Ὁ ἅγιος γεννήθηκε στοῦ Ἀδριανοῦ τὴν πόλι
καὶ πατριάρχης ἔγινε ἐν Κωνσταντινουπόλει.
Πατέρας του Γεώργιος, μητέρα Εὐφροσύνη,
ἦταν γονεῖς ποὺ πίστευαν εἰς τὴν χριστιανοσύνη.
Τὸν βάπτισαν, Ἀλέξιος ἦταν τὸ ὄνομά του,
φαινόταν εὐσεβέστατος μὲ τὸ παράδειγμά του.
Ἔκανε μὲ τοὺς χριστιανοὺς ἐνάρετους παρέα,
καὶ ὠφελεῖτο ψυχικὰ καὶ πέρναγε ὡραῖα.
Ὀρφάνεψε ὁ Ἀλέξιος μικρὸς ἀπὸ πατέρα,
γράμματα ὅμως ἱερὰ διάβαζε κάθε μέρα.
Ἄφησε τὴν μητέρα του εἰς τὸν Θεὸν ν᾿ ἀνήκῃ,
καὶ ἐκεῖνος ἐταξίδευσε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη.
Εὑρῆκε ἕνα θεῖο του σὲ ἕνα μοναστήρι,
Ἀκάκιο τὸν ἔλεγαν μὲ ἄλλοι καλογῆροι.
Ἔφυγε ὁ Ἀλέξιος ἀπὸ τὸ μοναστήρι,
γιατὶ ζωὴ πνευματικὴ δὲν ζοῦν οἱ καλογῆροι.
Στ᾿ Ἅγιον Ὄρος ἔπειτα εἶχεν ἀποφασίσει
τὰ μοναστήρια εἴκοσι νὰ πάῃ νὰ προσκυνήσῃ.
Πετοῦσε σὰν τὴ μέλισσα, ἔβρισκε τοὺς πατέρες,
μέλι ἔτρωγε πνευματικὸ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.
Ἀγάπησε τὴν ἄσκησι καὶ τὴν σκληραγωγία,
ξυπόλητος περπάταγε εἰς μακριὰ πορεία.
Χιτώνα ἐξωτερικὰ πάντοτε ἐφοροῦσε,
καὶ τρίχινα κατάσαρκα τὸ σῶμα ἐνοχλοῦσε.
Ἔτρωγε λίγο στὴν τροφὴ τὸ πρόσωπο δὲν πλύνει,
καὶ γιὰ κρεβάτι ὁ ἅγιος εἶχε τὴ γῆ γιὰ κλίνη.
Κάτω στὴ γῆ κοιμότανε σὰν ἔγινε δεσπότης,
ἔδειχνε τὴν ταπείνωσι νὰ βλέπει ἡ ἀνθρωπότης.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος γύρισε, μονὴ τοῦ Ἐσφιγμένου,
καὶ ἔκανε ὑπακοὴ πάντοτε τοῦ ἡγουμένου.
Σὰν ὑπηρέτης ὁ Ἀκάκιος ἦταν στὸ μοναστήρι,
ἐπὶ δυὸ χρόνια συνεχῶς μαζὶ μὲ καλογῆροι.
Δὲν εἶχε οὔτε δωμάτιο, ψάθα, οὔτε κρεβάτι,
ὅλη τὴν νύκτα ἔψαλλε, δὲν ἔκλεινε τὸ μάτι.
Ποτέ του δὲν ἐκάθησε νὰ φάῃ στὸ τραπέζι,
μόνο ἔτρωγε τὰ ψίχουλα γλυκὰ σὰν πετιμέζι.
Τρία χρόνια ἐκάθισε ἐκεῖ πρωὶ καὶ βράδυ,
ποτὲ δὲν ἐδοκίμασε στὸ μοναστήρι λάδι.
Ἤξερε καὶ μαγείρευε φαγιὰ πολὺ ὡραῖα
τάϊζε ἄλλους μοναχοὺς δὲν ἔκανε παρέα.
Εἶχε πολλὴν ἐγκράτεια πάντα στὸν ἑαυτό του,
καὶ ὅλοι τότε σέβονταν πρόσωπο τὸ δικό του.
Γιὰ ν᾿ ἀποφύγῃ ἔπαινο τότε ἀπὸ τοὺς ἀνθράπους,
ἐγίνηκε προσκυνητὴς εἰς τοὺς ἁγίους τόπους.
Γύρισε προσκυνήματα, πῆγε στὸν Ἰορδάνη,
ἐκεῖ ποὺ ἐβαπτίστηκε Χριστὸς ἀπὸ Ἅη Γιάννη.
Εἰς τὸ ὄρος Γαλήσσιον βρῆκε ἕνα μοναστήρι,
ἐκάθησε ἐκεῖ χρόνια ὀκτὼ μὲ ἄλλοι καλογῆροι.
Ἔγινε μεγαλόσχημος στὰ διακονήματά του
καὶ τότε Ἀθανάσιον ἔλεγαν τ᾿ ὄνομά του.
Μὲ δάκρυα προσηύχετο εἰς τὸν Ἐσταυρωμένο,
καὶ τὸ μυαλό του στὸν Θεὸν εἶχε προσηλωμένο.
Καὶ ἡ εἰκόνα μίλησε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
κι εἶπε στὸν Ἀθανάσιο ἐπίσκοπος θὰ γίνῃς.
Τ᾿ ἄκουσε ὁ Ἀθανάσιος στὴ γῆ γόνατα βάνει,
δοξολογοῦσε τὸν Θεὸν τιμὴ ποὺ θὰ τοῦ κάνει.
Στὸ ὄρος τὸ Γαλήσσιο ἐκάθισε δέκα χρόνια,
στ᾿ Ἅγιον Ὄρος ξεκινᾶ πνευματικὸν ἀγώνα.
Ἤτανε αὐτοκράτορας τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
τοῦ Βυζαντίου Ἀνδρόνικος τὴν πόλι διευθύνει.
Στὴν πόλι θὰ ψηφίζανε νὰ κάνουν πατριάρχη,
καὶ κάλεσε Ἀθανάσιο τὴν θέση αὐτὴ γιὰ νἄχῃ.
Ἐκεῖνος τὸ ἀπέῤῥιψε, ἤθελε ἡσυχία,
νὰ ζήσῃ εἰς τὴν ἔρημο κι ὄχι πατριαρχεῖα.
Ἀρνήθηκε, τοῦ μίλησαν ἀρχιερεῖς μὲ στόμφο,
ἦταν ἀνάγκη νὰ γενῇ ποιμένας τῶν ἀνθρώπων.
Τοῦ εἶπαν· ἂν τὸ ἀρνηθῇ πὼς θὰ λογοδοτήσῃ,
μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ Χριστὸν ὅταν γενῇ ἡ κρίσι.
Ἐτότε ὁ Ἀθανάσιος θυμήθηκε ὀπτασία,
ποὺ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἄκουσε ὁμιλία.
Καὶ τότε ἐφοβήθηκε μήπως γι᾿ αὐτὴ τὴν πράξι
στενοχωρήσῃ τὸν Θεὸν καὶ δὲν βρεθῇ ἐντάξει.
Τότε παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν βασιλέα,
καὶ πατριάρχης ἔγινε, περνούσανε ὡραῖα.
Σὲ ὄχι καλὴ κατάστασι εὑρῆκε τὴν Ἐκκλησία,
ποὺ τότε οἱ αἱρετικοὶ μισοῦσαν τὴν θρησκεία.
Κοπίασε ὁ ἅγιος νὰ βρῇ γραμμὴ ευθεία,
ποὺ τοὺς ἀδίκους ἤλεγχε μὲ δίχως ἀφοβία.
Ὁ διάβολος ἐφθόνησε τότε ἀπέναντί του,
μερίδα κλήρου καὶ λαοῦ γινήκανε ἐχθροί του.
Στὸν βασιλέα εἴπανε κι αὐτὸς νὰ τὸν μισήσῃ,
καὶ πατριάρχη ἥσυχο νὰ τοὺς χειροτονήσῃ.
Ὁ βασιλέας ἤξερε τὴν ἀρετὴ τοῦ ἁγίου
καὶ δὲν τοὺς δίνει προσοχή, γνώμη εἶχαν τοῦ Ἀρείου.
Τότε ἐξαγριώθηκαν, θέλουν παραίτησί του,
ὁ βασιλιὰς στὸν Ἅγιο συζήτησε μαζί του.
Ἤρεμος ἦν ὁ ἅγιος στὸν βασιλιὰ μιλοῦσε
πὼς τοὺς ἀδίκους ἔλεγχε, δικαίους ἐπαινοῦσε.
Ἀφήνω κλῆρο καὶ λαὸ κι ἀμέσως παραιτοῦμαι,
ἀγάπη θέλει ὁ Θεὸς στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ ζοῦμε.
Φεύγει ἀπὸ τὴν πόλι ὁ ἅγιος, πάει σὲ μοναστήρι,
καὶ δέκα χρόνια κάθισε, μαζὶ μὲ καλογῆροι.
Ὁ Ἰωάννης ἔλαβε τότε τὴν ἐξουσία,
δὲν ἤλεγχε ποὺ ἔβλαπταν Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησία.
Κι ἐκεῖνος παραιτήθηκε μετὰ ἐννέα χρόνια,
ποὺ ἔβλεπε τὴ σύγχυσι, δὲν θέλανε κανόνα.
Γράφει ὁ Ἀθανάσιος, ὅτι σεισμὸς θὰ γίνῃ,
καὶ πράγματι ἔγινε σεισμὸς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Σὰν ἄκουσε ὁ βασιλιὰς ἁγίου προφητεία,
κάλεσε Ἀθανάσιο ποιμένα εἰς Ἐκκλησία.
Ἄνθρωποι τὸν συνόδευσαν, χωρὶς τὴν θέλησί του,
στὸν θρόνο πατριαρχικὸν ἐζούσανε μαζί του.
Θεάρεστα τὰ ἔργα του ἤτανε τοῦ ἁγίου,
προστάτευε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ αἵρεσι Ἀρείου.
Τρέφει πτωχοὺς καὶ ὀρφανά, χῆρες καὶ πεινασμένους,
ἐβοηθοῦσε ἄῤῥωστους καὶ τοὺς κατατρεγμένους.
Στὴν πόλι πείνα ἔφθασε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
προέτρεπε τοὺς πλούσιους στὴν ἐλεημοσύνη.
Γιὰ νὰ μοιράζουν στοὺς πτωχοὺς ποὺ ἦσαν ἀδελφοί τους,
ροῦχα, παπούτσια, τρόφιμα νὰ ζήσουνε μαζί τους.
Ὁ διάβολος ἐφθόνησε τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου,
καὶ νὰ τὸν διώξῃ ἤθελε ἐκ τοῦ Πατριαρχείου.
Ὀκτὼ χρόνια κυβέρνησε εἰς τὸ πατριαρχεῖον,
κι ἐθέλαν νὰ τὸν διώξουνε ἓν μέρος τῶν ἀγρίων.
Μὲ κακοήθεις λογισμοὺς ἅγιο πολεμοῦνε,
καὶ εἰς τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ δὲν θέλουν νὰ σωθοῦνε.
Τότε ὁ Ἀθανάσιος δὲν ὑποφέρει πόνο,
γι᾿ αὐτὸ ἐπαραιτήθηκε ἑπόμενο τὸν χρόνο.
Ἔφυγε εἰς τὴν ἔρημο, στὸ καταφύγιό του,
καὶ προσευχόταν στὸν Θεόν, εὑρῆκε τὸν ἑαυτό του.
Ἐνήστευε πάρα πολὺ σὲ ὅλη τὴ ζωή του,
τὰ μέλλοντα προφήτευε, Θεὸς ἦταν μαζί του.
Ἐπίσκεψι οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἔκαναν κοντά του,
ὅλη ζωή του θαύματα καὶ ἁγιότητά του.
Καὶ τώρα λίγα θαύματα ἂς γράψομε τοῦ ἁγίου,
ποὺ ἀνθρώπους ἐθεράπευε μὲ χάρι τοῦ Κυρίου.
Ἀῤῥώστησε ἕνας μοναχός, Ὑάκινθος ὄνομά του,
τ᾿ ἁγίου ἦταν μαθητής, τὸν εἶχε συντροφιά του.
Καρκίνο εἶχε στὸ λαιμό, καθημερινῶς βογγοῦσε,
ἦταν ἀσθένεια βαρειά, πολὺ τὸν ἐπονοῦσε.
Πολλὲς φορὲς στὸ δάσκαλο παράκλησι εἶχε κάνει,
νὰ τὸν κοιτάξῃ ἕνας γιατρός, μὴν πέσῃ καὶ πεθάνῃ.
Ὁ ἅγιος τὸν συμβούλευσε Θεὸν νὰ ἱκετεύσῃ,
ποὖναι μεγάλος ἰατρὸς καὶ θὰ τὸν θεραπεύσῃ.
Αἱμοῤῥοῶν ὁ ἄῤῥωστος θυμήθηκε στὴν πίστι,
καὶ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἀμέσως εὐσπλαγχνίσθη.
Τὸ σκέφτηκε ὁ ἄῤῥωστος, κάνει τὸ ἴδιο πράγμα,
ῥάσο τ᾿ ἁγίου ἄγγιξε καὶ ἔγινε τὸ θαῦμα.
Ὁ μοναχὸς λυτρώθηκε, εὑρῆκε θεραπεία,
σταμάτησαν οἱ πόνοι του καὶ εἶχε τὴν ὑγεία.
Σὰν ἔφθασε τὸ τέλος του, καλεῖ τοὺς μαθητὲς του,
μὲ σεβασμὸ ἀκούσανε ὅλοι τὶς συμβουλὲς του.
Γιὰ τρεῖς μεγάλες ἀρετὲς λέγει τὴν ὥρα ἐκείνη,
ἀγάπη καὶ ταπείνωσι καὶ ἐλεημοσύνη.
Νὰ τὶς φυλάξετε αὐτὲς μὲ ὅλη τὴν ψυχή σας
κι ὅλοι νὰ ἐγκρατεύεσθε κατὰ τὴν δύναμί σας.
Μία φορὰ τοὺς ἔλεγε νὰ τρῶτε τὴν ἡμέρα,
ὡς ἔχομε παράδοσι ἀπ᾿ ἅγιους πατέρας.
Ἀκάθαρτες καὶ ρυπαρὲς σκέψεις νὰ μὴ δεχτεῖτε,
γιατὶ μολύνουν τὴν ψυχὴ καὶ ὅλοι νὰ φυλαχθεῖτε.
Ἔγινε ἑκατὸ χρονῶν τότε στὴν ἡλικία,
παρέδωκεν εἰς τὸν Θεὸν ψυχή του τὴν ἁγία.
Ὁ ἅγιος ἐκοιμήθηκε εἴκοσι ὀκτὼ Ὀκτωβρίου
κι ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου.
|