Γεννήθηκε ὁ ἅγιος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
σὲ ἕνα χωρίο Ταβαθᾶ ποὺ εἶναι στὴν Παλαιστίνη.
Μέσα ἀπ᾿ τὰ ἀγκάθια φύτρωσε ἄνθος καλὸ στὶς στράτες,
γιατὶ κι οἱ δύο του γονεῖς ἦσαν εἰδωλολάτρες.
Μὲ ὅλη τὴν ἀπιστία τους τὸν θέλαν οἱ γονεῖς του,
νὰ μορφωθῇ σοφὸ παιδὶ νἆν᾿ ἡ ἀνατροφή του.
Πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐτότε νὰ σπουδάσῃ,
ἐγνώρισε χριστιανοὺς καὶ σχέση ἔχει πιάσει.
Μαζί τους τότε ἔμαθε γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
κι ἀμέσως ἀπαρνήθηκε τὴν εἰδωλολατρία.
Δὲν πήγαινε στὰ θέατρα, οὔτε ἱπποδρομία,
στὴ σύναξι τῶν χριστιανῶν πήγαινε κατ᾿ εὐθεία.
Τὸν ἅγιον Ἀντώνιον πάει νὰ ἀνταμώσῃ,
στὴν ἔρημο ποὺ ἀσκήτευε μόρφωσι νὰ τοῦ δώσῃ.
Τὸν βρῆκε καὶ ἐθαύμασε τὴν ἐλευθέρα γνώμη,
μὰ καὶ τὴν γενναιότητα ποὺ εἶχε ἡ ψυχή του ἀκόμη.
Τὴν σκέψι του κατέλαβε καὶ Ἱλαρίων γνώμη,
ποὺ εἶχε ἁγιότητα καὶ ἀρετὴ ἀκόμη.
Σὲ δύο ἡμέρες μοναχὸ κάνει τὸν Ἱλαρίων·
στὴ συνοδεία ἤτανε ἐνάρετος στὸν βίον.
Σὲ ἀγρυπνίες, προσευχές, κι ἐγκράτεια μεγάλη,
ἀγάπη καὶ ταπείνωσι στὸν ἑαυτό του βάλλει.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ταπείνωσι τοῦ δείχνει,
πῆγε στὴν ἔρημο βαθειὰ καὶ μόνο τὸν ἀφήνει.
Τὸν Ἱλαρίωνα ἔστειλε ἀμέσως στὴν πατρίδα,
καὶ τοὖπε νὰ πορευτῇ μὲ τοῦ Χριστοῦ ἐλπίδα.
Ὁ Ἱλαρίων στράφηκε τότε στὴν Παλαιστίνη,
μὰ οἱ γονεῖς του πέθαναν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Ὅ,τι ἐκληρονόμησε τότε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του,
τὰ μοίρασε εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ τίποτα μαζί του.
Ἔτσι πτωχὸς ξεκίνησε, Χριστὸν νὰ ἀγκαλιάσῃ,
τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ θέλησε νὰ ἀπολαύσῃ.
Ἀμέσως ἐξεκίνησε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη,
δέκα καὶ πέντε ἐτῶν εἶχε τότε γίνει.
Σὲ ἕνα χιλιόμετρο ποὺ εἶχε περπατήσει,
εὑρῆκε ἕνα σπήλαιο ἐκεῖ νὰ κατοικήσῃ.
Φόρεμα εἶχε τρίχινο καὶ δέρμα πανωφόρι,
ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀντώνιο ἐκεῖνο μόνο ἐφόρει.
Τὸν φθόνησε ὁ διάβολος μικρὸν στὴν ἡλικία,
τὸν πολεμᾶ μὲ πειρασμοὺς καὶ σκέψεις στὴν πορνεία.
Αἰσχροὺς τοῦ βάζει λογισμοὺς νὰ ἔχῃ ἐμπροστά του,
μὰ ἀνταγωνιζότανε, ἔφευγε μακριά του.
Βασάνιζε τὸ σῶμα του, ἐνήστευε, πεινοῦσε,
ἔσκαβε καὶ τὸν κῆπο του, τὴν νύχτα ἀγρυπνοῦσε.
Μὲ δάκρυα στὰ μάτια του τὸ στῆθος του κτυποῦσε,
καὶ τὴν ἐξ ὕψους δύναμι πάντοτε ἐζητοῦσε.
Κάθε τρεῖς ἡμέρες ἔτρωγε χόρτα νὰ μὴν πεθάνῃ,
ἐνίκησε τὸν ἀντίπαλο ποὺ τοὔφερνε τὴν πλάνη.
Τοῦ ἔβανε στὴ σκέψη του γυναίκα καὶ παιδία,
καὶ ἄλλοτε τὸν φοβέριζε μὲ ἄγρια θηρία.
Τὴν νύκτα ποὺ κοιμότανε τοῦ κτύπαγε τὴν πόρτα,
βαστᾷ τὸ ὅπλο τοῦ Σταυροῦ, προσεύχεται σὰν πρῶτα.
Καὶ ἐκεῖ ποὺ τρέχανε ἐπάνω του ἵπποι καὶ ἀναβάτες,
εὐθὺς γινῆκαν ἄφαντοι καὶ ἄδειασαν οἱ στράτες.
Κοίτα, νικήθηκε ὁ ἐχθρός, πάλι τόνε πειράζει,
γυναῖκες μέσ᾿ στὸν ὕπνο του γυμνὲς παρουσιάζει.
Ὅταν τὴν ἐργασία του στὸν κῆπο εἶχε ἀρχίσει,
γυναῖκες τοῦ βάζει στὸ νοῦ, νὰ πάῃ νὰ ἁμαρτήσῃ.
Τοῦ δείχνει ὡραῖα φαγητὰ νὰ ἔχῃ γιὰ τροφή του,
ποὺ λίγα σῦκα ἔτρωγε νὰ ζήσῃ τὴ ζωή του.
Σὰν ἔκανε τὴν προσευχὴ τότε ὁ Ἱλαρίων,
σὰν λύκος ἐφαινότανε ἢ ἕνας τῶν θηρίων.
Τίποτε ὅμως ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν τὸν ἐπηρεάζει,
εἶχε τὸν νοῦ του στὸν Θεόν, καλύβα του κοιτάζει.
Ἐμπῆκε στὴν καλύβα του στὰ χρόνια ἦταν δεκαέξι,
κι ἔμεινε ὡς τὰ εἴκοσι στὸ κρύο καὶ στὴ ζέστη.
Ψωμὶ κι ἁλάτι ἔτρωγε τὴν πείνα νὰ δαμάσῃ,
λάδι ὡς τριανταοκτὼ χρονῶν δὲν εἶχε δοκιμάσει.
Τὸ φῶς δὲν βλέπει καθαρά, ἔπαθε καὶ λειχῆνες,
καὶ λίγο λάδι ἔτρωγε τότε μὲ λαχανίδες.
Ὄσπρια, φροῦτα καὶ τροφὴ δὲν εἶχε δοκιμάσει,
καὶ τὴν ἐνάτη στὴν ζωὴ δὲν εἶχε πιὰ χαλάσει.
Καὶ ὅταν ἦταν ἄῤῥωστος ἡ τάξις τοῦ ἁγίου,
ἔτρωγε καθημερινὰ μὲ δύσι τοῦ ἡλίου.
Καὶ τώρα ποὺ ἐμάθαμε γιὰ τὴν ἐγκράτειά του,
ἂς δοῦμε λίγα στὴ ζωὴ ἀπὸ τὰ θαύματά του.
Ἦταν δέκα ὀκτὼ ἐτῶν, κοιμόταν στὴν καλύβα,
ληστὲς ἐπήγανε ἐκεῖ, τὸν ἅγιο δὲν εἶδαν.
Ἔξαφνα βλέπουν τὸ πρωῒ τὸν ἅγιο μπροστά τους,
τοὺς τύφλωσε ὁ Κύριος ποὺ ἦταν στὴ συντροφιά τους.
Ρωτήσανε τὸν ὅσιο γιὰ νὰ τοὺς ἀπαντήσῃ,
ἂν τὸν ληστεύανε ληστὲς τὶ εἶχε ἀποφασίσει.
Ὁ ἅγιος στὴν ἐρώτησι αὐτὴ ἀπολογᾶται·
σὰν εἶν᾿ γυμνὸς ὁ ἄνθρωπος, ληστὲς δὲν τοὺς φοβᾶται.
Ἄν σὲ σκοτώσουν ἔξαφνα, τότε τὶ θὰ κάνῃς;
ἂν ἕτοιμος ὁ ἄνθρωπος, θάνατος δὲν τὸν πιάνει.
Ληστὲς σὰν τἄκουσαν αὐτὸ θαύμασαν καὶ κοιτᾶνε,
καὶ ὅλοι ἀπὸ τὸν ἅγιον συγχώρησι ζητᾶνε.
Γυναίκα ἦταν ἄτεκνη, τὴν εἶχε εὐλογήσει,
ὅταν τὸ ἔτος γύρισε παιδὶ εἶχε ἀποκτήσει.
Ἄλλη γυναίκα μὲ παιδιὰ ἄῤῥωστα εἶχε τρία,
δὲν ἠμποροῦσαν οἱ γιατροὶ νὰ δώσουν θεραπεία.
Ἐπῆγε καὶ τὰ σταύρωσε τὰ ἄῤῥωστα παιδία,
ὅλα τους ἔγιναν καλά, εὑρῆκαν τὴν ὑγεία.
Γυναίκα ἤτανε τυφλὴ ἐτότε δύο χρόνια,
καὶ ἦρθε εἰς τὸν Ὅσιο, τῆς ἔβαλε κανόνα.
Λεπτὰ ποὺ πῆραν οἱ γιατροὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
θὰ ἔβλεπε ἂν τὰ ἔδινε σὲ ἐλεημοσύνη.
Τὴν πόνεσε ὁ ἅγιος, τὴν ἔφτυσε στὰ μάτια,
φωτίστηκε καὶ ἔβλεπε, θάλασσα, γῆ, παλάτια.
Εἷς νέος ἐκαυχήθηκε διὰ τὴν δύναμί του,
εὐθὺς ἐδαιμονίστηκε, ἦν σατανᾶς μαζί του.
Μὲ ἁλυσίδες δέθηκε ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του,
σὰν ξύλα τὶς ἐπέταγε μ᾿ ὅλη τὴ δύναμί του.
Οἱ συγγενεῖς τὸν ἔφεραν τότε στὸ μοναστήρι,
ποὺ Ἱλαρίων ἤτανε καὶ ἄλλοι καλογῆροι.
Τὸν ἐσταύρωσε ὁ ἅγιος στὸ ὄνομα Κυρίου,
τὸν νέον ἐλευθέρωσε ἀπὸ δόντια τοῦ θηρίου.
Ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι του, ἐκεῖ νὰ ἡσυχάζῃ,
εὐχαρίστησε τὸν ἅγιον καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει.
Μία καμήλα τοὔφεραν ποὺ ἦταν μαγεμένη,
ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα της ἔβγαζε ἡ καημένη.
Τὴν σταύρωσε ὁ ἅγιος, γιατρεύτηκε ἡ καμήλα,
ποὺ τοὺς ἀνθρώπους ἔπιανε τότε ἀνατριχίλα.
Εἰδωλολάτρες βάπτισε εἰς τὴν Ὀρθοδοξία,
καὶ ἔγιναν ὅλοι χριστιανοὶ σὲ ἀληθινὴ θρησκεία.
Δὲν ἤθελε ὁ ἅγιος κανεὶς νὰ τὸν τιμήσῃ,
μονάχα πάντα μὲ Χριστὸν θέλει νὰ κατοικήσῃ.
Κατέκρινε ὁ ὅσιος κάθε φιλαργυρία,
βραβεύει ὅσοι εἴχανε πολλὴ φιλοξενία.
Ἐπρόβλεψε τὸν θάνατο ἁγίου Ἀντωνίου,
διότι εἶχε χάρισμα πνεύματος παναγίου.
Τὴν νύκτα φεύγει ὁ ἅγιος, γιατὶ τὸν ἐπαινοῦσαν,
καὶ χιλιάδες εἴκοσι τότε ἀναζητοῦσαν.
Ἐπέμενε ὁ ὅσιος, στὴν ἔρημο πηγαίνει,
καὶ κλαίγανε οἱ ἄνθρωποι, ἦν παραπονεμένοι.
Στὸ μοναστήρι ἔφτασε τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου,
νὰ προσκυνήσῃ ἤθελε τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἀπὸ μετριοφροσύνη
ἠθέλησε ὁ τάφος του ἄγνωστος νὰ ἀπομείνῃ.
Σ᾿ ἕνα χωριὸ ἐζήτησαν βοήθεια τοῦ ἁγίου,
ζῶα κι ἀνθρώπους ἔτρωγε τὸ στόμα ἑνὸς θηρίου.
Ἀμέσως ἄναψαν φωτιὰ πολὺ σ᾿ ἕνα καμίνι,
καὶ στὸ θηρίο ὁ ἅγιος διαταγὴ τοῦ δίνει.
Ἔπεσε πάνω στὴ φωτιὰ καὶ στάχτη εἶχε γίνει,
κι ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη.
Κόσμος δοξάζει τὸν Θεὸν ποὺ σκότωσε θηρίον,
καὶ γιὰ τὴν Κύπρο ἔφυγε τότε ὁ Ἱλαρίων.
Κύπριοι ποὺ ἦσαν ἀσθενεῖς ἐτρέχανε κοντά του,
ὅλους τοὺς ἐθεράπευε μὲ θεῖα θαύματά του.
Ἠσθένησε ὁ ἅγιος καὶ κάνει διαθήκη,
λίγα βιβλία Ἁγίας Γραφῆς γράφει σὲ ποιὸν ἀνήκει.
Κατάλαβε ὁ ἅγιος διὰ τὴν κοίμησί του,
θάνατο δὲν ἐδείλιαζε καὶ λέγει στὴν ψυχή του.
-Ἔβγα ψυχὴ καὶ πήγαινε εἰς τὸν Χριστὸν κοντά του,
ἑβδομήντα χρόνια στὴν ζωὴ εἶχες τὴν συντροφιά του.
Κάνει σημεῖον τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ ψυχή του βγαίνει,
καὶ ὁ Χριστὸς στὸν οὐρανὸ τήνε παραλαβαίνει.
Τὸ ἱερόν του λείψανο κεῖται στὴν Παλαιστίνη,
μὲ εὐλάβεια καὶ μὲ χαρὰ τὸ τίμησαν ἐκεῖνοι.
Εἴκοσι μία ἤτανε μηνὸς τοῦ Ὀκτωβρίου,
ποὺ Ἱλαρίων ἔφθασε εἰς τάς αὐλὰς Κυρίου.
Ὅσιε Ἱλαρίων μου, στὸν οὐρανὸν ἐπάνω
ἐπῆρες ὡς ἀνταμοιβὴ τὴν δόξα τῶν στεφάνων.
|