16 Σεπτεμβρίου & 11 Ἰουλίου
Ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἔζησε ἡ Εὐφημία, Στὴν Χαλκηδόνα ἤτανε τότε καταγωγή της· Ἦσαν κι δύο χριστιανοί, πατέρας καὶ μητέρα, Ξέσπασε μέγας διωγμὸς ἀπὸ εἰδωλολάτρες, Ἔφτασε τότε ἡ γιορτὴ γιὰ τὸν Θεὸν τὸν Ἄρη, Ὅποιος τὸν Ἄρη τὸν θεὸ δὲν τόνε προσκυνήσῃ, Τότε ἐσυγκεντρώνοντο οἱ χριστιανοὶ στὰ σπίτια, Σὲ σύναξι χριστιανῶν ἦταν κι ἡ Εὐφημία, Συλλάβανε τοὺς χριστιανούς, στὸν ἄρχοντα τοὺς πᾶνε, Τοὺς ἀνακρίνει ὁ ἄρχοντας, δικό του τὸ τροπάρι, Οἱ χριστιανοὶ τοῦ μίλησαν μὲ θάῤῥος καὶ ἀνδρεία, Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ τύραννος, ἄναψε ἀπ᾿ τὸ θυμό του, Εἴκοσι μέρες φυλακὴ ἀλύπητα τοὺς σέρνουν, Τοὺς βγάνει ἀπ᾿ τὴ φυλακή, τοὺς δίνει ὁδηγία, Ἀδύνατο νὰ ἀκούσωμε δικήν σου ὁδηγία, Καὶ δεύτερο ξυλοδαρμὸ δίνει στὰ παλληκάρια, Ὁ ἄρχοντας τότε κάλεσε κοντά του τὴν Ἁγία, Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε πῶς δὲν θὰ δειλιάσῃ, Νὰ τήνε βάλουν στὸν τροχό, νὰ συντριβῇ τὸ σῶμα, Οἱ πόνοι ἤσανε φρικτοί, κάνει τὴν προσευχή της, Θεὸς ἀκούει προσευχή, ἀπ᾿τὸν τροχὸ τὴν λύνει, Οἱ δήμιοι φοβήθηκαν, βάσανα σταματοῦνε, Ὁ τύραννος τυφλώθηκε ἀπ᾿ τὸν ἐγωισμό του, Μὲ τόλμη τότε ἀπαντᾷ στὸν τύραννο ἡ Ἁγία· Τότε καμίνι ἄναψαν· ὁ Βίκτωρ κι ὁ Σωσθένης Βλέπουμε καὶ πιστεύουμε ἀληθινὴ θρησκεία, Τοὺς φυλακίζει καὶ τοὺς δυό, τοὺς βάζει τιμωρία, Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ τήνε βοηθήσῃ, Δυὸ ὑπηρέτες ἔριξαν Ἁγίαν στὸ καμίνι, Ξαναρωτᾷ ὁ τύραννος Βίκτορα καὶ Σωσθένη, Κι οἱ δύο ἐπιστέψανε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία, Βαπτίστηκαν οἱ ἀθλητὲς μὲ μαρτυρίου αἷμα, Ἐπῆραν τότε χριστιανοὶ τ᾿ ἅγια λείψανά τους Διέταξε ὁ τύραννος νὰ φέρουν τὴν Ἁγία Στὸ δρόμο προσευχότανε καὶ τότε ἡ ἁγία, Ἡ Εὐφημία τ᾿ ἀποκρίνεται πὼς προσκυνοῦν λιθάρια, Ἐθύμωσε ὁ τύραννος κι ἀμέσως διατάζει Ὁ τύραννος διέταξε δεξαμενὴ μεγάλη Νὰ βάλουν στὴν δεξαμενὴ τῆς θάλασσας θηρία Ἐμπῆκε μέσα στὸ νερὸ ἔκανε τὸν σταυρό της, Τὰ σώματά τους πρόσφεραν ἐτότε τὰ θηρία, Ὁ Πρῖσκος ποὺ ἦταν τύραννος ἔβλεπε κι ἀποροῦσε, Τότε κι ἄλλα μαρτύρια ἔβαλε στὴν Ἁγία, Πέρασε καὶ τὰ πάτησε δίχως κακὸ νὰ πάθῃ, Πέρασαν, τοὺς κατέκοψαν τὰ φοβερὰ μαχαίρια Ἡ Ἁγία κάνει προσευχὴ Χριστὸν νὰ εὐχαριστήσῃ Τύραννος ὁ παμπόνηρος μιλεῖ στὴν Εὐφημία Ὀρθὰ κοφτὰ τοῦ μίλησε τοῦ Πρίσκου ἡ Ἁγία· Πιστεύεις πὼς τὰ εἴδωλα ἐγὼ θὰ προσκυνήσω Ἀγρίεψεν ὁ τύραννος, δὲν ξέρει τὶ νὰ γίνῃ, Πριόνια φέρνει κοφτερὰ τὶς σάρκες της νὰ σχίσουν, Μὰ τὰ πριόνια στράβωσαν στὸ σῶμα τῆς Ἁγίας, Διέταξε ὁ τύραννος ἐτότε τὴν Ἁγία, Ἀρκοῦδες τρεῖς ἀμόλυσαν καὶ τέσσερα λιοντάρια, Μιὰ ὅμως ἄρκτος δάγκωσε λίγο ἀπὸ τὸ σῶμα, Δεκάτη ἕκτη τοῦ μηνὸς ἤτανε Σεπτεμβρίου Ἠκούσθη ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ τότε φωνὴ μεγάλη, Καὶ οἱ γονεῖς της βρέθηκαν εἰς τὴν ζωὴν ἀκόμα Καὶ τότε ἔγινε σεισμὸς σ᾿ ὁλόκληρη τὴν πόλι Γονεῖς ποὺ ἐνταφίασαν τῆς κόρης τους τὸ σῶμα, Τὸ ἱερόν της λείψανο τὸ ἔβαλαν στὴ θήκη, Ἔκανε θαύματα πολλά, ἀλλὰ ἀκόμα κάνει, Θὰ δοῦμε ἐδῶ πῶς στήριζαν ἁγία Εὐφημία Ἤτανε ἕνας ἱερεὺς ποὺ εἶχε κενοδοξία, Μονοφυσίτης ἤτανε, ὄργανο τοῦ διαβόλου, Ἔκαναν τότε Σύνοδο οἱ Ἅγιοι Πατέρες, Οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν μιὰ, αἱρετικοὶ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη, Συμφώνησαν κι ἔγραψαν ἐτότε δυὸ βιβλία, Στὴ θήκη, πᾶν᾿ στὸ λείψανο, ἔβαλαν τὰ βιβλία, Σφραγίσανε τὸ λείψανο, σὲ λίγες ἡμέρες πᾶνε, Ἀλήθεια εἶν᾿ ἡ αἵρεσι, ἢ ἡ Ὀρθοδοξία; Τὰ δυὸ βιβλία στὸ στῆθος της τὰ εἴχανε ἀφήσει Βιβλίο τῶν χριστιανῶν τὸ εἶχε στὸ στῆθος, Τὸ ἄλλο τῶν αἱρετικῶν τὸ βρῆκαν πεταμένο, Τότε ἐκαταλάβανε ποιὰ πίστι ἔχει ἀξία, Ντροπιάστηκαν οἱ αἱρετικοί, δὲν χάρηκαν καθόλου, Αὐτὸς εἶναι ὁ βίος τῆς Ἁγίας Εὐφημίας Χριστόν μας παρακάλεσε, Ἁγία Εὐφημία, |