24 Ἰανουαρίου
Ἰανουαρίου εἰκοστέσσερες γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία Ἡ Ξένη αὐτὴ κατήγετο ἀπὸ τὴν πόλι Ῥώμη, Τῆς ἔδωσαν ἀνατροφὴ εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία, Τὴν κόρη τους τὴν ἔλεγαν ἐν πρώτοις Εὐσεβία· Ἡ νέα σὰν μεγάλωσε κι ἦρθε σὲ ἡλικία, Γονεῖς της γιὰ τὸν γάμο της, ἔδειξαν προθυμία, Ἡ κόρη ὅμως στὸν Χριστὸ ἔδωσε τὴν καρδιά της Εἶδε ὅτι τὴν πίεζαν ἐτότε οἱ γονεῖς της Τὸ εἶπε σὲ δύο δοῦλες ποὺ εὑρίσκονταν μαζί της, Γάμου στολὲς χρυσαφικὰ ποὺ εἴχανε μαζέψει, Ντυθῆκαν ἀνδρικὲς στολὲς κι ἐξ αἴφνης ἕνα βράδυ, Ὅλες προσευχηθήκανε, κάνανε τὸν σταυρό τους, Ἡ Εὐσεβία ἔδινε κουράγιο καὶ στὶς ἄλλες, Σὰν φτάσανε στὴν θάλασσα κι ἐμπῆκαν στὸ λιμάνι, Ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια πᾶνε μὲ ἄλλο πλοῖο, Ἤθελε ἡ Εὐσέβεια τὰ ἴχνη της νὰ χάσουν Παρήγγειλε στὶς δοῦλες της τὴν ἰδική της γνώμη, Ξένη νὰ μὲ φωνάζετε, εἶπε, δὲν εἶναι ψέμα, Ὅταν ἐπῆγαν εἰς τὴν Κῶ, ἐνοίκιασαν σπιτάκι, Γυρεύουνε γιὰ τὴν ψυχὴ πνευματικὸ πατέρα, Χωρὶς πνευματικὴ τροφὴ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ζήσῃ Ἡ προσευχή της φλογερὴ στὰ βάθη τῆς καρδιάς της Ἦταν ἱερομόναχος, τὸ ὄνομά του Παῦλος, Ἡ Ξένη ἔνιωσε χαρὰ, ἦν ἀγαλλιασμένη, Τοῦ μίλησε μὲ σεβασμὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσε, Ἐρώτησε ὁ γέροντας· ποῦ ἦταν, ποῦ βρεθῆκαν, Τότε τὸν παρεκάλεσαν νἆναι πνευματικός τους Εἶπε· διαβάτης εἶμαι εἰς τὴν Κῶ, ἀλλοῦ ἔχω μοναστήρι, Οἱ νέες ἐσυμφώνησαν καὶ πήγανε μαζί του, Τὸ ὄνομα τὸ βαπτιστικό, δὲν τὄειπε σὲ κανένα, Κοιμήθηκε ὁ ἐπίσκοπος στὴν ἐποχὴ ἐκείνη, Ὁ Παῦλος συνεβούλευσε τὴν Ξένη γιὰ νὰ γίνῃ Ἐκείνη τὸ ἀπέρριψε ἀπὸ ταπείνωσί της Τώρα ζωὴ ἀσκητικὴ ἐζοῦσε ἡ Ὁσία, Τρεῖς μόνο ἡμέρες ἔτρωγε ψωμὶ τὴν ἑβδομάδα, Ὅλα τὰ ἔκανε κρυφὰ κι ὄχι παῤῥησίᾳ, Μεγάλες εἶχε ἀρετές, ἡ Ξένη ἡ Ὁσία, Τὴν νύχτα προσευχότανε μὲ δάκρυα στὰ μάτια, Καὶ στὸ ψωμί της ἔβαζε στάχτη ἀπ᾿τὸ θυμιατήρι, Εἶχε πολλὴ πραότητα, δὲν θύμωνε καθόλου, Σὰν τὴ ζωή της πέρασε, προεῖδε θάνατό της, Εἶπε νὰ κάνουν προσευχὲς αὐτὲς γιὰ τὴν ψυχή της, Συμβούλευσε τὶς μοναχὲς κατὰ Θεὸν νὰ ζοῦνε, Ἐκλαίγανε οἱ ἀδελφὲς κι ἔκλαιγε κι ἐκείνη, Κατόπιν κάνει προσευχή, Θεὸν εὐχαριστοῦσε, Παρακαλεῖ γιὰ ἀδελφὲς νὰ τὶς διαφυλάξῃ, Τελείωσε τὴν προσευχή, παίρνει συγχώρεσί τους, Τὴν παρακολουθούσανε μέσα στὴν ἐκκλησία, Ἀκόμα ὀσφρανθήκανε οὐράνια εὐωδία, Ἀνοῖξαν πόρτες μπήκανε μέσα στὴν ἐκκλησία, Τὴν ὥρα ποὺ ἦταν στὸ ναό, ἤτανε μεσημέρι, Στὴν μέση εἶχε ἕνα σταυρὸ κι ἕνα λαμπροστεφάνι, Ὁ κόσμος ὅλος ποὺ ἔβλεπε στὸν οὐρανὸ σημεῖο, Κι ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖ ἔφτασε νὰ κάμῃ τὴν κηδεία, Ὁ κόσμος συγκινήθηκε, ἔλεγε στὸν δεσπότη, Κι ὁ ἐπίσκοπος προσκύνησε τὸ λείψανο ὁσίας Καὶ κατὰ τὴν μεταφορὰ τοῦ ἁγίου της λειψάνου, Ὅπου ἐκάναν δέησι σταμάταγε κι ἐκεῖνο, Ὅλη τὴν νύκτα οἱ χριστιανοὶ ἐκάναν ἀγρυπνία, Τὸ λείψανο θαυματουργεῖ τῆς Ξένης τῆς Ὁσίας Τὸν τόπο ἐνταφιασμοῦ ἡ Ξένη εἶχε προστάξει, Ὅταν τὴν ἔθαψαν ἐκεῖ στὸ ἱερὸ τὸ μέρος, Λίγος καιρὸς ἐπέρασε καὶ τότε κοιμηθῆκαν Ἡ μία δούλη ἔλεγε, Ξένης τὴν ἱστορία Σὰν πέρασε λίγος καιρός, ἀπέθανε κι Παῦλος, Ὁσία Ξένη ποὺ ἔζησες σὰν ξένη μέσ᾿ στὰ ξένα, |