24 Ἰουλίου
Φρικτὰ ἦν τὰ μαρτύρια ποὺ ἔπαθε ἡ Ἁγία, Τὸν βίον της μὲ προσοχὴ ὅποιος τόνε διαβάσῃ, Στὴν πόλι ἐγεννήθηκε ποὺ εἶναι εἰς τὴν Συρία· Σεβῆρος ἦταν βασιλιὰς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, Βλέποντας ὁ πατέρας της ὑπέροχη ὀμορφιά της, Μαζὶ μὲ ὑπηρέτριες νὰ τὴν ὑπηρετοῦνε, Μὰ ὁ Χριστός μας ἀγαθός, τῆς δίνει ἐξυπνάδα, Ἔβλεπε γῆ καὶ θάλασσα Θεοῦ δημιουργία, Στὸν πύργο πῆγαν οἱ γονεῖς νὰ τὴν ἐπισκεφτοῦνε, Χριστίνα δὲν τοὺς ἄκουσε ἐτότε τοὺς γονεῖς της, Σκεπτότανε τὴν κόρη του νὰ βάλῃ τιμωρία, Ἡ μάνα της λυπήθηκε σ᾿αὐτὴ τὴ φασαρία, Τότε ἡ Χριστίνα ἀπαντᾶ στὴν σαρκικὴ μητέρα· Δὲν προσκυνῶ τὰ εἴδωλα, εἶν᾿ ἄψυχα ἐκεῖνα· Πατέρας της μὲ τὸ καλὸ θέλει νὰ τῆς μιλήσῃ, Παιδί σου μὴ μὲ ξαναπῇς, τοῦ λέγει τοῦ πατέρα, Τριὰς Ἁγία προσκυνῶ, μίαν εἰς τὴν οὐσία, Δῶρα ἀμίαντα ζητᾶ πατέρας νὰ τῆς φέρῃ, Ὁ Οὐρβανὸς πατέρας της δὲν εἶχε καταλάβει, Τοῦ ζήτησε καὶ ἔστειλε ἀμόλυντο χιτώνα, Τὸ φόρεμα ἀμέσως ἐφόρεσε ἐτοῦτο ἡ Ἁγία, Τὴν προσευχὴ σὰν τέλειωσε, εἶδε ἄγγελο Κυρίου, Τῆς εἶπε· Χαῖρε Ἀμόλυντε, Νύμφη Χριστοῦ Χριστίνα, Τὴν σταύρωσε ὁ ἄγγελος νὰ τὴν εὐχαριστήσῃ, Ἕνα τσεκούρι κράτησε τὴν νύκτα ἡ Ἁγία, Τὰ μοίρασε εἰς τοὺς πτωχούς, στὸν πύργο ἀνεβαίνει, Ἐγύρευε τὰ εἴδωλα γιὰ νὰ τὰ προσκυνήσῃ, Ἐκεῖνες τοῦ ἀπήντησαν, δὲν τοῦ χαλοῦν χατήρι, Ὁ τύραννος σὰν τἄκουσε ἐγίνηκε θηρίο, Τὴν κόρη του διέταξε ἀλύπητα νὰ δείρουν, Καὶ ἡ Ἁγία ἔλεγε τότε πρὸς τὸν πατέρα· Ἐθύμωσε ὁ Οὐρβανός, τὴν δένει μὲ ἁλυσίδα, Τὸ ἔμαθε ἡ μητέρα της, στὴν φυλακὴ πηγαίνει, Μὴ μὲ ὀνομάζεις κόρη σου, λέγει ἡ θυγατέρα, Ἄγριος ὁ πατέρας της γιὰ τὴν ἀπόφασί της, Ἐκείνη τ᾿ ἀποκρίθηκε· μὴ μ᾿ ἔχῃς πιὰ παιδί σου, Θηρίο ὁ πατέρας της γίνεται ἀπ᾿ τὸν θυμό του, Εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν ἐτότε ἡ Ἁγία, Κατόπιν ἄλλα βάσανα ὁ τύραννος διατάζει, Κάνει ἡ Ἁγία προσευχὴ Χριστὸς νὰ βοηθήσῃ, Τὴν ἄφησε χωρὶς τροφὴ ἐκεῖ γιὰ νὰ πεθάνῃ, Τοὺς φέρανε ἐκεῖ τροφή, τοὺς γιάτρεψαν τὸ σῶμα, Τὴν νύκτα ὁ πατέρας της ποὺ ἦταν ὁ τιμωρὸς της, Τὴν ρίξανε στὴν θάλασσα νὰ τὴν ἐξαφανίσουν, Ἄγγελοι θαυματουργικὰ ἐλύσανε τὴν πέτρα Πάλι ἐπροσευχήθηκε ἐτότε ἡ Ἁγία, Εὐθὺς νεφέλη φωτεινὴ ἐφάνηκε ἐμπρὸς της, Φοροῦσε εἰς τὸ σῶμα του πορφύρα καὶ στεφάνι, Ἡ Ἁγία ἐφοβήθηκε κι ἔπεσε μπροστά του, Εἶμαι, τῆς λέγει ὁ Χριστός, ὅσοι μὲ ἐπικαλοῦνται, Τώρα, τῆς λέγει ὁ Χριστός, Χριστίνα σὲ βαπτίζω Χριστίνα ἦν τὸ ὄνομα, Τριάδα τὴν Ἁγία, Τὴν βάπτισε ὁ Κύριος, στὸν οὐρανὸ πηγαίνει, «Δῶσε της τὴν σφραγίδα μου, κάμε την λαμπροφόρο, Τὴν εἶδε ὁ πατέρας της στὴ γῆ καὶ περπατοῦσε, Οἱ δοῦλοι τοῦ ἀπάντησαν στῆς θάλασσας τὸ θαῦμα, Καὶ τώρα ἀπευθύνετο Χριστίνα τὴν Ἁγία Καὶ πάλι ἐδιάταξε νὰ τήνε φυλακίσουν, Τοῦ τύραννου πατέρα της, γνώμη ἐματαιώθη, Καὶ πάλι προσευχήθηκε ἡ κόρη του Χριστίνα, Παρέλαβε ἄλλος ἡγεμὼν στὴ θέση τοῦ πατέρα, Νὰ θυσιάσῃ στοὺς θεοὺς θέλησε νὰ τὴν πείσῃ, Καὶ ἡ Ἁγία ἀπαντᾶ, φοβέρες δὲν φοβοῦμαι, Διέταξε ὁ τύραννος καὶ φέρανε μιὰ σκάφη, Τὴν ἔβραζαν ὥρα πολλή, σάρκες νὰ διαλύσουν Εὐχαριστεῖ τὸν Κύριον γιὰ τὸ μεγάλο θαῦμα. Τῆς λέγει πάλι ὁ τύραννος· θεοὺς νὰ θυσιάσῃ, Μὲ θάῤῥος τοῦ ἀπάντησε ἡ Ἁγία ἡ Χριστίνα, Τότε ἐγίνηκε τρελὸς ὁ τύραννος καὶ πάλι, Νὰ τὴν γυρίσουνε γυμνὴ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν πόλι, Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ τύραννος τῆς λέει νὰ προσκυνήσῃ, Ἐδέχθηκε τὴν πρότασι νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ, Εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεὸν κάνει τὴν προσευχή της, Τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα νὰ βγῇ σαράντα μέτρα, Τὸ εἴδωλο ἐστάθηκε κατὰ παραγγελία Καὶ πάλι κάνει προσευχὴ συντρίματα νὰ γίνῃ, Ὅλοι δοξάζαν τὸν Θεὸν ποὺ πίστευε ἡ Χριστίνα, Ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν ἄνθρωποι τρεῖς χιλιάδες, Ἔπειτα ἄλλος τύραννος τὴν βάζει σὲ καμίνι, Τύραννος Ἰουλιανὸς τὴν ρίχνει στὰ θηρία, Τέσσερα φίδια ὁδήγησαν κι ἤρθανε μπροστά της, Ἀνέστησε ἕναν νεκρὸ μὲ προσευχὴ ἡ Ἁγία, Ὁ τυφλωμένος τύραννος ἔκοψε τοὺς μαστούς της, Δὲν προσκυνοῦσε εἴδωλα στὰ βάσανα τὰ τόσα Ἔκανε πάλι προσευχὴ πρὶν κόψουνε τὴ γλώσσα, Σὰν κόψανε τὴν γλώσσα της καὶ τὸ δεξί της χέρι, Τυφλώθηκε ὁ ἄρχοντας κι ἀμέσως διατάζει, Ἕνας κτυπάει τὴν κεφαλὴ καὶ ἄλλος τὰ πλευρά της, Ὁ τύραννος ἐδέχθηκε τότε ὀργὴν Κυρίου, Στὸν τόπο ποὺ μαρτύρησε ἐκτίσαν ἐκκλησία, Τὴν εἰκοστὴ τετάρτη τοῦ μηνὸς ἐτότε Ἰουλίου |