21 Ἰανουαρίου
Γεννήθηκε ἡ μάρτυρας στὴν θεομάχο Ῥώμη· Γονεῖς της ἦσαν εὐσεβεῖς, ἀπὸ ἀριστοκρατία, Ἤτανε κρίνο εὔοσμο, μὲ ζῆλον της μεγάλον, Κάνει ἱεραποστολὴ Χριστὸν νὰ διαδώσῃ, Γυναῖκες συνεβούλευε, ἐρχόντουσαν κοντά της Ὁ ἄρχοντας ταράχτηκε, ποὺ ἄκουσε στὴ Ῥώμη, Διέταξε, τὴν ἔφεραν τὴν νεαρὰν μπροστά του Ἂν ἀρνηθῇ τῆς ἔλεγε αὐτὴν παραγγελία Ἡ Ἁγία τοῦ ἀπήντησε· θεοὺς δὲν θυσιάζω Ἡ πίστις μου ἀκράδαντη, Θεὸς θὰ μὲ φυλάξῃ Ἐγωιστὴς καὶ βάρβαρος ὁ ἄρχοντας τῆς Ῥώμης, Τότε Ἁγίαν ἔγδυσε βγάζει ἐνδύματά της Διέταξε ὁ τύραννος περιφορὰ στὴν πόλι Διὰ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ ὑπέμεινε ἡ Ἁγία Ἀφοῦ τὴν περιέφεραν ἡμίγυμνη στὴν Ῥώμη, Μέσα σὲ πορνοστάσιο ἔβαλε τὴν Ἁγία, Θερμότατα προσεύχεται εἰς τὸν Θεὸν ἡ Ἁγία Ἐπήγαιναν ἐκεῖ πολλοὶ νὰ κάνουν ἁμαρτία, Θεὸς τὴν διεφύλαξε ἐτότε τὴν Ἁγία, Νέος ποὺ ἤτανε θρασὺς στὴν ὑπερηφανεία, Πάλι ξανὰ προσεύχεται ἐτότε ἡ ἁγία Ὁ νέος ἐνεκρώθηκε, στὴν γῆ ἦταν πεσμένος, Ὁ κόσμος ὅταν ἔμαθε ὅτι ἔγινε τέτοιο πράγμα, Τότε πολλοὶ ἐπίστεψαν εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία, Ξανὰ καλεῖ ὁ ἄρχοντας τὴν μάρτυρα μπροστά του, Παμπόνηρη ἀποκάλεσε τὴν νεαρὰ παρθένο, Μὲ θάρρος τότε ἡ Ἁγνὴ ἐξιστορεῖ τὸ θαῦμα Ὅταν ἐσὺ διέταξες ἀνθρώπους νὰ μὲ πιάσουν Τότε μὲ ἀκολούθησε νέος ἀσπροντυμένος Καὶ ὅποιος μὲ ἐπλησίαζε νὰ κάνῃ ἁμαρτία, Ὁ ἴδιος ἐθανάτωσε νέον γιὰ τὴν αἰτία, Ὁ ἄρχοντας ξαναρωτᾶ, ποῖος εἶν᾿ ὁ ἀσπροντυμένος; Τότε τῆς λέγει ὁ ἄρχοντας, θὰ μάθω τὴν ἀλήθεια, Χριστὸς ἔχει τὴν δύναμι νὰ τόνε ἀναστήσῃ, Γονάτισε μὲ δάκρυα, δεήθη ἡ ἁγία, Τότε τὸ θαῦμα ἔγινε, νεκρὸς εὐθὺς ἀνέστη, Πολλοὶ γινῆκαν χριστιανοὶ εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία Ἄναψε τότε ὁ ἄρχοντας φωτιὰ πολλὴ μεγάλη, Ἐκάηκε τὸ σῶμα της, ἔφυγε ἡ ψυχή της, |