Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος, εἰς χώρα τῆς Περσίας,
ἦταν υἱὸς ἑνὸς σοφοῦ καὶ πρώτου τῆς μαγείας.
Εἶχε μαζέψει μαθητάς, ἀλλὰ καὶ τὸν υἱόν του,
τοῦ εἶχε βάλει ἄριστα, μέσα στὸ σπιτικό του.
Οἱ Πέρσες ἐξεστράτευσαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
ἐκυρίευσαν Ἱερουσαλὴμ κι ὅλη τὴν Παλαιστίνη.
Ἐπῆραν σκεύη ἱερὰ ποὺ εἴχανε ἀξία,
μὰ καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸν πῆγαν στὴν Περσία.
Ἑξακόσια δέκα τέσσερα ἦν ἡ ἡμερομηνία,
ποὺ στὴν Περσία ἤκμαζε ἡ εἰδωλολατρία.
Θαύματα ὁ Τίμιος Σταυρὸς κάνει εἰς τὴν Περσία,
τὴν ἀθεΐα διέλυσε, ἀλλὰ καὶ τὴν μαγεία.
Φεγγοβολοῦσε κι ἄστραφτε μὲ χάρι τοῦ Κυρίου,
γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ πίστευαν λόγια Εὐαγγελίου.
Ῥωτοῦσε ὁ Ἀναστάσιος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
διὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, ὀρθόδοξος νὰ γίνῃ.
Ἔμαθε πῶς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία,
σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε γιὰ κόσμου σωτηρία!
Τότε μὲ ἀγαλλίασι καὶ μὲ χαρὰ μεγάλη,
εἶχε λαχτάρα στὴν καρδιά, Χριστὸ μέσα νὰ βάλῃ.
Φεύγει γιὰ Ἱεράπολη, πατρίδα του ἀρνήθη,
εὔρηκε Πέρση χριστιανὸ τὸν κάλεσε στὸ σπίτι.
Τὸν Πέρση παρακάλεσε γιὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ,
θέλει νὰ γίνῃ χριστιανός, αὐτὸς νὰ τὸν βαφτίσῃ.
Ζωγραφισμένους ἅγιους βλέπει στὴν ἐκκλησία,
ἐρώταγε τοὺς χριστιανοὺς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Πῆγε Ἱεροσόλυμα σὰν διψασμένο ἐλάφι,
θέλει ἐκεῖ νὰ βαπτιστῇ, γιὰ τὸν Χριστὸ νὰ μάθῃ.
Εὑρῆκε ἕναν πρεσβύτερο, τὸν λέγανε Ἠλία,
θέλω νὰ γίνω χριστιανός, τοὖπε στὴν ὁμιλία.
Ἐκεῖνος τὸν ὁδήγησε τότε στὸν Πατριάρχη,
τὸν βάπτισε μὲ ὄνομα Ἀναστασίου νἄχῃ.
Ὀκτὼ ἡμέρες κάθισε μὲ τὸν παπᾶ Ἠλία,
καὶ τώρα ὁ Ἀναστάσιος τοῦ κάνει ἱκεσία.
Θέλει νὰ γίνῃ μοναχὸς καὶ νὰ καλογερέψῃ,
ἀφοῦ ἐβαπτίστη στὸν Χριστό, νἄχῃ μαζί του σχέσι.
Πατὴρ Ἠλίας δέχτηκε, δὲν τοῦ χαλᾶ χατίρι,
τέσσερα στάδια μακρυὰ ἦταν τὸ μοναστήρι.
Σὰν πῆγε ὁ Ἀναστάσιος ἐκεῖ στὸ μοναστήρι,
τὸν δέχτηκε ὁ ἡγούμενος, τοῦ ἔμαθε τὸ ψαλτήρι.
Ἡγούμενος χειροτονεῖ τότε τὸν Ἀναστάση,
καλόγερο τὸν ἔκανε, εἰς τὴν μονὴ νὰ κάτσῃ.
Θαυμάσια διαγωγὴ δείχνει στὸ μοναστήρι,
ἐχάρηκε ὁ ἡγούμενος, μὰ καὶ οἱ καλογῆροι.
Ἐκεῖ διακονήματα τότε τοῦ δίνουν δύο
τὸν κῆπο νὰ καλλιεργῇ, νἆν᾿ καὶ στὸ μαγειρεῖο.
Στὰ δύο διακονήματα ἔδειχνε προθυμία
ἤτανε πάντοτε παρὼν καὶ στὴν Ἀκολουθία.
Εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στοὺς βίους τῶν Ἁγίων,
καὶ πρόσεχε θεάρεστα τὸν ἰδικόν του βίο.
Διάβαζε ὁ Ἀναστάσιος τροπάρια Μαρτύρων,
τὰ μάτια του ἐγίνοντο βρύσες πολλῶν δακρύων.
Χρόνια ἑπτὰ ἐκάθισε ἐκεῖ στὸ μοναστήρι,
μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο καὶ ἄλλοι καλογῆροι.
Δὲν ἄντεξε ὁ διάβολος μεγάλην ἀρετήν του,
ὅ,τι κακὸ κι ἀνώφελο βάζει στὴν κεφαλή του.
Τοῦ ἔφερνε καλοπέρασι ὁποὖχε στὴν Περσία,
ἀλλὰ καὶ τὸν πατέρα του ποὺ εἶχε τὴν μαγεία.
Ἤτανε ὁ Ἀναστάσιος ἄγρυπνος στρατιώτης,
καὶ τὶς παγίδες σατανᾶ ἀπέφευγε ἐν πρώτοις.
Κατάφευγε στὴν προσευχή, ἐζήταγε βοήθεια,
ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια.
Πήγαινε στὸν πνευματικὸ μὲ δάκρυα στὰ μάτια,
καὶ γκρέμιζε τοῦ σατανᾶ τοὺς πύργους τὰ παλάτια.
Προσεύχονταν οἱ μοναχοὶ μέσα στὴν ἐκκλησία,
τὸν ἄφησε ὁ διάβολος καὶ εἶχεν ἡσυχία.
Ὅραμα στέλνει ὁ Θεὸς τότε στὸν Ἀναστάση,
τοῦ εἶπε πὼς μαρτύριο κοντά του εἶχε φτάσει.
Αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ στὸν διδάσκαλό του
πὼς εἶδε ὅραμα Θεοῦ γιὰ τὸ μαρτύριό του.
Ποθοῦσε τὸ μαρτύριο τότε ὁ Ἀναστάσης
ἔφυγε ἀπὸ τὴν μονή, Καισάρεια νὰ φτάσῃ.
Πρὶν φύγῃ ἐκοινώνησε τὴν Θεία Εὐχαριστία,
καὶ πῆρε δύναμι Χριστοῦ, πνευματικὴ εὐρωστία.
Μάγους πολλοὺς ἀντάμωσε σὰν πῆγε στὴν Περσία,
καὶ τοὺς ἐκαυτηρίασε πὼς εἶναι ἁμαρτία.
Τοὺς εἶπε μαγεία στὸ ἑξῆς μὴν κάνουνε καθόλου,
ποὺ πρὶν τὰ ἔκανα κι ἐγώ, ἐνέργεια διαβόλου.
Ἐσεῖς μετανοήσετε, ἀφῆστε τὴ μαγεία,
ἐπίστευσε, βαπτίστηκε εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Τὴν ὥρα ποὺ συμβούλευε ἄλλους γιὰ τὴν μαγεία,
ἐπέρασε ἐκεῖ κοντὰ μιὰ νέα συμμορία.
Βίαια τὸν ἁρπάξανε καὶ τὸν ἐφυλακίσαν,
κι ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησαν τὰ βάσανα τὰ τόσα.
Στὸν ἄρχοντα τὸν τύραννο τὸν πᾶν᾿, τὸν ἐξετάζει,
ν᾿ ἀρνηθῇ τὴν πίστι του αὐτὸς τὸν διατάζει.
Τοῦ λέγει ὁ Ἀναστάσιος· ἤμουνα μάγος πρῶτα,
μὰ τώρα βρῆκα τὴν χαρὰ εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πόρτα.
Ὅσο μιλοῦσε ὁ τύραννος, ἄκουε στὸ αὐτί του,
ἔκανε ὁ Ἀναστάσιος κρυφὰ τὴν προσευχή του.
Ἄρχισαν τὰ μαρτύρια διὰ τὸν Χριστομάρτυ,
κάτω στὴν γῆ τὸν ἔριξαν, τὸν ἔδερναν στὴν πλάτη.
Τὸν ξαναβάζουν φυλακὴ ν᾿ ἀλλαξοπιστήσῃ,
τὰ ψεύτικα τὰ εἴδωλα νὰ πάῃ νὰ προσκυνήσῃ.
Τὸν ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος· ποιοὺς θέλει νὰ τιμήσῃ;
ἣλιο φεγγάρι κι ἄλογο, τοῦ εἶπε γιὰ νὰ ζήσῃ.
Τότε ἀκούει ἄφοβα ἀπὸ τὸν Ἀναστάση
τιμῶ καὶ προσκυνῶ Θεὸν ποὺ ἔκτισε τὴν πλάσι.
Ἐνίκησε τὸν τύραννο, ποὺ τοὖπε τὴν ἀλήθεια,
γαιτὶ τ᾿ ἀρχόντου συμβουλὴ ἤτανε παραμύθια.
Τὸν ξαναβάζει φυλακή, εἶναι ἁλυσοδεμένος,
τὸν ἐνισχύαν χριστιανοὶ ποὺ ἦταν φυλακισμένος.
Τὴν μέρα τὸν ἐφόρτωναν πέτρες γιὰ ἀγγαρία,
τὴν νύκτα μέσ᾿ στὴν φυλακὴ ἔκανε ψαλμωδία.
Τὸν ἅγιον ὡδήγησαν πάλι στὸν βασιλέα·
τὸν ἐρωτᾶ γιὰ πίστι του, νὰ τοὺς τὰ εἰπῇ ὡραῖα.
Τοὺς εἶπε· μάγος ἤμουνα σὲ ψεύτικη θρησκεία,
καὶ τώρα ἐφωτίστηκα μὲ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Ἐσεῖς εἶστε ἀνόητοι καὶ πάρτε το χαμπάρι,
ποὺ προσκυνᾶτε τὴ φωτιά, τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι.
Ὁ ἅγιος δὲν μετανοεῖ, τὸν εἴχανε ξαπλώσει,
κτυποῦν τὸ σῶμα δυνατά, νὰ τσακιστῇ, νὰ λιώσῃ.
Τὸν ξανακλείνουν φυλακὴ γιὰ νὰ μετανοήσῃ,
μὰ τὸν γλυκὺν τὸν Ἰησοῦ δὲν πρόκειται ν᾿ ἀφήσῃ.
Ὁ βασιλιὰς τὰ λόγια του εἶδε πᾶνε χαμένα·
ὁ Ἅγιος τὴν πίστι του τὴν εἶχε σιδερένια.
Καὶ τότε ἐδιέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν,
καὶ ἑβδομήντα χριστιανούς, οὔτε αὐτοὶ νὰ ζήσουν.
Τοὺς ὁδηγοῦν ὅλους μαζὶ κοντὰ σ᾿ ἕνα ποτάμι,
τοὺς ἔπνιγαν μ᾿ ἕνα σχοινὶ κι ἕνα χοντρὸ καλάμι.
Γελούσανε ἀναίσθητα ποὺ πνίγαν τοὺς ἀνθρώπους,
μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστὸ σὲ ὁρισμένους τόπους.
Ἔλεγαν καὶ στὸν Ἅγιο ποὺ ἦταν στὸ ποτάμι,
τὸ θέλημα τοῦ βασιλιᾶ ἂν ἤθελε νὰ κάμῃ.
Ὁ Ἅγιος προσεύχεται γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ
Θεὸν ποὺ τὸν ἀξίωσε γι᾿ Αὐτὸν νὰ μαρτυρήσῃ.
Ἔπειτα εἰς τὸν τύραννο, τοῦ μίλησε ἀκόμα
πὼς θυσιάζει στὸν Χριστὸ τὸ ἰδικόν του σῶμα.
Τελείωσε κι ἔκανε τὴν προσευχή του πάλι,
ἔκλινε τότε πρὸς τὴν γῆν, τοῦ κόψαν τὸ κεφάλι.
Εἴκοσι δύο ἤτανε τότε Ἰανουαρίου,
ποὺ τὸ κεφάλι ἔκοψαν Πέρσου Ἀναστασίου.
Τὸ πήγανε στὸ βασιλιὰ νὰ τὸ διαπιστώσῃ,
ἦταν ῾μοβόρος, ἄπιστος, κι εἶχε κακία τόση.
Σὲ μοναστήρι ἔθαψαν λείψανα τοῦ Ἁγίου,
ποὺ εἶχαν μοναχοὶ τοῦ Μάρτυρος Σεργίου.
Οἱ στρατιῶτες συζητοῦν περὶ λειψάνου ὅλου
καὶ τὰ σκυλιὰ τὸ σέβονταν, δὲν τ᾿ ἄγγιξαν καθόλου.
Ἄλλος εἶδε ἀπὸ ψηλὰ ἕνα λαμπρὸ ἀστέρι,
εἰς τοῦ Ἁγίου λείψανο Θεὸς τὸ εἶχε φέρει.
Ἄνθρωποι διηγότανε κηρύγματα Ἁγίου,
πολλοὶ πιστέψαν στὸ Χριστό, μὲ χάριν τοῦ Κυρίου.
Στὴ φυλακὴ τὸν Ἅγιο τὸν εἴχανε κλεισμένο,
μαζὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς μὰ ἁλυσοδεμένο.
Τοὺς εἶπε γιὰ τὸ τέλος του, ὅτι θὰ μαρτυρήσῃ,
καὶ γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ τὸ αἷμα του θὰ χύσῃ.
Θὰ φονευθῇ ὁ βασιλιάς, τοὺς εἴπενε σὲ κάποιους,
οἱ χριστιανοὶ θὰ φύγουνε διὰ δικούς τους τόπους.
Αὐτοὶ ἐδιηγήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου,
στὸ μοναστήρι βρέθηκαν Σεργίου τοῦ Ἁγίου.
Ὡραῖος εἶν᾿ ὁ βίος του τοῦ Ἀναστασίου Πέρση,
σὰν διαβαστῇ μὲ σεβασμό, τῶν χριστιανῶν ἀρέσει.
Ὦ Ἅγιε Ἀναστάσιε, Ὁσιομάρτυς Πέρση,
προσεύχου, στὸν παράδεισο νὰ ἀξιωθοῦμε θέσι.
|