Γεννήθηκε ὁ ἅγιος σὲ χωριὸ τῆς Τριφυλίας,
«Χριστιάνοι» λένε τὸ χωριὸ τῆς ἔξω Ἀρκαδίας.
Γονεῖς ὀνομαζόντανε, Ἀνδρέας καὶ Εὐφροσύνη,
εἴχανε χάρι τοῦ Θεοῦ, γεμάτοι καλοσύνη.
Τὸν λέγανε Ἀναστάσιο, εἶχε καὶ τρία ἀδέλφια,
ἀγάπη εἶχαν ὅλοι τους, δὲν ἐχαλοῦσαν κέφια.
Ἦταν ἐνάρετο παιδὶ μικρὸ στὴν ἡλικία,
νὰ μάθῃ πάντα ἐφρόντιζε γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι καὶ Θεία Κοινωνία
εἶχεν ὁ Ἀναστάσιος τὸν πόθον στὴν καρδία.
Ἤτανε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ παντοτινὰ κοντά του,
τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀκόμα κι ἡ καρδιά του.
Τὴν κλίσι ποὺ εἶχε στὸν Θεὸν ἔβλεπαν οἱ γονεῖς του,
θέλουν νὰ τὸν παντρέψουνε, νὰ ζήσουνε μαζί του.
Μὲ ἐνάρετες καὶ πλούσιες θέλουν νὰ τὸν παντρέψουν,
καὶ νὰ δεχθῇ τὸν βίαζαν, μὴν τὸν καλογερέψουν.
Ἀλλὰ ὁ Ἀναστάσιος ἐγύρευεν αἰτίες,
προβάλλει πάντα ἄρνησι καὶ δικαιολογίες.
Γονεῖς τὸν ἀῤῥαβώνιασαν παρὰ τὴ θέλησί του,
μὲ κόρη ἄρχοντα Πατρῶν νὰ νυμφευθῇ μαζί του.
Ὅμως ὁ Ἀναστάσιος κάνει τὴν προσευχή του,
ποιὸ εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ βάλῃ στὴν ψυχή του.
Ὁρίζει ὁ πατέρας του τὴν ἡμερομηνία,
ὁ γιός του γιὰ νὰ παντρευτῇ τότε ἐν συντομίᾳ.
Βλέπει τότε σὲ δύσκολη θέσι τὸν ἑαυτόν του,
ἐμπόδιο τοῦ ἔβαναν ἁγίου στὸν σκοπό του.
Σεβόταν πάντα τοὺς γονεῖς, ὑπακοὴ τοὺς κάνει,
δὲν θέλει μὲ ἀνυπακοὴ ποτὲ νὰ τοὺς πικράνῃ.
Γίνεται πάλη φοβερὴ μέσα εἰς τὴν καρδιά του
προσεύχεται εἰς τὸν Θεὸν νὰ κάνῃ θέλημὰ Του,
εἰς τὴν ζωήν του ὁ ἅγιος τὸν ἔχει στήριγμά του.
Χρήματα δίνουν οἱ γονεῖς τότε στὸν Ἀναστάση,
τὰ νυμφικὰ στὸ Ναύπλιο νὰ πάῃ ν᾿ ἀγοράσῃ.
Ἔφυγε γιὰ τὸ Ναύπλιο μαζὶ μὲ συνοδούς του,
ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε στὸ σπίτι τοὺς γονεῖς του.
Στὸ δρόμο ποὺ ἐβάδιζαν κάνει τὴν προσευχή του,
σὲ Παναγίας ἐκκλησιὰ εἰς τὴν διαδρομή του.
Προσεύχεται στὴν Παναγιὰ καὶ ἅγιο Ἰωάννη,
προστάτη του τὸν εἶχε τὸ θαῦμα του νὰ κάνῃ.
Εἶπε εἰς τοὺς συντρόφους του μπροστὰ νὰ προχωροῦνε,
καὶ εἰς τὴν πόλι Ναύπλιο ἐκεῖ ν᾿ ἀνταμωθοῦνε.
Σὰν ἔφτασε στὸ Ναύπλιο τὰ νυμφικὰ ψωνίζει,
μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους του μιὰ ἀγωνία ἀρχίζει.
Ἔφτασε ἡ παραμονὴ γιὰ ν᾿ ἀναχωρήσουν,
τὴν νύκτα δὲν ἐμπόρεσαν τὰ μάτια τους νὰ κλείσουν.
Κατὰ τὰ ξημερώματα πρὶν γίνῃ ἡ πρωΐα,
μὲ καλοσύνη βρέθηκε ἐμπρός του ἡ Παναγία.
Τὸν εἶδε σὰν Ἐπίσκοπο καὶ στὴν προσωνυμία
τὸν εἶπε Ἀθανάσιο, κι ἔκανε προφητεία.
Ἡ Θεοτόκος ἔπειτα τοῦ δίνει ὁδηγία,
νὰ στείλῃ μὲ τοὺς δούλους του στὴν πατρικὴ οἰκία.
Τὰ νυμφικὰ ποὺ ἀγόρασε νὰ τὰ φορέσῃ ἡ κόρη,
νὰ τὰ ἔχῃ ὅταν παντρευτῇ μὲ ἕτερο ἀγόρι.
Σὺ εἰς Κωνσταντινούπολι ὁδὸν νὰ συνεχίσῃς
νὰ λάβῃς ἀπὸ τὸν Θεὸν ὅ,τι ἔχει εὐδοκήσει.
Ὁ Ἅγιος ἐξύπνησε μὲ δάκρυα στὰ μάτια,
δοξολογοῦσε τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ παλάτια.
Ἐχάρηκε πάρα πολὺ ἐκείνη τὴν ἡμέρα,
καὶ σφραγισμένη ἐπιστολὴ ἔστειλε στὸν πατέρα.
Τοῦ ἔγραφε τὰ νυμφικὰ νὰ δώσῃ εἰς τὴν κόρη,
κι ὅτι τὸν Ἀναστάσιο δὲν θὰ ἐξαναθώρῃ.
Ἐλεύθερη τὴν ἄφησε, ἄνδρα της γιὰ νὰ πάρῃ,
νὰ ζήσουνε χρυσὴ ζωὴ κατὰ Θεὸν μακάρι.
Ἔδιωξε ὑπηρέτες του, δὲν κάθισαν μαζί του,
τοὺς εἶπε πῶς θὰ μείνῃ ἐκεῖ γιὰ μιὰ ὑπόθεσί του.
Τριάντα πέντε ἦταν ἐτῶν ποὺ ἔφυγε γιὰ τὴν Πόλι,
στὸν πατριάρχη Γαβριὴλ λέει ἱστορία ὅλη.
Ἐθαύμασε τὸ ἦθος του, τρόπους καὶ μόρφωσί του,
στὸ μέγαρο ὁ Γαβριὴλ τὸν κράτησε μαζί του.
Σὰν λίγες μέρες πέρασαν, ἔγινε ἡ κουρά του,
λέγεται Ἀθανάσιος τώρα τὸ ὄνομά του.
Ἕδρα Χριστιανουπόλεως ἐχήρευσε κατόπιν,
ζητούσανε Ἐπίσκοπο οἱ χριστιανοὶ ἀνθρῶποι.
Ψηφίζουν Ἀθανάσιο χωρὶς τὴ θέλησί του,
ἀρχιερέας ἔγινε γιὰ ὅλη τὴ ζωή του.
Σὰν λειτουργοῦσε ὁ Ἅγιος μέσα στὴν ἐκκλησία,
εἶχε φρικτὴ συναίσθησι στὴ θεία Λειτουργία.
Ἀκόμα καὶ τοὺς χριστιανοὺς ὅταν τοὺς εὐλογοῦσε
ἀστέρι ἄσπρο λαμπερὸ κι ὁ κόσμος ἐκοιτοῦσε.
Θέλησε κάποιος νὰ τοῦ πῇ τὶ εἶδε μὲ τὸ μάτι,
ἐκεῖνος τὸν διάψευσε πῶς ἦν ὀφθαλμαπάτη.
Οἱ Ἐνετοὶ μὲ τρόπους τους ἐκλεῖναν τὰ σχολεῖα,
καὶ ἔμειναν ἀμόρφωτα τῶν χριστιανῶν παιδία.
Τὸ ἔκαναν ἐπίτηδες γιὰ νὰ προσηλυτίσουν
καὶ εὔκολα στὸν παπισμὸ ὅλους νὰ τοὺς γυρίσουν.
Συντήρησε ὁ Ἐπίσκοπος τὰ παλαιὰ σχολεῖα
κι νέοι μένουν σταθερὰ εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἐζοῦσε θεληματικὰ ἐγκράτεια καὶ φτώχεια,
καὶ στοὺς πτωχοὺς ἐμοίραζε ὅταν τοῦ δίναν γρόσια.
Εἶχε ἐπαφὴ μὲ Ἐνετούς, τοὺς ἔκανε παρέα
καὶ τότε τὰ ἐνδύματα φοροῦσε τὰ ὡραῖα.
Τὸ σῶμα ἐσωτερικὰ ὅμως ἐτυραννοῦσε
τρίχινα ροῦχα καὶ σκληρὰ καὶ φτωχικὰ φοροῦσε.
Φιλοξενοῦσε ἄρχοντες, τοὺς ἔκανε τραπέζι,
νόστιμα εἶχε φαγητά, γλυκὰ σὰν πετιμέζι.
Ὅταν ἔμενε μόνος του, ξερὸ ψωμὶ μασοῦσε,
καὶ λίγα χόρτα ἀλάδωτα ἔτρωγε καὶ πεινοῦσε.
Στρωμένο τὸ κρεβάτι του πάντα λαμποκοποῦσε,
μιὰ ψάθα εἶχε καταγῆς, τὸ σῶμα τυραννοῦσε.
Νύκτα, τὸ μεγαλύτερο, στὴν προσευχὴ περνοῦσε,
γιὰ ποίμνιον καὶ ἑαυτὸν Θεὸν παρακαλοῦσε.
Πῆγε στὴν Μεγαλόπολι νὰ κάνῃ Λειτουργία,
στὴν λίμνη μέσα βάτραχοι ἔκαναν φασαρία.
Τὴν νύκτα ἦταν ξυπνητός, κοιμήθηκε κατόπιν,
τοῦ λέγαν ἂν κοιμήθηκε οἱ χριστιανοὶ ἀνθρῶποι.
Καὶ χαριεντιζόμενος, λέγει νὰ βουβαθοῦνε
οἱ βάτραχοι ἐφώναζαν τὰ βλέφαρα δὲν κλειοῦνε.
Παύσανε νὰ φωνάζουνε ἐτότε τὰ βατράχια,
πήγανε καὶ σώπασαν ὅλα μέσα στὰ βράχια.
Δυὸ χρόνια ἔμειναν βουβὰ βατράχια νὰ φωνάζουν,
τὴ λέξι ἀκούσανε βουβὰ καὶ παύσανε νὰ κράζουν.
Στὸ πανηγύρι πόλεως ξανάρθε ὁ Δεσπότης,
γιὰ τὰ βατράχια ἂν φώναζαν ἐρώτησε ἐν πρώτοις.
Τοὖπαν, πανιερώτατε, εἶπες νὰ βουβαθοῦνε,
δυὸ χρόνια εἶναι ἄφωνα, καθόλου δὲν μιλοῦνε.
Καὶ τότε λέγει ὁ Ἅγιος, «ὤ, τὰ εὐλογημένα»
τὴ λέξι αὐτὴν ποὺ ἄκουσαν ἔκραξαν ταιριασμένα.
Χρόνια εἴκοσι τέσσερα ἐποίμανε τὴν ποίμνη,
χρονῶν ἑβδομήντα καὶ ἑνὸς τὸν κόσμο ἐδῶ ἀφήνει.
Ἀῤῥώστησε καὶ πέθανε εἶχε Θεοῦ τὴν χάρι,
μοσχοβολοῦσε στὴ ζωὴ σωστὸ μαργαριτάρι.
Καὶ τώρα λίγα θαύματα συνέχεια θὰ ποῦμε,
ποὺ ἔκανε ὁ Ἅγιος, νὰ τὰ διηγηθοῦμε.
Μιὰ μάγισσα σ᾿ ἕνα χωριὸ, ἐκάλεσε μιὰ ἡμέρα,
νὰ σταματήσῃ μάγια της, εἶπε στὴν θυγατέρα.
Τῆς ἔβαλε ἐπιτίμιο γιὰ νὰ μετανοήσῃ,
καὶ χρονικὸ διάστημα γιὰ νὰ τὸν συναντήσῃ.
Ἀῤῥώστησε ὁ Ἅγιος, ἀκούστηκε στὴν πόλι
λυπήθηκαν οἱ ἄνθρωποι κι ἡ μάγισσα ἀκόμη.
Καὶ τότε φεύγει ἡ μάγισσα νὰ τὸν παρακαλέσῃ,
νὰ λύσῃ ἐπιτίμιον καὶ νὰ τὴν συγχωρήσῃ.
Σὰν ἔφτασε ἡ μάγισσα σ᾿αὐτὴν τὴν πολιτεία,
στὸ δρόμο εἶδε ἄξαφνα Ἀθανασίου κηδεία.
Ἐκραύγαζε ἡ μάγισσα, ὅλοι συγκινηθῆκαν,
κι ἀμέσως μὲ τὸ λείψανο ἐμπρὸς της ἐσταθῆκαν.
Κι ἔλεγε στὸν Ἅγιο, τώρα ποιὸς θὰ μὲ συγχωρήσῃ,
τὴν φοβερὴ ἁμαρτία μου νὰ μοῦ τὴν συγχωρήσῃ;
Καὶ σὰν νὰ ἦταν ζωντανὸς θαυμάσια προσφέρει
σήκωσε καὶ τὴν εὐλογεῖ μὲ τὸ δεξί του χέρι.
Καὶ ὅταν τὴν εὐλόγησε καὶ πῆρε τὴν εὐχή του,
τὸ χέρι του ξανάφερε στὴν θέση τὴν δική του.
Ὁ κόσμος ὅλος τρόμαξε μὲ τὸ μεγάλο θαῦμα
ὅλοι· Κύριε, ἐλέησον, φωνάξαν ἐν τῷ ἅμα.
Τὸ Ἅγιόν του Λείψανο μετέφεραν τοῦ Ἁγίου,
βρίσκεται εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴ Προδρόμου τοῦ Τιμίου.
Θαύματα ἔγιναν πολλὰ μὲ Λείψανο Ἁγίου,
ὅσοι τὸν παρακάλεσαν μὲ πίστι τοῦ Κυρίου.
Ἀκρίδες καταστρέφανε ἀμπέλια, περιβόλια,
ἀκόμα τὰ ἀγριόχορτα, τὰ εἶχαν φάει ὅλα.
Μὲ πίστι ἐλιτάνευσαν Ἀθανασίου κάρα,
ἀκρίδες τότε φύγαν,ε τὶς ἔπιασε ἀντάρα.
Ἀπὸ τὴν Χριστιανούπολι πῆραν τὸ Λείψανό του,
Προδρόμου Ἱερὰ Μονὴ εἶχε προορισμό του.
Οἱ χριστιανοὶ τὸ πήρανε ἀπὸ τὴν Ἀρκαδία,
καὶ θέλησαν νὰ τὸ ἔχουνε ὑπὸ τὴν προστασία.
Συμφώνησαν, τὸ φόρτωσαν σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι,
Μονὴ Προδρόμου στάθηκε ποὖναι μοναστηράκι.
Ἅγιε Ἀθανάσιε, νὰ ἔχωμε τὴν εὐχή σου,
γιὰ ὅλη τὴν Ἑλλάδα μας κάνε τὴν προσευχή σου.
|