ὀπτασία εἴδενε στὴν κλίνη τὴν δικιά της.
Εἶδε μέσα στὸν ὕπνο της βασιλικὸ παλάτι,
ἀκόμα εἶδε αἴθουσα μὲ ἄνθρωποι γεμάτη.
Ἐρώτησε· ποῖοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι καλεσμένοι,
καὶ εἶναι τόσο ὄμορφοι καὶ λαμπροφορεμένοι;
Τῆς εἶπαν· εἶναι ἀνδρόγυνα ποὺ ἔκαναν συμφωνία,
μετὰ τὸν γάμο ἔζησαν κι δυὸ μὲ παρθενία.
Ἡ Ἐπιστήμη τὸ εἶπε αὐτὸ τότε στὸν Γαλακτίων,
μὲ παρθενία ἔζησαν σὲ ὅλον τους τὸν βίον.
Οἱ δυό τους ἀπεφάσισαν, ἔκαναν συμφωνία,
καὶ στοὺς φτωχοὺς μοιράσανε ὅλη περιουσία.
Ἔπειτα ἐσυμφώνησαν στὴν ἔρημο νὰ πᾶνε,
ζωὴ ἐκεῖ ἐρημικὴ τὸν βίον νὰ περνᾶνε.
Ἐπήρανε κι ἕνα δοῦλο τους, Πούπλιος τὸ ὄνομά του,
καὶ δέκα μέρες περπατοῦν, τὸν εἴχανε κοντά τους.
Εὑρήκανε στὴν ἔρημο δώδεκα ἐρημίτες,
καὶ τοὺς ἐπαρακάλεσαν νὰ μένουνε σὲ σκῆτες.
Κράτησαν Γαλακτίωνα, ἐνῷ τὴν Ἐπιστήμη
ἔστειλαν σὲ ἄλλες μοναχὲς νὰ ἀσκηθῇ κι ἐκείνη.
Ἔβαλε ἐπιμέλεια τότε ὁ Γαλακτίων,
νὰ ζῇ ἐκεῖ ἐρημικὰ τὸν ἰδικόν του βίον.
Ἐπὶ δυὸ ἔτη ἔτρωγε τὴν κάθε ἑβδομάδα,
λίγο ψωμί, λίγο νερό, μὲ δίχως καμινάδα.
Τὰ βράδια ἐπροσηύχετο πάντα καὶ ἀγρυπνοῦσε,
καὶ τότε ὁ μισάνθρωπος πολὺ τὸν ἐφθονοῦσε.
Ὀργὴ κατὰ τῶν χριστιανῶν δίνει στὸν βασιλέα,
νὰ τυραννοῦνε βάναυσα, νὰ χαίρεται ὡραῖα.
Στὸ ὄρος τότε τοῦ Σινᾶ εἴδησι εἶχε λάβει,
πὼς κατοικοῦσαν χριστιανοί, θέλει νὰ τοὺς συλλάβῃ.
Ὅραμα εἰς τὴν ἄσκησι βλέπει ἡ Ἐπιστήμη,
πὼς πῆγαν μὲ τὸν ἄνδρα της στεφάνωσι νὰ γίνῃ.
Τὸ εἶπε στὴν Γερόντισσα νὰ τῆς τὸ ἐξηγήσῃ,
κι ἀμέσως ὅταν τ᾿ ἄκουσε, τῆς εὕρηκε τὴ λύσι.
Πὼς ὁ Χριστὸς μαρτύριον πρόκειται νὰ τοὺς δώσῃ,
καὶ στέφανον ἀμάραντο γιὰ νὰ τοὺς στεφανώσῃ.
Παίρνουν τὸν Γαλακτίωνα οἱ στρατιῶτες πρῶτα,
κι Ἐπιστήμη στὸ βουνὸ βλέπει τὰ γεγονότα.
Κι ἐπῆγε μὲ τὸν ἄνδρα της κι αὐτὴ νὰ μαρτυρήσῃ,
καὶ μέσα στὸν παράδεισο αἰώνια νὰ ζήσῃ.
Τὸν ἔφεραν στὸν δικαστὴ γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνῃ,
ὁ Γαλακτίων τοὺς θεοὺς βρίζει τὴν ὥρα ἐκείνη.
Ἐπρόσταξε ὁ τύραννος, τὰ χέρια του τοῦ δένουν,
κι ἔπειτα μὲ τὰ βούνευρα τὸ σῶμα του νὰ δέρνουν.
Ἡ Ἐπιστήμη τὸν κοιτᾶ, ἐπόνεσε ἡ ψυχή της,
καὶ ἔβρισε τὸν δικαστὴ μὲ ὅλη τὴ φωνή της.
Διέταξε ὁ τύραννος τότε νὰ τὴν γυμνώσουν,
κι ἀλύπητα κτυπήματα στὸ σῶμα της νὰ δώσουν.
Ὑπέμεινε πολλὲς πληγὲς ἡ ἡρωῒς ἐκείνη,
κι ἤλεγξε τὸν τύραννο γιὰ τὴν ξεγυμνοσύνη.
Μὰ τότε θαῦμα ἔγινε, εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
τὴν ὅρασί τους ἔχασαν καὶ εἶχαν τυφλοσύνη.
Ἐφωτιστῆκαν στὴν ψυχή, τότε ὁμολογῆσαν,
καὶ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ μὲ θαῦμα ἐγνωρίσαν.
Τὸν τύραννο κυρίεψε κακία, πονηρία,
στοὺς στρατιῶτες ἔδωσε κατόπιν ὁδηγία.
Καλάμια ἐπελέκησαν, τοὺς ἔβαλαν στὰ νύχια,
κι εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸν ποὺ εἴχανε βοήθεια.
Ὁ αἱμοβόρος τύραννος ἐχαίρετο νὰ βλέπῃ
τὸ αἷμα τὸ ἀνθρώπινο κάτω στὴ γῆ νὰ τρέχῃ.
Καὶ πάλι δὲν ἐχόρτασε, κι ἀμέσως διατάζει·
χέρια καὶ πόδια νὰ κοποῦν, τοὺς δούλους του προστάζει.
Ἀκόμα δὲν ἀρκέστηκε στὰ βάσανα τὰ τόσα,
μὲ δεύτερη διαταγὴ τοὺς ἔκοψαν τὴ γλώσσα.
Οἱ μάρτυρες ὑπέμειναν μὲ γενναιοφροσύνη,
πάλι δοξάζουν τὸν Θεόν, οἱ δυὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.
Ὁ μιαρὸς ὁ τύραννος εἶχεν ἀποφασίσει,
καὶ τὸ γενναῖο ἀνδρόγυνο νὰ ἀποκεφαλίσῃ.
Καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν στὶς πέντε Νοεμβρίου,
ἐπὶ τοὺς χρόνους βασιλιᾶ ἐτότε τοῦ Δεκίου.
Ὁ Γαλακτίων ἤτανε τότε τριάντα χρόνων,
κι ἡ Ἐπιστήμη ἡ μάρτυρας δεκάξι μόνο χρόνων.
Τότε εὑρέθηκεν ἐκεῖ Εὔλομος ὑπηρέτης,
ποὺ ἤτανε εἰς τὴν ψυχὴ πνευματικὸς καθρέπτης.
Μὲ ὅλο του τὸν σεβασμό, ἐπῆρε τὰ λείψανά τους,
ἐντίμως τὰ ἐνταφίασε μὲ ὅλα τὰ πρέποντά τους.
Πολὺ σκληρὰ ἐμαρτύρησε χριστιανικὸ ζευγάρι,
μὰ πῆραν χρυσὸ στέφανο μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι.
Εἴχανε πίστι στὸν Θεὸν καὶ ἦσαν ἑνωμένοι
καὶ εἶναι στὸν παράδεισο δαφνοστεφανωμένοι.
Ἅγιοι ποὺ τὴν πίστι μας στηρίξατε ἁγία,
παρακαλέστε τὸν Θεὸν νὰ βροῦμε σωτηρία.
|