Ἁγία Θεοδώρα Βασίλισσα Ἄρτης

11 Μαρτίου

Στὴν Ἄρτα ἦταν βασίλισσα ἡ Ἁγία Θεοδώρα
ποὺ πρῶτα ἐγεννήθηκε στῶν Θεσσαλῶν τὴν χώρα.

Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ ἔλαβε ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς της,
εὐλογημένη ἤτανε ἡ συναναστροφή της.

Εὐῶδες τριαντάφυλλο ἦταν τὸ ἄρωμά της,
καὶ ὠφελοῦσε τὶς ψυχὲς ποὺ πήγαιναν κοντά της.

Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε, ἐφρόντισαν οἱ γονεῖς της,
νὰ πάρῃ ἄνδρα χριστιανὸ γιὰ ἀποκατάστασί της.

Ἡ Θεοδώρα ὀρφανὴ μένει ἀπὸ πατέρα,
καὶ ἔζησε χριστιανικὰ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα.

Ὁ Δούκας τότε Μιχαὴλ διὰ τὴν ὀμορφιά της,
εἰς γάμον τὴν ἐζήτησε καὶ ἔμεινε κοντά της.

Σὰν πέρασε λίγος καιρὸς στὴν Ἄρτα προχωρῆσαν,
ἀφοῦ ἐκεῖ θὰ ἔμεναν, μεγάλο κάστρο ἐκτίσαν.

Τότε ὁ Δούκας Μιχαὴλ ἔβαλε γιὰ σκοπό του,
νὰ κυβερνᾶ ἀξιέπαινα εἰς τὸ βασίλειό του.

Δὲν ὑπερηφανεύθηκε τότε ἡ Θεοδώρα,
ποὺ ἔγινε βασίλισσα, ἦν ταπεινὴ στὴν χώρα.

Στολίδια δὲν τῆς ἄρεσαν, φορέματα ἐπίσης,
καὶ μ᾿ ἄλλα ροῦχα ταπεινὰ ἔντυνε τὸ κορμί της.

Ἔβαλε ἕνα σκοπὸ ἐτότες στὴ ζωή της,
νὰ ζῇ θεάρεστη ζωή, νὰ σώσῃ τὴν ψυχή της.

Ἐδιάβαζε Λόγο Θεοῦ, πάει σ᾿ ἀκολουθίες,
νὰ ἀκούει πάντα ἤθελε θεῖες λειτουργίες.

Ἀγάπη καὶ πραότητα εἶχε καὶ καλοσύνη,
πίστι καὶ τὴν ταπείνωσι καὶ ἐλεημοσύνη.

Ἐφρόντιζε Λόγον Θεοῦ παντοῦ νὰ διαδώσῃ,
γι᾿ ἀνθρώπους μ᾿ ἁγνὴ ψυχή, ὁ Κύριος νὰ σώσῃ.

Τοὺς πεινασμένους φρόντιζε πάντοτε νὰ ταΐσῃ,
καὶ ὅσοι ἤτανε γυμνοὶ μὲ ροῦχα νὰ τοὺς ντύσῃ.

Ἡ Θεοδώρα ἔγινε τῶν ὀρφανῶν μητέρα,
προστάτης ἦταν τῶν χηρῶν γιὰ νύκτα καὶ ἡμέρα.

Ἔτσι κοντά της ἔτρεχαν ὅλοι οἱ βασανισμένοι,
ἄνθρωποι ποὺ πεινούσανε ἔφευγαν χορτασμένοι.

Ἐφθόνησε ὁ διάβολος τότε τὴν ἀρετή της,
διὰ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ταπείνωσί της.

Καὶ ἄγριο τὸν πόλεμο τῆς ἑτοίμαζει τώρα,
ποὺ θέλει νὰ ἐκδικηθῇ τὴν Ἁγία Θεοδώρα.

Ὁ ἄνδρας της ὁ Μιχαὴλ κάνει παρανομία,
μὲ χήρα ἐσυνδέθηκε, ζοῦσαν σὲ ἁμαρτία.

Αὐτὴ ἡ χήρα ἦν μάγισσα, μάγια τοῦ εἶχε κάμει,
μὲ μάγια τὸν ἐτσάκισε, σὰν νὰ ᾿τανε καλάμι.

Ὅταν τὸν ἐξελόγιασε τὸν βασιλιὰ ἡ πόρνη,
τὴν εἶχε σὰν γυναίκα του, κι ἦν Θεοδώρα μόνη.

Ἔδερνε τὴν βασίλισσα καὶ τὴν περιφρονοῦσε,
ἀνθρώπους δὲν ντρεπότανε, φόβον Θεοῦ δὲν εἶχε.

Εἶχε ξεκόψει ὁ δυστυχὴς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία,
γι᾿ αὐτὸ εὑρῆκε ὁ σατανᾶς τότε τὴν εὐκαιρία.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔβλεπε τότε ἡ Θεοδώρα,
γενναῖα καὶ μὲ ὑπομονὴ ξεπέρναγε τὴν μπόρα.

Σκεπτότανε ὅλα αὐτά, Θεὸς παραχωροῦσε
οὐράνιο θησαύρισμα τὶς θλίψεις θεωροῦσε.

Περνοῦσε τὶς ἡμέρες της μὲ προσευχή, νηστεία,
ἦταν ὑποχωρητικὴ Θεοδώρα ἡ Ἁγία.

Γιὰ τὴν αἰσχρὰ διαγωγὴ ποὺ κάνει ὁ σύζυγὸς της,
ἀντίστασι δὲν ἔκανε, κρατεῖ τὸν ἑαυτό της.

Παρακαλοῦσε τὸν Θεόν, ἔκανε ἱκεσία,
τὸ πρόβλημά της νὰ λυθῇ, Χριστοῦ τῇ βοηθείᾳ.

Ὁ βασιλιὰς τὴν μίσησε καὶ τὴν ἀποξενώνει,
μὰ καὶ στοὺς ὑπηκόους του παραγγελία δίνει.

Μὴν ἀναφέρουνε ποτὲ ὄνομα Θεοδώρα,
στὸν δρόμο τὴν ἐπέταξε ὁ βασιλέας τώρα.

Μικρὸ παιδὶ ἐκράταγε τότε στὴν ἀγκαλιά της,
καὶ πέντε χρόνια ἔζησε ἔρημη, μοναχιά της.

Ἡ Θεοδώρα ὅμως ποτὲ δὲν εἶχε ἀπελπισία,
γιατὶ εἶχε ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν θεία προστασία.

Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ τόνε συγχωρήσῃ
τὸν ἄνδρα της τὸν βασιλιὰ καὶ νὰ μετανοήσῃ.

Στὸ δάσος ποὺ βρισκότανε μὲ τὸ παιδί της τώρα,
ἕνας παπᾶς ἐφάνηκε, τὸν βλέπει ἡ Θεοδώρα.

Ἐτότε τὴν ἐρώτησε ὁ ἀγαθὸς λευΐτης,
ἡ Θεοδώρα ἐσήκωνε στὴν ἀγκαλιὰ παιδί της.

Στὸ μέρος πῶς εὑρέθηκε, ποιὰ ἦταν ἡ ζωή της,
ἡ Θεοδώρα δάκρυσε ἀπὸ συγκίνησί της.

Τοῦ εἶπε τὰ καθέκαστα πάρα πολὺ ὡραῖα,
καὶ ὅσα ἐσυνέβησαν διὰ τὸν βασιλέα.

Συγκινημένος ὁ παπᾶς, γεμάτος καλωσύνη,
τὴν πῆρε εἰς τὸ σπίτι του καὶ χρήματα τῆς δίνει.

Θεὸς ἀκούει προσευχές, ξέρει τὸ πρόβλημά της,
καὶ τότε τέλος ἔδωσε σ᾿ ὅλα τὰ βάσανά της.

Μιὰ μέρα λείπει ὁ βασιλιὰς καὶ μπαίνουν στὸ παλάτι
οἱ ἄρχοντες τοῦ παλατιοῦ, σὰν νὰ γυρεύουν κάτι.

Τὴν μοιχαλίδα βρήκανε, τὴν τιμωροῦνε τώρα,
νὰ μάθουνε πῶς ἔδιωξε αὐτὴ τὴν Θεοδώρα.

Μάγια ἔκανα στὸ βασιλιὰ νὰ διώξῃ ἀπ᾿ τὸ παλάτι,
γυναίκα του καὶ τὸ παιδὶ νὰ κουβαλῇ στὴν πλάτη.

Σὰν ἔμαθε ὁ βασιλιὰς μάγια πὼς τοὖχαν κάνει,
ἐτότε μετανόησε, κόντευε νὰ πεθάνῃ.

Κατάλαβε πὼς ἔζησε χρόνια στὴν ἁμαρτία
καὶ τώρα τὴν βασίλισσα ζητεῖ ἀπ᾿ τὴν ἐξορία.

Ἀνθρώπους ἔστειλε εὐθὺς νὰ βροῦν τὴν Θεοδώρα,
καὶ πάλι στὸ παλάτι του νὰ τοῦ τὴν φέρουν τώρα.

Ἔλεγχο εἶχε ὁ βασιλιὰς εἰς τὴν συνείδησί του,
ποὺ ἐξορία ἔκανε γυναίκα καὶ παιδί του.

Στοῦ βασιλιᾶ διαταγὴ ἔτρεξαν ὅλοι τώρα.
φιλοξενοῦσε ἕνας παπᾶς τότε τὴν Θεοδώρα.

Μετάνοια σὰν ἄκουσε τότε τοῦ βασιλέα,
ἐπέστρεψε στὰ Ἀνάκτορα καὶ ζήσανε ὡραῖα.

Ἡ Ἄρτα πανυγήριζε, εἶχε χαρὰ μεγάλη,
ποὺ εἶδαν τὴν βασίλισσα νὰ ἐπιστρέφῃ πάλι.

Μετανόησε ὁ βασιλιάς, ἔκτισε ἐκκλησίες,
δέησι κάνει στὸν Θεὸ νὰ σβήσῃ ἁμαρτίες.

Σαράντα χρόνια ἔζησε μαζὶ μὲ Θεοδώρα,
ἀπέκτησαν πέντε παιδιὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τώρα.

Ἀπέθανε ὁ βασιλιὰς κι ἔμεινε χήρα τώρα,
χριστιανικὰ καθήκοντα κάνει ἡ Θεοδώρα.

Ἀμέσως σὰν ἐχήρεψε, πῆγε στὸ μοναστήρι,
καλόγρια ἐντύθηκε καὶ εἶχε πανηγύρι.

Ἐτότε περισσότερον ἄρχισε τὶς νηστεῖες,
μὲ ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ ἀγαθοεργίες.

Σὲ ὅλες τὶς καλόγριες ὑπακοὴ τὶς κάνει
καὶ εἰς τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ ἁμαρτωλοὺς τοὺς βάνει.

Ἔζησε στὸ μοναστικὸ βίο της χρόνια δέκα,
τὸν ἑαυτόν της στόλιζε σὰν χριστιανὴ γυναίκα.

Πλησίασε ὅμως ὁ καιρὸς γιὰ νὰ ἀναχωρήσῃ,
ἀπὸ τὸν μάταιο κόσμο στὸν οὐρανὸ νὰ ζήσῃ.

Ἅγιο Γιώργη παρακαλεῖ μὰ καὶ τὴν Παναγία,
νὰ ζήσῃ ἀκόμα στὴν ζωὴ μία ἐξαμηνία.

Ἡ Παναγία παρακαλεῖ ἐτότε γιὰ νὰ ζήσῃ,
σὲ ἕξι μῆνες ἐκκλησιὰ ποὺ ἤθελε νὰ κτίσῃ.

Καὶ ὁ Θεὸς τὴν ἄκουσε τότε τὴν προσευχή της
καὶ προθεσμία ἔδωσε τότε στὴ ζωή της.

Τὶς μοναχὲς συμβούλεψε νἄχουνε προθυμία,
νὰ κάνουν θέλημα Θεοῦ, νὰ βροῦνε σωτηρία.

Καὶ τότε μὲ ἀγαλλίασι παρέδωσε ψυχή της,
καὶ ἑβδομήντα ἤτανε τὰ ἔτη τῆς ζωῆς της.

Ἐπέρασε θεάρεστα σὲ ὅλον της τὸν βίον,
γι᾿ αὐτὸ συναριθμήθηκε στὴν θέσι τῶν ἁγίων.

Ἐθάφτηκε εἰς τὸν ναὸν Ἁγίου Γεωργίου,
τὴν ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησιὰ στὶς ἕντεκα Μαρτίου.

Θαύματα τότε ἔγιναν στὸν τάφο τῆς ἁγίας,
τὴν νύχτα φλόγες ἔβγαιναν κι ἦταν φωτοχυσία.

Οἱ πονεμένοι κι ἄῤῥωστοι ζητοῦν βοήθειά της,
καὶ ὅσοι τὴν φωνάζανε γινότανε προστάτις.

Παράκλησι στὸν τάφο της ἔκαναν στὴν Ἁγία,
καὶ τότε τὴν ἐθάψανε σὺν πάσῃ εὐλαβείᾳ.

Ἔγινε ἀνακομιδὴ στὰ ἅγια λείψανά της
καὶ σὲ σινδόνι καθαρὸ ἔβαλαν τὰ ὀστᾶ της.

Ψαλμοὺς καὶ θυμιάματα μέσα στὴν ἐκκλησία,
πρὸ πύλης ἁγίου βήματος εὑρίσκεται ἡ ἁγία.

Θαυματουργεῖ ἡ εἰκόνα της καὶ ἅγιο λείψανό της,
σ᾿ ὅσους μὲ πίστι τρέχουνε στὸν τάφο τὸν δικό της.

Νοσήματα ὅσοι εἴχανε πήγαιναν στῆς ἁγίας,
καὶ ὅλους ἔκανε καλὰ ποὺ εἶχαν ἀσθενείας.

Τυφλοὺς ἐχάρισε τὸ φῶς μὰ καὶ δαιμονισμένοι,
ὅλους τοὺς ἐθεράπευε, νἆναι εὐχαριστημένοι.

Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὡς τώρα,
θαυματουργεῖ συνέχεια ἡ Ἁγία Θεοδώρα.

Ἂς πάρουμε παράδειγμα ὅλοι ἀπ᾿ τὴν ζωή της,
ταλαιπωρήθηκε πολὺ νὰ σώσῃ τὴν ψυχή της.

Βασίλισσα σὰν ἤτανε τὴν πέταξαν στὸν δρόμο,
καὶ σὰν ζητιάνα σήκωνε καὶ τὸ παιδὶ στὸν ὦμο.

Μὰ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλὰ ἔβλεπε τὴν καρδιά της,
ἔκανε πάντα προσευχὴ κι ἦταν βοήθειά της.

Ἔχεις τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ Ἁγία Θεοδώρα,
γιὰ νὰ σωθοῦμε καὶ ἐμεῖς δέησι κάνε τώρα.