Ὁ Ὅσιος γεννήθηκε εἰς μέρη Βιθυνίας,
καὶ ἦταν τότε αἵρεσι τῆς εἰκονομαχίας.
Γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
Μυριτρίκης ὁ πατέρας του, μητέρα Ἀναστασία.
Τόνε διδάξαν οἱ γονεῖς εἰς ἱερὰ λατρεία,
γράμματα δὲν ἐμάθαινε, δὲν πῆγε στὰ σχολεῖα.
Ἤτανε μεγαλόσωμος, γιὰ πόλεμο γενναῖος,
ποὺ τέτοιες ἱκανότητες δὲν εἶχε ἄλλος νέος.
Ἐζοῦσε πάντα σύμφωνα μὲ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
τὸν φθόνησε ὁ διάβολος στὴ νέα ἡλικία.
Τὸν ἔριξε στὴν αἵρεσι τῆς εἰκονομαχίας,
ποὺ κράτησε στὸ Βυζάντιο ἑκατονταετία.
Καὶ ὅταν ἐβασίλευσε βασίλισσα Εἰρήνη,
ἑβδόμη συνεκάλεσε τὴν Σύνοδο ἐκείνη.
Εἰκονομάχοι δυστροποῦν, δὲν προσκυνοῦν εἰκόνα,
ἀλλὰ μὲ ἀγριότητα κήρυξαν τὸν ἀγώνα.
Καὶ ὁ Ἰωαννίκιος σὲ ἄγνοια ἀκόμη,
ἁμάρτανε ποὺ στήριζε τῶν ἀσεβῶν τὴν γνώμη.
Ὁ καρδιογνώστης ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀφήνει μόνο,
ὀρθόδοξο τὸν ἔκανε τότε σὲ λίγο χρόνο.
Ἐγύριζε ἀπ᾿ τὸν πόλεμο, στὸν Ὄλυμπο πηγαίνει,
καὶ μὲ σεβάσμιο ἀσκητὴ στὸν δρόμο συντυγχαίνει.
Τὸν ὀνόμαζε ὁ γέροντας τότε τὸ ὄνομά του,
ποὺ δὲν τὸν εἶχε ξαναδεῖ, ἐθαύμασε τὴν καρδιά του.
Τοῦ λέγει, Ἰωαννίκιε, ματαίως κοπιάζεις,
εἰκόνες ποὺ δὲν προσκυνᾶς, περὶ πολλῶν τυρβάζεις.
Τὸν γέροντα ἐθαύμασε, στὰ πόδια του εἶχε πέσει,
εἰκόνες θὰ τὶς προσκυνᾶ καὶ νὰ τὸν συγχωρέσῃ.
Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄλλαξε τὴν ζωή του,
τὴν αἵρεσι τὴν ἄφησε, κάνει τὴν προσευχή του.
Ἐνήστευε κι ὁλονυχτὶς ἔκανε ἀγρυπνία,
νὰ ἀπαλείψῃ ὁ Θεὸς τὴν εἰκονομαχία.
Τότε μὲ ἀσκητικὴ ζωὴ πέρασε ἕξι χρόνια,
τιμώρησε τὸ σῶμα του, τοῦ ἔβαλε κανόνα.
Στὴν Θράκη ἐπολέμησαν Ρωμαίους οἱ Βουλγάροι,
αἰχμάλωτο ἕναν χριστιανὸ εἶχαν μαζί τους πάρει.
Καὶ τότε ὁ Ἰωαννίκιος τοὺς Βούλγαρους σκοτώνει,
τὸν εὐσεβῆ τὸν χριστιανὸ τόνε ἐλευθερώνει.
Στὴν προσευχή του ὁ ἅγιος τότε παρακαλοῦσε,
τοὺς ἀοράτους δαίμονες κι αὐτοὺς νὰ τοὺς νικοῦσε.
Συγχώρεσι ἀπὸ τὸν Θεὸν τότε ζητεῖ ἀκόμα,
γιὰ νὰ φροντίζει γιὰ ψυχὴ καὶ ὄχι γιὰ τὸ σῶμα.
Πατέρα ἀπαρνήθηκε, ἐπίσης καὶ μητέρα,
καὶ σὲ μονὴ τοῦ Ὀλύμπου εὑρέθηκε μία καλὴν ἡμέρα.
Στὸν γέροντα Γρηγόριο τότε ἐξομολογήθη,
κι αὐτὸς τὸν ἐσυμβούλεψε τὴν ἄσκηση ν᾿ ἀρχίσῃ.
Φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ψηλὰ ἄκουσε στὸ αὐτί του,
νὰ πάῃ βαθειὰ μέσ᾿ στὸ βουνὸ νὰ ζήσῃ τὴ ζωή του.
Ἔζησε εἰς τὴν ὕπαιθρο, μέσ᾿ σὲ σπηλιὰ δὲν μπαίνει,
ἀνέμους χιόνια καὶ βροχή, τὰ πάντα ὑπομένει.
Ἐπήγαιναν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ νὰ τὸν εἰδοῦνε,
καὶ πῆγε στὸν Ἑλλήσποντο, ἴχνη του νὰ χαθοῦνε.
Καὶ ἕνα λάκκο ἔσκαψε στὴν γῆ νὰ τὸν χωράῃ,
κι ἕνας βοσκὸς ἐφρόντισε νὰ τὸν ὑπηρετάῃ.
Λίγο ψωμί, μὰ καὶ νερό, ἔφερνε κάθε μήνα,
κι ὅσιος προσεύχεται, ἀντάλλαγμα γιὰ ἐκεῖνα.
Μέσα στὸ λάκκο κάθησε ἐτότε τρία χρόνια,
κι ἔλεγε μιὰ προσευχή, ποὺ μένει στὸν αἰώνα.
«Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός,
σκέπη μου τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, Τριάς Ἁγία δόξα Σοι».
Ἀπὸ αὐτὸν τὸν Ὅσιον ποὺ ἔκανε ἱκεσία,
λέγει αὐτὴ τὴν προσευχὴ πάντα ἡ Ἐκκλησία.
Φωνὴ ἀκούει ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἐντολὴ τοῦ δίνει,
σὲ μοναστήρι νὰ βρεθῇ καὶ μοναχὸς νὰ γίνῃ.
Γέροντα βρῆκε Στέφανο τότε στὸ μοναστήρι,
ἔγινε τότε μοναχός, μὲ ἄλλοι καλογῆροι.
Ἐκάθησε ὡς μοναχὸς ἐτότε τρία χρόνια,
κατόπιν πῆγε σὲ βουνό, λεγόταν χελιδώνα.
Ἄγριο ζῶο συναντᾶ κοντὰ εἰς τὸ ποτάμι,
ἀμέσως τὸ θανάτωσε, μ᾿ εὐχὴ ποὺ εἶχε κάμει.
Στὸ μέρος ποὺ ἐφρόντισε ὅσιος νὰ μονάσῃ,
θέλησε κάποιος φθονερὸς νὰ τὸν δηλητηριάσῃ.
Ἐπῆγε γιὰ νὰ διδαχθῇ δῆθεν εἰς τὸ κελλί του,
καὶ κάθησε στὸν ὅσιο λίγο καιρὸ μαζί του.
Μιὰ ἡμέρα ποὺ στὸν ἅγιο νερὸ πῆγε νὰ δώσῃ,
φαρμάκι βάνει στὸ νερὸ γιὰ νὰ τὸν φαρμακώσῃ.
Ὅταν τὸ ἤπιε ὁ Ὅσιος ἄρχισε νὰ πονάῃ,
ὅμως ὁ ἅγιος Θεὸς εὐθὺς τὸν βοηθάει.
Στέλνει ἅγιο Εὐστάθιο, τοῦ πέρασε τὸν πόνο,
τότε τοῦ κτίζει ἐκκλησιὰ στὸ ὄνομά του μόνο.
Θαύματα τώρα θὰ γραφοῦν Ὁσίου Ἰωαννικίου,
ποὺ ἔχει κάνει στὴ ζωὴ μὲ χάρι τοῦ Κυρίου.
Ἀπότομα μιὰ ὀχιὰ τὸν δάγκωσε στὸ χέρι,
τὴν ἔβγαλε, τὴν πέταξε, δίχως νὰ ὑποφέρῃ.
Κάποτε πῆγαν δαίμονες σὲ νεαρὸ μονάχο,
νὰ τὸν γκρεμίσουν θέλησαν σ᾿ ἕνα γκρεμὸ μὲ βράχο.
Ἐφάνη ὁ Ἰωαννίκιος, τὸν νέο τότε ἁρπάζει,
τὰ πονηρὰ τὰ πνεύματα νὰ φύγουν διατάζει.
Ἔφθασε σ᾿ ἕνα σπήλαιον, δαίμονες κατοικοῦσαν,
τοὺς ἔδιωξε ὁ Ὅσιος, ἔκλαιγαν καὶ θρηνοῦσαν.
Καὶ τώρα λίγα νὰ γραφοῦν γιὰ τὴν κοίμησί του·
καλεῖ ὁ Ἰωαννίκιος ὅλους γνωστοὺς μαζί του.
Τοὺς εἶπε νὰ στερεωθοῦν εἰς τὴν Ὀρθοδοξία,
ἀγάπη καὶ ὁμόνοια νὰ βροῦνε σωτηρία.
Κοιμήθη ὁ Ἰωαννίκιος τέσσερις Νοεμβρίου,
καὶ πάντα Ἐκκλησία μας τιμᾶ ἑορτὴν Ὁσίου.
Εἶδαν ἕνα παράδοξο οἱ Μοναχοὶ ἐτότες,
ἄγγελοι ἄνοιξαν εὐθὺς τοῦ παραδείσου πόρτες.
Ὁ πατριάρχης ἐκήδεψε τότε τὸ λείψανό του,
καὶ κάνει θαύματα πολλὰ μετὰ τὸ θάνατό του.
|