Ἡ κόρη ἐγεννήθηκε στὴν φημισμένη Ῥώμη,
δικό της τὸ ἐπίθετο τὸ διαλαλεῖ ἀκόμη.
Ἤτανε πλούσια πολὺ ἡ οἰκογένειά της,
καὶ πλούσια καὶ ταπεινὴ εἰς τὴν νεότητά της.
Δὲν στόλιζε τὸ σῶμα της, μονάχα τὴν ψυχή της
θέλει νὰ ἀρέσῃ στὸν Χριστὸν μὲ τὴν διαγωγή της.
Ἡ κόρη σὰν μεγάλωσε στὰ εἴκοσί της χρόνια,
γονεῖς της ἀπαρνήθηκε καὶ κόσμου καταφρόνια.
Ἐπῆγε τότε κι ἔζησε σὲ ἕνα παρθενώνα,
ποὺ ὑπήρχανε ὡς μονὲς ἐκεῖνο τὸν αἰώνα.
Νέες πολλὲς ποὺ ἤθελαν νὰ ἀφιερωθοῦνε,
σὲ σπίτι μέσα ἔμεναν, κατὰ Θεὸν νὰ ζοῦνε.
Γυναίκα διευθύντρια, ἤτανε μορφωμένη,
Σοφία τὴν ὀνόμαζαν καὶ ἦν προϊσταμένη.
Ἐκεῖ μαζί τους κάθισε καὶ ἡ Ἀναστασία,
εἶχε μὲ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀμφότερη ὑγεία.
Ἐπέρασε χρόνια πολλά, ζωὴ εὐτυχισμένη,
χαρούμενη, ἀγγελικὴ καὶ τρισευλογημένη.
Ὁ διάβολος τὴν ἐφθόνησε καὶ τὴν ἐπολεμοῦσε
στὸν παρθενώνα νὰ διωχτῇ μὲ τρόπο πολεμοῦσε.
Νὰ βασανίζουν χριστιανοὺς ἤτανε στὴ χαρά του,
καὶ γιὰ νὰ τὴν συλλάβουνε στέλνει τὰ ὄργανά του.
Πρόδωσαν στὸν διοικητὴ ἁγίαν Ἀναστασία,
πὼς δὲν πιστεύει στοὺς θεοὺς στὴν εἰδωλολατρία.
Ὁ Πρόβος τότε ἐθέριεψε, μὲ ἀγριότητά του
ἡ Ἀναστασία νὰ βρεθῇ, διέταξε κοντά του.
Ἐσπάσανε οἱ ἄγριοι πόρτα εἰς τὸν ξενώνα,
κι Ἀναστασίαν πήρανε ἀπὸ τὸν παρθενώνα.
Προϊσταμένη ἔβλεπε ἀγρίων τὴν μανία,
ἐμπρὸς σ᾿ Ἁγία Τράπεζα φέρνει Ἀναστασία.
Ἐκεῖ τὴν ἐκατήχησε καὶ συμβουλὲς τῆς δίνει,
τῆς εἶπε τὸ μαρτύριο αὐτὴ νὰ ὑπομείνῃ.
Νυμφίο ἔχεις τὸν Χριστὸ καὶ ἄγγελο κοντά σου,
αὐτοὶ θὰ παραστέκονταν εἰς τὰ μαρτύριά σου.
Τὸ νὰ πεθάνῃς διὰ Χριστὸν δὲν εἶναι τιμωρία,
αὐτὸς δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ εἶναι εὐτυχία.
Νὰ μὴν δειλιάσῃς βάσανα, ὁ Κύριος κοντά σου,
θὰ εἶναι πάντα βοηθὸς εἰς τὰ μαρτύριά σου.
Μητέρα, τῆς ἀπήντησε τότε ἡ Ἀναστασία·
γιὰ μὲ προσεύχου στὸν Θεὸν καὶ κάνε ἱκεσία.
Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀντιμετωπίσω
τὴν πίστι ποὺ ἔχω στὸν Χριστὸν θὰ τὴν διατηρήσω.
Σὰν τέλειωσε τὰ λόγια της Ἀναστασία ἐτότες
τὴν ἅρπαξαν καὶ φύγανε μοβόροι στριατιῶτες.
Στὸ δικαστήριο μπροστὰ τὴν πῆγαν κατ᾿ εὐθεία,
καὶ εἰς τοῦ Πρόβου πρόσωπο ἦν ἡ Ἀναστασία.
Ὁ Πρόβος τὴν ἐρώτησε· ποιὸ εἶναι ὄνομά της.
Ἀναστασία λέγομαι, εἶπε ἡ ἀφεντιά της.
Μ᾿ ἔχει ἀναστήσει ὁ Χριστός, ἐσένα νὰ ντροπιάσω
πατέρα σου διάβολο δὲν θὰ τὸν δειλιάσω.
Ὁ ἀσεβὴς ὁ ἄρχοντας θέλει νὰ τὴν κερδίσῃ,
καὶ προσπαθεῖ μὲ ἤπιο τρόπο νὰ τῆς μιλήσῃ.
Τῆς εἶπε, ἄκου κόρη μου, ποὺ θὰ σὲ συμβουλεύσω,
ἂν θυσιάσῃς στοὺς θεοὺς θὰ σὲ καλοπαντρέψω.
Θὰ πάρεις ἄνδρα πλούσιο κι ἐγὼ θὰ σοῦ δωρίσω,
μέσ᾿ στὰ χρυσὰ κοσμήματα θὰ σὲ χρυσοστολίσω.
Σοῦ λέγω σὰν πατέρας σου καὶ θέλω τὸ καλό σου,
ἐὰν αὐτὰ τὰ ἀρνηθῇς, θἆναι κακὸ δικό σου.
Σὰν τέλειωσε ὁ ἄρχοντας δική του ὁμιλία,
ἐτότε μὲ ταπείνωσι μιλεῖ ἡ Ἀναστασία.
Νυμφίος εἶναι ὁ Χριστὸς γιὰ μένα ἄρχοντά μου,
ὁ θάνατος γιὰ χάρι του θὰ εἶναι ἡ χαρά μου.
Κάνε ὅ,τι ἔχεις κατὰ νοῦ, θεούς σου δὲν λατρεύω,
ξύλινους πέτρινους θεοὺς ποτὲ δὲν τοὺς πιστεύω.
Ἀγρίεψεν ὁ τύραννος σὰν τ᾿ ἄγρια θηρία,
τὸ στόμα εἶπε νὰ σπάσουνε εἰς τὴν Ἀναστασία.
Ἐσπάσανε τὰ δόντια της, τὰ αἵματα κυλοῦσαν,
στὸ πρόσωπό της ἔτρεχαν· οἱ πόνοι δὲν περνοῦσαν.
Διέταξε τότε γυμνὴ νὰ εἶναι μέσ᾿ στὴν μέση,
νὰ τὴν κοιτάζουν ἄνθρωποι καὶ νὰ τὴν ρεζιλέψῃ.
Τῆς ἔλεγε ἂν ἀρνηθῇ νὰ κάνῃ τὴν θυσία,
κομμάτια θὰ τὴν ἔκανε νὰ φᾶνε τὰ θηρία.
Στὸν ἄρχοντα ἀπάντησε διὰ τὴν γύμνωσί της,
θαυμάσιο εἶπε στολισμὸ δὲν θεωρεῖ ντροπή της.
Τὸ σῶμα μου κομμάτιασε, θέλω νὰ ὑποφέρω,
Κύριος εἶναι ὁ Πλάστης μου, σ᾿ Ἐκεῖνον τὰ προσφέρω.
Ἐθύμωσεν ὁ τύραννος καὶ πάλι διατάζει
σὲ σχάρα νὰ τὴν βάλουνε καὶ σὲ φωτιὰ νὰ βράζῃ.
Τὸ σῶμα της ψηνότανε, τὶς πλάτες της κτυποῦσαν,
οἱ πόνοι ἀπερίγραπτοι, ποὺ τὴν ἐτυραννοῦσαν.
Ἡ κόρη δὲν ἐδείλιασε, σκέφτηκε τὴν Σοφία,
ὁποὺ τὴν ἐσυμβούλευσε διὰ τὴν τυραννία.
Ἀνήμερος ὁ τύραννος σὰν τ᾿ ἄγρια θηρία,
διέταξε εἰς τὸν τροχὸν νὰ μπῇ ἡ Ἀναστασία.
Ἡ Ἁγία κάνει προσευχή, ἀπ᾿ τὸν Θεὸν ζητάει,
νὰ τῆς χαρίζῃ ὑπομονὴ ὅσο ἡ ζωὴ βαστάει.
Σὰν τέλειωσε τὴν προσευχὴ ἐτότε ἡ ἁγία,
μεγάλο θαῦμα ἔγινε εἰς τὴν Ἀναστασία.
Τὸ σῶμα ἔγινε καλά, ὁ τύραννος θωροῦσε,
πεπωρωμένος ἤτανε, τὸ θαῦμα ἀγνοοῦσε.
Εἶπε καὶ τὴν κρεμάσανε, τὴν ξύναν μὲ ξυστέρια,
ὅμως ἐξεράθηκαν τῶν δήμιων τὰ χέρια.
Ἀφαίρεσαν τοὺς δυὸ μαστοὺς ἀπ᾿ τὴν Ἀναστασία,
καὶ ἤτανε ἡ πιὸ φρικτὴ ἐτότε τιμωρία.
Τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ εἶχε ἡ Ἀναστασία,
καὶ δύναμι ἀπ᾿ τὸν Χριστὸν ζητοῦσε ἡ ἁγία.
Τῆς βγάζουν μὲ διαταγὴ τὰ δόντια καὶ τὰ νύχια,
οἱ πόνοι ἦσαν ἀφόρητοι, δὲν ἔβρισκε βοήθεια.
Ἡ ἁγία ἦταν ἥσυχη, δὲν ἔνιωθε τὸν πόνο,
εὐχαριστοῦσε τὸν Θεόν, τὸν Κύριόν της μόνο.
Ἐχλεύαζε ψεύτικους θεοὺς ἐτότε ἡ ἁγία,
ποὺ ἐλάτρευαν σὰν χαζοὶ τὴν εἰδωλολατρία.
Δίνει ἐντολὴ ὁ τύραννος νὰ ξεριζώσουν γλῶσσα,
δὲν χόρτασε ὁ ἄσπλαγχνος μαρτύριά της τόσα.
Ἐκείνη ὅταν τ᾿ ἄκουσε, ἡ μόνη αἴτησή της,
λίγο καιρὸ ἐζήτησε νὰ κάνῃ προσευχή της.
Καὶ ὅταν τὸ ἐπέτρεψαν, Θεὸν παρακαλοῦσε
γιὰ νὰ πεθάνῃ ἔνδοξα αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε.
Ἐπίσης παρακάλεσε τότε ἡ Ἀναστασία,
ἄνθρωποι ποὖναι ἄῤῥωστοι νὰ δίνῃ θεραπεία.
Καὶ ὅταν ἐτελείωσε ὅλη τὴν προσευχή της,
εὐθὺς μιὰ θεϊκὴ φωνὴ ἀκούστηκε στ᾿ αὐτί της.
Ὅ,τι ζητᾶ στὴν προσευχὴ τῆς εἶπε πῶς θὰ γίνῃ,
καὶ ἔκανε ἄῤῥωστους καλὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.
Τότε ἡ κόρη ἐμίλησε νὰ τῆς κοπῇ ἡ γλώσσα,
μαζὶ μὲ ἄλλα μαρτύρια ποὺ ἔπαθε καμπόσα.
Μὲ μιὰ τανάλια τὴν τραβοῦν μέσα στὸν λάρυγγά της,
ἐκόψανε τὴν γλώσσα της, ἐκόπηκε ἡ μιλιά της.
Τὰ ροῦχα της ἐβάφτηκαν κόκκινα μὲ τὸ αἷμα,
δικαίως ἐπερίμενε τοῦ οὐρανοῦ τὸ στέμμα.
Ἡ κόρη ζήτησε νερὸ τὸ στόμα της νὰ βρέξῃ,
καὶ τὰ λοιπὰ μαρτύρια μὲ δύναμι ν᾿ ἀντέξῃ.
Ἔτρεξε κάποιος χριστιανὸς τότε μὲ προθυμία,
καὶ ἔδωσε λίγο νερὸ εἰς τὴν Ἀναστασία.
Πρόβο τὸν ὀνομάζανε τὸν χριστιανὸ ἐκεῖνο.
ποὺ Κυρηναῖος ἔγινε σὰν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο.
Ἐπλήρωσε ὅμως ἀκριβὰ αὐτὸ τὸ τόλμημά του,
ποὺ τὴν ἁγία δρόσισε νερὸ μὲ τὴν καρδιά του.
Ὁ τύραννος διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθοῦνε,
ὁ Πρόβος κι Ἀναστασία στὸ αἷμα νὰ βουτηχτοῦνε.
Σὰν τοὺς ἀπεκεφάλισαν, τὸ σῶμα τῆς ἁγίας
ἔμεινε ἐκεῖ ἀπείραχτο, μὲ χάριτος τῆς Θείας.
Στὸν παρθενώνα προσευχὴ ἔκανε ἡ Σοφία
Θεὸς νὰ δίνῃ δύναμι εἰς τὴν Ἀναστασία.
Παρουσιάσθη ἄγγελος τότε εἰς τὴν Σοφία,
τῆς εἶπε πῶς μαρτύρησε σωστὰ ἡ Ἀναστασία.
Ἄγγελος τὴν βοήθησε, βρῆκε τὸ λείψανό της,
τ᾿ ἀγκάλιασε τὸ φίλησε παιδὶ πνευματικό της.
Τῆς μίλησε σὰν ζωντανὴ νἆν᾿ ἡ Ἀναστασία,
τὴν ὁδηγοῦσε στὸν Θεὸν πάντοτε ἡ Σοφία.
Ντυμένη μὲ ἁγνότητα καὶ λαμπροφορεμένη
βοήθησὲ με, ἔλεγε, ποὺ εἶμαι γηρασμένη.
Καὶ παρεκάλει τὸν Θεόν· ὅσο καιρὸ κι ἂν ζήσω,
τὴν βασιλεία οὐρανῶν νὰ τὴν κληρονομήσω.
Τελείωσε τὰ λόγια της ἐτότε ἡ Σοφία,
σκεπτόταν πῶς θὰ σήκωνε τὸ σῶμα τῆς ἁγίας.
Τότε δύο ἄνδρες σεβαστοὶ ἐπαρουσιαστῆκαν,
στὴν Ῥώμη πῆγαν λείψανο καὶ τὸ τοποθετῆσαν.
Τὸ λείψανο τὸ ἔβαλαν μέσα στὴν Ἐκκλησία,
μὲ τὰ βασανιστήρια ποὖχε ἡ Ἀναστασία.
Ὀκτώβρη εἴκοσι ἐννιὰ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία.
ἡμέρα ποὺ ἐμαρτύρησε ἁγία Ἀναστασία.
Γιὰ ὅλους μας κάνε προσευχὴ στὸν οὐρανὸ ἁγία,
νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς Χριστοῦ τὴν βασιλεία.
|