Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ποὺ ἐμόνασε στὸ ὄρος τοῦ Στειρίου,
ἡ Ἐκκλησία τὸν τιμᾶ ἑπτὰ Φεβρουαρίου.
Στὴν Ἄμφισσα ἐγεννήθηκε ὁ ὅσιος μιὰ ἡμέρα,
ἀπὸ πατέρα Στέφανο, Εὐφροσύνη τὴν μητέρα.
Ἐργάστηκε σὰν γεωργὸς κι ἐπάγγελμα ποιμένα,
ὅμως μικρὸς στὰ γράμματα δὲν ἔμαθε κανένα.
Ἤτανε ἥσυχο παιδὶ σ᾿ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις,
τὸ φρόνημά του στέρεο, εἶχε γερόντων γνῶσι.
Τηροῦσε τὴν ἐγκράτεια ἀπὸ μικρὸ παιδάκι,
κρέας ποτὲ δὲν ἔτρωγε, αὐγά, οὔτε τυράκι.
Τὰ φροῦτα ἀποστρεφότανε, ψωμὶ κριθαρένιο,
ὄσπρια, χόρτα ἔτρωγε κι ἦταν χορτασμένο.
Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ μὲ αὐστηρὴ νηστεία,
μέχρι ποὺ ὁ ἥλιος ἔδυε ἔκανε ἀσιτία.
Δὲν τοῦ τὸ δίδαξε κανεὶς τοῦ Ὁσίου νὰ νηστεύῃ,
θέλησε ἀπὸ μόνος του τὴν σάρκα νὰ παιδεύῃ.
Ἐμαγειρέψαν οἱ γονεῖς κρέας μαζὶ καὶ ψάρι,
τὸ πιάτο τοῦ ἐσέρβιραν, δὲν ἤθελε νὰ πάρῃ.
Τρεῖς ἡμέρες ἦταν νηστικός, ἔνιωσαν οἱ γονεῖς του,
ἦν ὁ σκοπός του θεϊκὸς κι ἔμενε μαζί του.
Ἐβοηθοῦσε τοὺς φτωχοὺς ἀφοῦ εἶχε καλοσύνη
τὸ φαγητό του ἔδινε γιὰ ἐλεημοσύνη.
Τὸ ἴδιο πράγμα ἔκανε καὶ στὰ ἐνδύματά του,
στὸ δρόμο ἔντυνε γυμνούς, χαιρόταν ἡ καρδιά του.
Ὅταν γυμνὸς ἐγύριζε στὸ σπίτι του τὸ βράδυ,
τὸν ἔδερνε ὁ πατέρας του τὴν νύχτα στὸ σκοτάδι.
Εἶχε ἀγαπήσει τὸν Θεό, ἔκανε θέλημὰ Του,
ἤτανε δοῦλος Του πιστὸς εἰς τὰς διαταγάς Του.
Ἀπέθανε ὁ πατέρας του τελείωσε τὸν βίον,
γραφὲς διαβάζει ὁ Λουκᾶς καὶ βίους τῶν ἁγίων.
Θέλησε ἡ μητέρα του νὰ παρακολουθήσῃ
τὴν προσευχὴ ποὺ ἐκεῖνος ἔκανε κι αὐτὴ νὰ τὴν τιμήσῃ.
Μιὰ νύχτα παρακολουθεῖ τὴν προσευχὴ παιδιοῦ της
καὶ εἶδε θαῦμα φοβερό, ζαλίστηκεν ὁ νοῦς της.
Τὰ πόδια του δὲν ἔγγιζαν κάτω στῆς γῆς τὸ χῶμα,
ἦταν ψηλὰ ἀπὸ τὴν γῆ, ὣς ἕνα πῆχυ ἀκόμα.
Δυὸ μοναχοὺς φιλοξενεῖ ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ῥώμη,
θέλει νὰ γίνῃ μοναχός, μὰ εἶναι μικρὸς ἀκόμη.
Πολὺ τοὺς παρακάλεσε, τὸν πήρανε μαζί τους,
κρυφὰ τὴν νύχτα ἤτανε ἡ ἀναχώρησί τους.
Εἰς τὴν Ἀθήνα φτάσανε σὲ ἕνα μοναστήρι,
εὑρῆκαν τὸν ἡγούμενο κι ἄλλοι καλογῆροι.
Ὁ ἡγούμενος ἐρωτᾶ Λουκᾶ νὰ φανερώσῃ,
ποιὰ εἶναι ἡ πατρίδα του, τὰ ὀνόματα νὰ δώσῃ.
Τὸν ρώτησε πολλὲς φορές, παρὰ τὴν ἄρνησί του,
θέλει νὰ γίνῃ μοναχός· ἦν ἀφοσίωσί του.
Σὰν εἶδε ὁ ἡγούμενος τότε ἐπιμονήν του,
σχῆμα μικρὸ τῶν μοναχῶν, τὸν κράτησε μαζί του.
Τὴν στέρησι ὅμως τοῦ παιδιοῦ ὑπέφερε ἡ μητέρα,
κι ὅντε ὁ Λουκᾶς τῆς ἔφυγε, ἔκλαιγε νύχτα ἡμέρα.
Παραπονιόταν στὸ Θεό, τότε στὴν προσευχή της,
ποὺ χήρεψε κι ὁ Λουκᾶς δὲν ἤτανε μαζί της.
Ἀπέθανε ὁ ἄνδρας μου, ἔφυγε τὸ παιδί μου,
καὶ εἰς τὸν κόσμον ἔμεινα ἔρημη μοναχή μου.
Καὶ τὸ παιδί μου ἀγάπησα ποὺ μίσησε τὸ σῶμα,
καὶ τὴν ψυχή του ὁλόκληρη Σοῦ ἔδωσε ἀκόμα.
Λοιπόν, Θεέ μου, ἤθελα νὰ βλέπω τὸ παιδί μου,
ἐσένα νὰ δοξολογῇ, νὰ χαίρεται ἡ ψυχή μου.
Τὰ δάκρυα στὰ μάτια μου νὰ μὴν τὰ παραβλέψῃς,
ἔχεις τὴν δύναμι ἂν θὲς νὰ μοῦ τὸ ἐπιτρέψῃς.
Καὶ τότε θὰ δοξολογῶ, ἡ χήρα καὶ μητέρα,
τὸ ὄνομά σου, Κύριε, καὶ νύκτα καὶ ἡμέρα.
Καὶ ὁ Θεὸς τότε συμπάθησε τὴν μοναχὴ μητέρα,
ποὺ συντροφιὰ τὰ δάκρυα εἶχε τὴν κάθε ἡμέρα.
Τὸ ἴδιο βράδυ ὁ ἡγούμενος στ᾿ ὄνειρό του βλέπει,
τὸν διατάζει ὁ Θεὸς νὰ κάνῃ αὐτὸ ποὺ πρέπει.
Καὶ ἡ μητέρα τοῦ Λουκᾶ παράπονα τοῦ κάνει,
ποὺ τῆς ἐπῆρε τὸ παιδὶ καὶ κλαίει, θὰ πεθάνῃ.
Στεῖλε μου τὸ παιδάκι μου, ὀπίσω νὰ γυρίσῃ,
γιατὶ ὁ Θεὸς ἦν δίκαιος καὶ θὰ σὲ τιμωρήσῃ.
Ταράχθηκε ὁ ἡγούμενος μ᾿αὐτὸ τὸ ὄνειρό του,
καὶ τὸν Λουκᾶ ἐκάλεσε καὶ ἦρθε στὸ πλευρό του.
Τοῦ εἶπε, σὰν σὲ ρώτησα ποὺ ἦρθες τὴν πρώτη ἡμέρα,
ποιὰ εἶναι ἡ πατρίδα σου, πατέρα καὶ μητέρα.
Τότε δὲν μοῦ ἀπάντησες σ᾿ ἐρώτησι καμία,
καλόγερο σὲ ἒντυσα κι εἶναι παρανομία.
Λουκᾶς ἀπαρηγόρητος ἔχει τὰ μάτια κάτω,
καὶ πέφτανε ποὺ ἔκλαιγε τὰ δάκρυα του κάτω.
Τοῦ λέγει· φύγε γρήγορα, νὰ πᾶς εἰς τὴν μητέρα,
ποὺ χύνει μαῦρα δάκρυα γιὰ σένα πᾶσα ἡμέρα.
Δὲν εἶπε λέξιν ὁ Λουκᾶς ἀπ᾿ τὴν πολλὴ ντροπή του,
καὶ στὴν μητέρα στράφηκε σὰν πῆρε τὴν εὐχή του.
Εὑρῆκε τὴν μητέρα του, ἀδύνατη, θλιμμένη,
τὸ εἶδε καὶ τὸ φίλησε κατενθουσιασμένη.
Ὅμως ἡ πρώτη της δουλειά, παιδὶ πρὶν ἀντικρίσῃ,
ἐπροσευχήθηκε θερμὰ Θεὸν νὰ εὐχαριστήσῃ.
Τέσσερους μῆνες κάθησε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα,
τῆς ἔκανε ὑπακοὴ τὴν νύκτα, τὴν ἡμέρα.
Ὅμως ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε κυριεύσει,
πῆρε τῆς μάνας τὴν εὐχὴ γιὰ νὰ καλογερεύσῃ.
Ἀνέβηκε σὲ ἕνα βουνὸ καὶ θάλασσα τριγύρω,
ἦταν ἐκεῖ ἕνας ναὸς ἁγίων Ἀναργύρων.
Ἔκανε ἐκεῖ καλύβι του, νηστεία, ἀγρυπνία,
ἀπάνθρωποι οἱ δαίμονες, τοῦ κάναν τυραννία.
Μικρὸ ἦταν τὸ καλύβι του γιὰ νὰ χωρῇ τὸ σῶμα,
δὲν ἤθελε ἐπίδειξι νὰ μεγαλώσῃ ἀκόμα.
Ἦταν σὲ ὅλους σπλαγχνικός, τοὺς ἀγαποῦσε ἴδια,
τὰ ζῶα καὶ τὸν ἄνθρωπο τὰ κτήνη καὶ τὰ φίδια.
Ἐπῆγε ἕνας ναυτικὸς κάποτε νὰ ψαρέψῃ,
θέλησε καὶ τὸν ἅγιο ψάρι νὰ τὸν φιλέψῃ.
Ἔριξε τὸ ἀγκίστρι του νὰ καρφωθῇ τὸ ψάρι,
τραβᾶ στὴν ἐπιφάνεια, ἄδειο τὸ εἶχε πάρει.
Τὸν Ὅσιον παρακαλεῖ νὰ τοῦ ᾿κανε τὴ χάρι,
σὰν ρίξῃ δίχτυ στὸ γυαλὸ ν᾿ ἀγκιστρωθῇ τὸ ψάρι.
Καὶ θαῦμα κάνει ὁ ἅγιος, εἰς τὸν ψαρᾶ τὸν ἄλλο,
ἔπιασε τὸ ἀγκίστρι του ψάρι πολὺ μεγάλο.
Πάλι ξανὰ προσεύχεται στ᾿ ὄνομα τοῦ ἁγίου,
καὶ ψάρι πιὸ μικρότερο στὰ χέρια τοῦ ἰδίου.
Ὅμως τὸ ψάρι τὸ μικρὸ στὸν ἅγιο τὸ δίνει,
καὶ γιὰ τὸν ἑαυτούλη του μεγάλο ψάρι ἀφήνει.
Ὁ Ὅσιος τὸν ἤλεγξε γιὰ τὴν ἀδικία,
μετάνιωσε καὶ ὁ ψαρᾶς, ποὺ ἔκανε ἁμαρτία.
Καὶ ὅταν τὸ ἐμαγείρεψε ὁ ἅγιος τὸ ψάρι,
ἀνθρώπους φιλοξένησε, τὸ πήρανε χαμπάρι.
Κατόπιν ἐκατοίκησε στὸ ὄρος τοῦ Στειρίου,
ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ σήμερα τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου.
Ἐκάθισε σὲ μιὰ πηγή, ἔκανε περιβόλι,
ἐφύτευσε λαχανικά, φιλοξενοῦνταν ὅλοι.
Ἐπῆγε κι ἐκατοίκησε πάνω σὲ ὄρους τόπο,
γιὰ ν᾿ ἀποφύγῃ ἤθελε τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ διάβολος τὸν πείραζε μὲ τὰ φαντάσματά του,
μὲ πειρασμοὺς καὶ λογισμούς, αὐτὴ ἦταν ἡ δουλειά του.
Μιὰ ἡμέρα πῆγε στὸ κελλί, φοβέρα νὰ τοῦ κάνῃ,
τὸν νίκησε ὁ Ὅσιος ποὺ τὸν σταυρό του κάνει.
Σὲ σπήλαιο βρισκότανε μὲ ὑποτακτικό του,
γυναῖκες δυὸ τὶς κυνηγοῦν, βρεθήκανε ἐμπρός του.
Ὁ Ὅσιος τὶς λυπήθηκε, ὁ ἥλιος εἶχε δύσει,
καὶ θέλησε στὸ σπήλαιο νὰ τὶς φιλοξενήσῃ.
Ἐπρόσταξε νὰ κοιμηθῇ ὁ ὑποτακτικός του,
σὲ μιὰ ἄκρη τῆς σπηλιᾶς, στὸν ᾅδη ὁ ἑαυτός του.
Γυναῖκες τὶς ἐπρόσταξε νὰ κοιμηθοῦν στὴ μέση,
τοὺς πονηρούς του λογισμοὺς τοὺς εἶχε καταστρέψει.
Εἰς τοῦ Στειρίου τὴν Μονὴ ἔμεινε ἑπτὰ ἔτη,
καὶ μιὰ ἡμέρα ξαφνικά, τὸ τέλος του προβλέπει.
Ἀρρώστησε καὶ κάθησε μέσα εἰς τὸ κελλί του,
κι ἔμαθαν οἱ χριστιανοὶ γιὰ τὴν κατάστασί του.
Ἐτότε ὅλοι ἔτρεξαν διὰ συνάντησί του,
μὲ δακρυσμένους ὀφθαλμοὺς νὰ πάρουν τὴν εὐχή του.
Ὑπέδειξε σὲ μοναχὸ τόπο γιὰ τὴν ταφή του,
καὶ ὅταν τοὺς ἀσπάσθηκε, ἐπέταξε ἡ ψυχή του.
Ἔσκαψαν τότε εἰς τὴν γῆ, λίγο ἐκοπιάσαν,
τὸ ἱερόν του λείψανο ἐκεῖ ἐνταφιάσαν.
Τέλος τῆς πρόσκαιρης ζωῆς ἤτανε τοῦ ἁγίου
ποὺ ἡ ψυχή του ἔφυγε ἑπτὰ Φεβρουαρίου.
Ὅλη ἡ ζωή του ἔζησε πενήντα ἕξι χρόνια
ἐπῆγε στὸν παράδεισο μὲ τὸν Χριστὸ αἰώνια.
Δυὸ χρόνια μετὰ θάνατον ἔκτισαν ἐκκλησία,
τὸν ἐσυνδύασαν μαζὶ Βαρβάρα τὴν ἁγία.
Τυφλὸς ἐμπῆκε στὸ ναό, τοῦ ἐχάρισε τὸ φῶς του,
ὅταν ἐγίνηκε καλά, δόξαζε τὸν Θεόν του.
Ἕνας, πονοῦν τὰ πόδια του καὶ νοερῶς πηγαίνει,
Ὁσίου Λουκᾶ εἰς τὴν μονὴ κι ἀμέσως ὑγιαίνει.
Ὁ Ῥωμανὸς ὁ δεύτερος ἔκτισε μοναστήρι,
καὶ γίνεται στὴ μνήμη του μεγάλο πανηγύρι.
Παρακαλοῦμε ἅγιε, ποὺ ἔχεις παρρησία,
προσεύχου πάντοτε γιὰ ἐμᾶς, νὰ βροῦμε σωτηρία.
|