20 Ὀκτωβρίου
Ὅσα κι ἂν γράψῃ ὁ ἄνθρωπος γιὰ βίους τῶν ἁγίων, Αὐτὸ συνέβη καὶ ἐδῶ, νύμφη Χριστοῦ Ματρώνα, Στὴν Βολισσὸ γεννήθηκε, σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Χίου, Λέων ἦν ὁ πατέρας της, μητέρα της ἡ Ἄννα, Ἤτανε ἡ μικρότερη, τὴν λέγανε Μαρία, Γονεῖς σὰν τὴν μεγάλωσαν θέλουν νὰ τὴν παντρέψουν Ἐκείνη ἀπεφάσισε νὰ ζήσῃ παρθενίᾳ, Ἀπὸ τὸ σπίτι ἔφυγε, γονεῖς καὶ συγγενεῖς της, Τώρα ἀγῶνες τοὺς σκληροὺς ἀρχίνησε καὶ πάλι, Ἐνήστευε, προσηύχετο, πάντοτε ἀγρυπνοῦσε, Γονεῖς της ἐλυπήθηκαν ποὺ ἔφυγεν ἡ κόρη, Γι᾿ αὐτὸ ἀποφασίσανε νὰ πᾶνε νὰ τὴν βροῦνε, Τὴν βρῆκαν, τὴν παρακαλοῦν στὸ σπίτι νὰ γυρίσῃ, Τότε τὴν παρακάλεσαν νὰ παντρευτῇ καὶ πάλι, Ἀφοῦ εἴδανε στενὴ ὁδὸ θέλει νὰ περπατήσῃ, Κληρονομιὰ τῆς ἔδωσαν ἀπ᾿ τὴν περιουσία, Χῆρες, φτωχοὺς καὶ ὀρφανά, μὰ καὶ στὴν ἐκκλησία Εἰς τὸ βουνὸ ἀνέβηκε, ἦν γυμνασμένη τώρα, Βρῆκε μητέρα μοναχὴ μὲ δύο θυγατέρες, Τὴν κούρεψαν καὶ μοναχὴ ἔγινε ἡ Μαρία, Τὸ μοναστήρι ἦταν μικρό, λίγες ψυχὲς χωροῦσε, Τῆς εἶπε, θὲς γερόντισσα ἂν ἔχω εὐλογία, Αὐτὸ κι ἐγὼ ἐπιθυμῶ, ἀπήντησεν ἐκείνη, Ματρώνα τότε ἀπάντησε, θὰ εὕρῃ Θεὸς τὸν τρόπο Ἐπῆρε ἀπ᾿ τὴν γερόντισσα ἄδεια κι εὐλογία Ἐπῆρε ὅλα τὰ χρήματα καὶ στὴν μονὴ πηγαίνει, Ὅταν μὲ χάρι τοῦ Θεοῦ ναὸς ἐτελειώθη, Μὰ τότε καὶ ἡ γερόντισσα τελείωσε ἡ ζωή της, Καὶ τότε οἱ καλόγριες παρακαλοῦν Ματρώνα Καὶ ὅλες τὴν ἐξέλεξαν παρὰ τὴν θέλησί της Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ κοιμηθῇ Ματρώνα ἡ Ὁσία, Ὅλες τὶς ἐσυμβούλεψε πρὶν τὴν ἑβδόμη μέρα, Τὰ ἅγια μυστήρια τότε εἶχε κοινωνήσει, Τὸ σῶμα της τὸ ἔθαψαν μέσα στὴν ἐκκλησία, Τοῦ Ὀκτωβρίου εἴκοσι ἦν ἡμερομηνία, Τὰ θαύματα εἶναι πολλὰ ποὺ ἔκανε ἡ Ματρώνα, Ἀνέστησε ἕνα νεκρὸ ποὺ ἦταν παλληκάρι, Ἀῤῥώστησε Ἀγαρηνὸς στὴν πόλι Μαγνησία, Μὲ δύο πόδια ἦρθε κουτσὸς ἕνας ἀπ᾿ τὴν Εὐρώπη, Εἴκοσι Ὀκτωβρίου ἤτανε ἡ ἡμερομηνία, Ἀπὸ τὴν Κρήτη ἕνας τυφλὸς ἐπῆγε στὴν Ὁσία, Κωφάλαλο ἐθεράπευσε στ᾿ αὐτιὰ καὶ στὴ λαλιά του Ἀπὸ τὴ Σίφνο μιά μουγγὴ πῆγε νὰ προσκυνήσῃ, Τὸ ὄνομά της στήν μουγγὴ ὁ ἱερεὺς ρωτάει Ὁ ἱερεὺς εὐχήθηκε ἡ χάρις τῆς ἁγίας Στοῦ ἱερέα προσευχὴ κάνει ἡ ἁγία θαῦμα, Κι ἄλλη γυναίκα ἄῤῥωστη μὲ τὴν κοιλιὰ πρησμένη, Ἀπ᾿ τὴν κανδήλα ἀλείφτηκε λαδάκι τῆς ἁγίας, Ἀπὸ τὴν πόλι ἔφεραν μιὰ δαιμονισμένη, Ἁγιασμὸ τὴν πότισαν στὸ στόμα της λιγάκι, Μεγάλη ἦν ἡ χάρις σου ἁγία μας Ματρώνα, |