Τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν πρωτεύουσα ἦν ἡ Ῥώμη
καὶ ὁ Διοκλητιανὸς ἐκεῖ βασίλευε ἀκόμη.
Διώκτης ἦν ἀμείλικτος γιὰ τὴν χριστιανοσύνη,
εἰδωλολάτρης ἤτανε γιατὶ εἶχε ἀφροσύνη.
Τοὺς χριστιανοὺς θανάτωσε στὴν Μεσοποταμία,
μέσ᾿ στὴν φωτιὰ τοὺς ἔκαιγε γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Τὸν Πρίμο καὶ Λυσίμαχο σ᾿ Ἀνατολὴ τοὺς στέλνει,
γιὰ νὰ σκοτώσουν χριστιανοὺς ποὺ ἦσαν βαπτισμένοι.
Λυσίμαχο τὸν δίδαξε ἡ χριστιανὴ μητέρα,
νὰ μὴν φονεύῃ χριστιανοὺς αὐτὸς μὲ τὴν μαχαίρα.
Ξεκίνησαν οἱ δυὸ μαζὶ ποὺ ἔκαναν παρέα,
νὰ ἐκτελέσουν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν βασιλέα.
Ὁ Πρίμος κι ὁ Λυσίμαχος συμφώνησαν κατόπιν
σὲ μοναστήρια νὰ κρυφτοῦν οἱ χριστιανοὶ ἀνθρῶποι.
Εἰς ἱερὰ ἐκεῖ μονὴ ποὺ ἦταν γυναικεία,
ἦσαν πενήντα ἀδελφὲς καὶ ἡγουμένη μία.
Τῆς ἡγουμένης ὄνομα λεγότανε Βρυαίνη,
στὶς πλατωνίδες ἀρετὲς ἤτανε διδαγμένη.
Ἀνάμεσα στὶς ἀδελφές ἦταν κι ἡ Φεβρωνία,
τῆς ἡγουμένης ἀνηψιὰ ἤτανε ἡ Ὁσία.
Στὴν ἡλικία ἤτανε στὰ εἴκοσί της χρόνια,
τὸ πρόσωπό της ἔλαμπε ὡσὰν τὰ ἄσπρα χιόνια.
Ἡ ἡγουμένη θεία της διὰ τὴν ἀνηψιά της
κανόνα τῆς ἐπέβαλε διὰ τὴν ὀμορφιά της.
Κάθε δυὸ ἡμέρες μιὰ φορὰ ψωμὶ μὰ καὶ φαγάκι
νὰ τρώῃ γιὰ νὰ μαραθῇ ἡ ὀμορφιὰ λιγάκι.
Ἡ Φεβρωνία ἄκουσε τῆς ἡγουμένης γνώμη,
δὲν χόρταινε ἀπὸ ψωμὶ κι ἀπὸ νερὸ ἀκόμη.
Ἐπίσης ἐκοιμότανε λίγο κι ὄχι σὲ στρῶμα,
ἐξάπλωνε κάτω στὴ γῆ νὰ βασανίζει σῶμα.
Τὴν πείραζε ὁ διάβολος στὸν ὕπνο ποὺ κοιμόταν,
ξυπνοῦσε καὶ εἰς τὸν Θεὸν ἀμέσως προσευχόταν.
Ἦταν πολλὰ φιλομαθὴς τότε ἡ Φεβρωνία,
τῆς ἄρεσε καὶ διάβαζε θρησκευτικὰ βιβλία.
Στὸ μοναστήρι ἔφτασε κοπέλα ἱερεία
νὰ συναντήσῃ θέλησε αὐτὴ τὴν Φεβρωνία.
Τῆς διάβασε θρησκευτικὰ βιβλία ἡ Ἁγία,
γιατὶ οἱ γονεῖς της ζούσανε στὴν εἰδωλολατρία.
Πολὺ εὐχαριστήθηκε καὶ εἶπε στοὺς γονεῖς της
νὰ βαπτιστοῦνε χριστιανοί, νὰ μείνουνε μαζί της.
Συνέχιζαν τὸν διωγμὸ γιὰ τὴν χριστιανοσύνη,
φόβος καὶ τρόμος ἔπιασε περιοχὴ ἐκείνη.
Οἱ μοναχὲς φοβήθηκαν, ρωτοῦνε τὴν Βρυαίνη
καὶ τοὺς ἐκατατόπισε σωστὰ ἡ ἡγουμένη.
Πόλεμο φοβηθήκανε ἀκόμα πρὶν ἀρχίσῃ,
ὅλες μὲ φόβο τοῦ Θεοῦ τὶς εἶχε κατηχήσει.
Τοὺς εἶπε: σᾶς παρακαλῶ, μὴν ἔχετε ἀγωνία,
πεθαίνουμε νὰ ζήσουμε ζωὴ τὴν αἰωνία.
Οἱ μοναχὲς ἐσώπασαν, τὴν ἄλλη ἡμέρα ὅμως,
τῆς ἡγουμένης γνώμη της νὰ πάρουνε συντόμως.
Θελήσανε νὰ φύγουνε, εἴχανε ἀγωνία,
νὰ πάρουνε γιὰ συντροφιὰ μαζὶ τὴν Φεβρωνία.
Ἡ Φεβρωνία ἀπαντᾶ νυμφεύτηκα Χριστό μου
γιὰ χάρι Του πεθαίνω ἐδῶ, δίνω τὸν ἑαυτό μου.
Οἱ μοναχὲς ἐφύγανε, εἴχανε ἀγωνία,
τὴν ἡγουμένη χαιρετοῦν, μὰ καὶ τὴν Φεβρωνία.
Ἡ ἡγουμένη συμβουλὲς δίνει στὴν Φεβρωνία,
νὰ φυλαχθῇ ἀπὸ ἐχθρούς, νὰ ἔχῃ παρθενία.
Καὶ τότε πιὰ ἐνύχτωσε. Ξημέρωσε στὴν πόλι
σύγχυσι μὰ καὶ ταραχὴ εἶχαν ἄνθρωποι ὅλοι.
Οἱ τύραννοι τοὺς χριστιανοὺς στὶς φυλακὲς τοὺς βάνουν,
τοὺς ἐβασάνιζαν σκληρά, ἕως νὰ ἀποθάνουν.
Κατόπιν τοὺς πληροφοροῦν ποὺ εἶχαν ἀγωνία
τὸ μοναστήρι ποὺ ἔμενε ἐκεῖ ἡ Φεβρωνία.
Ἀμέσως ἔτρεξαν ἐκεῖ καὶ ἔσπασαν τὶς πόρτες,
τὴν ἡγουμένη θέλησαν νὰ σφάξουν οἱ στρατιῶτες.
Ἡ Φεβρωνία μίλησε, ἦταν συγκινημένη,
ἐκείνη νὰ σκοτώσουνε κι ὄχι τὴν ἡγουμένη.
Εἰς τὸν Σελῆνον τύραννο φέραν ἀναγγελία,
στὸ μοναστήρι βρήκανε καλόγραια Φεβρωνία.
Ὁ τύραννος τὴν κάλεσε, ἀνάκρισι νὰ κάνῃ,
τὸν ἀδελφό του πρότεινε γιὰ νὰ δεχτῇ στεφάνι.
Τῆς εἶπε· ἂν θ᾿ ἀρνηθῇ καὶ δὲν ἀποφασίσῃ
σὲ προθεσμία τριῶν ὡρῶν τῆς εἶπε πὼς θὰ ζήσῃ.
Ἡ Φεβρωνία ἀπαντᾶ, ἔχει ἀποφασίσει
μὲ τὸν νυμφίο της Χριστὸ στὸν οὐρανὸ νὰ ζήσῃ.
Ὁ τύραννος ἐθύμωσε κι ἀμέσως διατάζει,
νὰ γυμνωθῇ ὁλότελα κόσμος νὰ τὴν κοιτάζῃ.
Οἱ στρατιῶτες γύμνωσαν τότε τὴν Φεβρωνία,
μὲ θάῤῥος τοῦ ἀπάντησε ἐτότε ἡ Ἁγία.
Ἄρσεν καὶ θῆλυ ἔπλασε Δημιουργὸς ἀνθρώπους
καὶ ὑπομένω γύμνωσι διὰ Χριστὸν καὶ κόπους.
Τὸ σῶμα μου νὰ κόψετε καὶ νὰ γενῇ κομμάτια,
μὲ στέλνετε στὸν οὐρανὸ εἰς τοῦ Χριστοῦ παλάτια.
Ἀκόμα γιὰ τὴν γύμνωσι τοῦ εἶχε ἀπαντήσει,
μὲ διάβολο πατέρα του, ἔχει νὰ πολεμήσῃ.
Ὁ ἡγεμόνας θύμωσε κι ἀμέσως διατάζει·
φωτιὰ ν᾿ ἀνάψουν νὰ καῇ μὲ πίσσα καὶ μὲ λάδι.
Τὴν ἐτεντώσανε στὴν γῆ, στὴν πλάτη της ξεσποῦσαν,
σὲ ξύλο τὴν ἐκρέμασαν, σκληρὰ τὴν τυραννοῦσαν.
Τὸ αἷμα ἀπὸ τὶς σάρκες της ἔτρεχε σὰν ποτάμι
κατάκαψαν τὰ σπλάγχνα της, ἤθελαν νὰ πεθάνῃ.
Στὸν οὐρανὸ ἐκοίταζε τότε ἡ μακαρία,
ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν θεία βοηθεία.
Οἱ ἄνθρωποι ἐβλέπανε τὴν ἀγριότητά του,
τυράννου Σελήνου ἤτανε ἄσπλαγχνη ἡ καρδιά του.
Ὁ τύραννος ἐφρύαξε, εἶχε κακία τόση,
ἕνα γιατρὸ διέταξε τὴν γλώσσα νὰ τῆς κόψῃ.
Τότε ὁ κόσμος φώναξε, λέει στὸν ἡγεμόνα·
τὴν γλώσσα μὴν τῆς κόψουνε, δὲν ἔβλαψε κανένα.
Διέταξε ὁ ἀσεβὴς κι ἄφησαν τὴ γλῶσσα
ξερίζωσαν τὰ δόντια της δέκα ἑπτὰ ἦσαν τόσα.
Τὰ ξεριζώνει ὁ γιατρός, παθαίνει αἱμοῤῥαγία,
στοὺς πόνους λιποθύμησε ἐτότε ἡ Ἁγία.
Τὴν Φεβρωνία ἐρώτησε· ἐὰν μετανοήσῃ
καὶ ἂν τοὺς ψεύτικους θεοὺς θέλει νὰ προσκυνήσῃ.
Ἡ Φεβρωνία τοῦ ἀπαντᾶ· νὰ τὴν ἐθανατώσῃ,
στὸν οὐρανὸ πιὸ γρήγορα Θεὸν νὰ ἀνταμώσῃ.
Τῆς ἀπαντᾶ ὁ τύραννος· θὰ τὴν ἐξαφανίσῃ
μὲ ξίφος καὶ μὲ τὴν φωτιά, ὥσπου νὰ ξεψυχήσῃ.
Διέταξε ὁ τύραννος· μαστούς της νὰ τῆς κόψουν
καὶ μὲ λαμπάδες καὶ φωτιὰ τὸ στῆθος νὰ πυρώσουν.
Πολλοὶ ἀναθεμάτιζαν τυράννου τὴν μανία,
ποὺ σὰν θεριὸ ἀνήμερο ἦταν στὴν Φεβρωνία.
Τῆς κόψανε τὰ πόδια της, ἀκόμα καὶ τὰ χέρια,
καὶ τότε συγκλονίστηκε στοῦ ἄθεου τὰ μαχαίρια.
Ἐφρύαξε ὁ τύραννος, δὲν ἤθελε νὰ ζήσῃ,
τὸν δήμιο διέταξε νὰ τὴν ἀποκεφαλίσῃ.
Καὶ τὴν ἀποκεφάλισε εἴκοσι πέντε Ἰουνίου
καὶ ἡ ψυχή της πέταξε εἰς τὰς αὐλὰς Κυρίου.
Ὁ τύραννος τρελάθηκε τότε ἀπὸ τὸ κακό του,
σὲ μιὰ κολώνα χτύπησε βρῆκε τὸν θάνατό του.
Σὰν ἔκλαψε ἡ θεία της, Βρυαίνη ἡγουμένη,
ποὺ τὴν κομμάτιασαν σκληρὰ ἤτανε πεθαμένη.
Στὸ μοναστήρι ἔφεραν λείψανα τῆς Ἁγίας,
ὅλα τὰ μέλη σώματος Ἁγίας Φεβρωνίας.
Στὸ ἱερό της λείψανο ὅλοι οἱ ἀῤῥωστημένοι
ὅλοι ἐθεραπεύοντο, ἦν εὐχαριστημένοι.
Ἐσὺ ποὺ ἀγωνίστηκες γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
προσεύχου πάντοτε γιὰ μᾶς, Ἁγία Φεβρωνία.
|