6 Φεβρουαρίου
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁ ἅγιος ἐγενήθη· Σέργιος τοῦ πατέρα του ἦταν τὸ ὄνομά του Καὶ τῆς μητέρας ὄνομα τὴν λέγανε Εἰρήνη, Ἤσανε φιλομόναχοι γονεῖς μικροῦ Φωτίου, Χάρισμα εἶχεν ὁ Φώτιος, ἀπ᾿ τὸν Θεὸ σοφία Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸν κάναν πατριάρχη, Τὸ μέγα αὐτὸ ἀξίωμα δὲν τὸν ἐνθουσιάζει Στὸν θρόνο σὰν ἀνέβηκε τὸν πατριαρχικόν του, Εἰκονομάχοι παπικοὶ κι ἄλλες πολλὲς αἱρέσεις, Στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως ἔλεγαν μὲ τὸ στόμα, Πόλεμο κάνει ὁ Φώτιος γιὰ τὶς καινοτομίες, Ἔγινε τότε πόλεμος ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, Ἡ πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μέσ᾿ στὴν Πόλιν, Ὁ Πάπας ὅταν ἔμαθε τὴν ψήφισιν Φωτίου, Συγκάλεσε τοὺς δυτικοὺς ἐπίσκοπους στὴν Ῥώμη, Ἀπήντησε μὲ Σύνοδο ἀμέσως ἡ Ὀρθοδοξία Ἀνέκαθεν οἱ δυτικοὶ τὸν Φώτιον μισοῦνε, Μὲ τὶς αἱρέσεις ἔσχισαν χιτώνα τοῦ Κυρίου· Μεγάλη μάχη ἔγινε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, Τὸν ἔκλεισαν σὲ μία μονή, εἰς τὴν Ἁγίαν Σκέπη, Οἱ χριστιανοὶ ἐκλάψανε κι ὅλη ἡ Ἐκκλησία, Ἔκαναν ψευτοσύνοδο οἱ παπικοὶ στὴν Ῥώμη, Μισούσανε τὸν Φώτιο ποὺ ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, Κάλεσαν μιὰ ἐπιτροπή, Φώτιον νὰ ἀνακρίνῃ Ἦν ἀσθενὴς ὁ ἅγιος, μπαστούνι ἐκρατοῦσε Εἶχαν τὸ δηλητήριο, σὰν τὴν ὀχιὰ στὸ στόμα, Μέσ᾿ στὸν ναὸν ἐσύρανε τὸν ἅγιον μὲ βία, Ἐκεῖ βασανιστήρια εἶχε στὴν φυλακή του, Τοῦ πῆραν ἀπ᾿τὰ χέρια του τὰ ἱερὰ βιβλία, Μὲ θαυμαστὴ ὑπομονή, ἀλλὰ καὶ καρτερία, Ἐνῶ συνέβησαν αὐτά, σεισμὸς μέγας ἐγίνη, Τότε ὅλοι ἐσκέφτηκαν πὼς ἦταν τιμωρία, Παρέμεινε ὁ ἅγιος βάσανα τρία χρόνια, Βασίλειος αὐτοκράτορας τὸν κάλεσε κοντά του, Σὰν πέθανε ὁ Ἰγνάτιος ποὺ ἦταν πατριάρχης, Τώρα γιὰ δεύτερη φορὰ ποιμαίνει Ἐκκλησίαν, Τριακόσιους ὀγδόντα τρεῖς ἐκάλεσε πατέρες, Θεῖοι κανόνες ὅλοι τους τότε μαζὶ ψηφίζουν, Σὲ λίγο ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος πεθαίνει, Δικαίως πῆρε τὸ ὄνομα, γιατὶ εἶχε τὴ σοφία, Εἶχε κι αὐτὸς σὰν ἄνθρωπος τὰ ἰδικά του πάθη, Ἐχθροὶ μισοῦν τὸν ἅγιον, στὸν Λέοντα πηγαίνουν, Ἐπίστεψε ὁ βασιλιὰς ψευδῆ συκοφαντία Ὡσὰν κακοῦργον ἔκλεισε μέσα στὸ μοναστήρι, Εἰς τὴν μονὴ παρέμεινε ἔγκλειστος πέντε χρόνια Ἐβασανίστηκε πολὺ μὲ διαφόρους τρόπους Παρόλα αὐτὰ δὲν σκέφτηκε κανεὶς τὰ βάσανά του, Καθημερινῶς τὸ σῶμα του εἶχε δοκιμασίες, Σὰν τὸ χρυσάφι δόκιμος ἦταν στὸ χωνευτήρι, Ὁ Κύριος τὸν ἐκάλεσε γιὰ νὰ τὸν ἀναπαύσῃ, Ἀπεδήμησεν πρὸς Κύριον ἕξη Φεβρουαρίου Φώτιε Μέγα εἰς Χριστὸν κάνε τὴν προσευχή σου, |