Ὅσιος Παῦλος Ξηροποταμηνός

28 Ἰουλίου

Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι γεννήθηκεν ὁ Παῦλος,
ἤτανε βασιλόπουλο τοῦ Μιχαὴλ μεγάλος.

Βασίλισσα ἡ μητέρα του, τὴν λέγαν Προκοπία,
καὶ ἤσανε ὀρθόδοξοι εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Προκόπιον τὸν ἔλεγαν τὸν Παῦλο στ᾿ ὄνομά του,
ἦταν ἡ πρώτη κλῆσι του ἀπὸ τὸ βάπτισμά του.

Ἤτανε δώδεκα χρονῶν καὶ θέλησε νὰ μάθῃ
τὰ ἱερὰ τὰ γράμματα, δίχως νὰ κάνῃ λάθη.

Μὲ εὐφυΐα ὑψηλὴ καὶ ἐπιμέλειά του,
ξεπέρασε ὅλους τοὺς σοφοὺς μὲ τὰ συγγράμματά του.

Διὰ τὴν σωφροσύνη του τὸν ἐπαινοῦσαν ὅλοι,
δὲν θέλησε τὸν ἔπαινο κι ἔφυγε ἀπὸ τὴν Πόλι.

Ἐφόρεσε παλιόρασα κι ἐκεῖνα ξεσκισμένα,
στὴν ἔρημο κατοίκησε μές τὰ βουνὰ τὰ ξένα.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔφθασε σὰν διψασμένο ἐλάφι,
πῆγε κοντὰ στοὺς γέροντες γιὰ τὸν Θεὸ νὰ μάθῃ.

Ξηροποτάμου στὴν Μονὴ κάνει μικρὸ καλύβι,
στὸ κρύο καὶ ἀπὸ τὴν βροχὴ τὸ σῶμα του νὰ κρύβῃ.

Ἐζήτησε ὁ Προκόπιος γιὰ μοναχὸς νὰ γίνῃ,
καὶ Παῦλος ὀνομάστηκε ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.

Μεγάλη αὐστηρότητα στὸν ἑαυτὸν ὁ Παῦλος
προσηύχετο κι ἐνήστευε ὅσο κανένας ἄλλος.

Τὸ στρῶμα του ἦταν ἡ γῆ, προσκέφαλο λιθάρι,
ἀγάπη καὶ κατάνυξι, ταπείνωσι μὲ χάρι.

Πατέρες τὸν ἐθαύμαζαν, ὅλοι τὸν ἐπαινοῦσαν,
διὰ μεγάλες ἀρετές, πολὺ τὸν ἀγαποῦσαν.

Ἐκεῖνος προσποιότανε γιὰ ἀγραμματοσύνη,
χωριάτης μὰ καὶ βάρβαρος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Μὲ ὅλη τὴν προσποίησι ποὺ ἔλεγε σὲ ὅλοι
τὸ Ἅγιον Ὄρος φώτιζε, τῆς Παναγιᾶς περιβόλι.

Ἐπήγαινε εἰς τὶς Καρυές, εἰς τὴν Μονὴ Πρωτάτου,
ὁ γέροντας τοῦ ζήτησε στοιχεῖα τὰ δικά του.

Ὁ Παῦλος τοῦ ἀπήντησε ὁ γέροντας νὰ ξέρῃ,
ἀπὸ τὸν Ξηροπόταμο λέγανε ἐκεῖ τὰ μέρη.

Γι᾿ αὐτὸ Ξηροποταμηνὸς ἦταν τὸ ὄνομά του,
οἱ μοναχοὶ τὸν φώναζαν πάντα στὴν συντροφιά τους.

Ὁ βασιλιὰς ὁ Ῥωμανὸς τοῦ μήνυσε ἀπ᾿ τὴν πόλι
νὰ πάῃ ἐκεῖ νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ χαροῦνε ὅλοι.

Τὸν Παῦλον τὸν ἐπίεσαν ἐτότε μὲ τὴν βία,
καὶ εἰς τὴν Πόλι ἔφθασε μὲ τῆς γραμμῆς τὰ πλοῖα.

Ὅλοι τὸν προϋπάντησαν παλιόρασα ντυμένος,
μὰ ἦταν μὲ τὴν ἀρετὴ σὰν λαμπροφορεμένος.

Ἀῤῥώστησε ὁ βασιλιάς, ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα,
καὶ τώρα ὁ Παῦλος μοναχὸς κάνει τὸ πρῶτο θαῦμα.

Τὰ χέρια του ἀκούμπησε στοῦ βασιλιὰ τὴν πλάτη,
βαρειὰ ποὺ ἦταν ἄῤῥωστος ἀμέσως τότε ἰάθη.

Τοῦ πρότεινε ὁ βασιλιὰς χρήματα νὰ τοῦ δώσῃ,
νὰ τὰ μοιράσῃ στοὺς πτωχούς, ψυχή του γιὰ νὰ δώσῃ.

Θέλησε τότε ὁ Ὅσιος νὰ τὸν παρακινήσῃ
στ᾿ Ἅγιον Ὄρος μιὰ μονὴ νὰ τὴν ἀνακαινίσῃ.

Ἐδέχθηκε ὁ βασιλιὰς τὴν πρότασι Ὁσίου,
Ξηροποτάμου ἔκτισε ναὸν μοναστηρίου.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἤθελε ὁ Παῦλος νὰ γυρίσῃ,
δῶρα τοῦ δίνει ὁ βασιλιὰς προτοῦ ἀναχωρήσῃ.

Τίμιον δῶρον τοῦ Σταυροῦ στὸν Παῦλο εἶχε δώσει,
μὲ αἷμα τὸν Πανάγιον Χριστὸν εἶχαν καρφώσει.

Εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾿ τὸν Σταυρὸν Κυρίου,
τεμάχιον τοῦ Γολγοθᾶ, τόπον τοῦ μαρτυρίου.

Εἶναι ἕνα πῆχυ ὑψηλό, στὸ πλάτος μιὰ παλάμη,
μὲ βάρος ἑκατὸ δραχμῶν τότε τὸ εἶχαν κάμει.

Μὲ δάκρυα στὰ μάτια του τὸ δέχθηκε ὁ Παῦλος,
θὰ κρίνῃ ζῶντας καὶ νεκρούς, αὐτὸς καὶ ὄχι ἄλλος.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ ἔβαλαν στὸ Ἅγιο τὸ Βῆμα,
διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν κρίμα.

Ἐπαίνευαν τὸν Ὅσιον, πηγαίνει σ᾿ ἄλλα μέρη,
στοὺς πρόποδες τοῦ Ἄθωνα μὲ ἄλλοι καλογέροι.

Βοήθησαν οἱ βασιλεῖς καὶ ἔκτισε μοναστήρι,
καὶ κάθησε αὐτὸς ἐκεῖ κι ἑξήντα καλογῆροι.

Κι ἐκεῖ ἐπονομάστηκε Μονὴ Ὁσίου Παύλου,
ποὺ εὑρίσκεται ὡς σήμερα, κτίτορος τοῦ μεγάλου.

Ὅταν ἐγέρασε πολύ, ἐπῆγε στοὺς πατέρες,
ποὺ τῆς ζωῆς του ἔζησε τὶς ἔσχατες ἡμέρες.

Καὶ ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ Μονὴ Ξηροποτάμου
τοὺς καλογέρους δίδαξε ποὺ ἤσανε ἐκεῖ χάμου.

Τοὺς εἶπε πὼς ἐφύλαξε τὶς ἐντολὲς πατέρων,
μὲ σεβασμὸ ἀκούγανε σεβάσμιο τὸν γέρων.

Πολὺ σᾶς παρακαλῶ κι ἐσεῖς νὰ φυλαχτεῖτε,
καὶ τῶν πατέρων ἐντολές, πάντοτε νὰ τηρῆτε.

Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κι ὄχι δική μου γνώμη,
πληγὲς πολλὲς καὶ καημοὺς ὑπέφεραν ἀκόμη.

Δὲν ὑπερηφανεύομαι ποὺ σᾶς τὰ λέω τώρα,
ἀλλὰ νὰ ὑποφέρετε τοῦ πειρασμοῦ τὴν ὥρα.

Καὶ τότε ὁ δίκαιος Θεὸς ἐσᾶς θὰ στεφανώσῃ,
καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ Ἐκεῖνος θὰ σᾶς δώσῃ.

Σὰν τ᾿ ἄκουσαν οἱ Μοναχοί, ἐδάκρυσαν στὰ μάτια,
ποὺ ἔφυγε ὁ ἀρχηγός, γκρέμισαν τὰ παλάτια.

Τοὺς ζήτησε συγχώρεσι, ἐδάκρυσε κι ἐκεῖνος,
τ᾿ Ἁγίου Ὄρους ἤτανε ὁ μυρωμένος κρίνος.

Κοκκίνησε κι ἔλαμψε εὐθὺς τὸ πρόσωπό του,
ἔλαμπε σὰν τὸν Ἥλιο τὸ σῶμα τὸ δικό του.

Καὶ πάλι ἐδοξολόγησε Τριάδα τὴν Ἁγία,
ἀγάπη καὶ ταπείνωσι τοὺς δίνει ὁδηγία.

Τότε ἅπλωσε τὰ χέρια του, ἔκανε ἱκεσία,
παρέδωσε εἰς τὸν Θεὸν ψυχήν του μακαρία.

Ἤτανε εἴκοσι ὀκτὼ μηνὸς τοῦ Ἰουλίου,
ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου.

Τὸ ἱερό του λείψανο ἔθαψαν καλογῆροι
Ξηροποτάμου τὴν Μονή, ποὺ εἶναι μοναστήρι.

Τὸ μοναστήρι φαίνεται ἀπ᾿ τὸν λιμένα Δάφνη,
καὶ πάει ὁ προσκυνητὴς μὲ δίχως νὰ τὸ ψάχνῃ.

Δῶσε μας τὴν εὐχούλα σου κι ἐμᾶς Ἅγιε Παῦλε,
ἁγιορείτη Ὅσιε, ἐνάρετε, μεγάλε.