Ἡ μνήμη ἑορτάζεται Μαρκιανοῦ ἁγίου
εἰς τὴν δεκάτην τοῦ μηνὸς τοῦ Ἰανουαρίου.
Γονεῖς ἁγίου ἤτανε κι οἱ δυὸ ἀπὸ τὴν Ῥώμη,
εἴχανε ἀξιώματα καὶ χρήματα ἀκόμη.
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι πῆγε μὲ τοὺς γονεῖς του,
χριστιανικὴ καὶ τέλεια ἦταν ἡ μόρφωσίς του.
Ὁ Πατριάρχης τὸν καλεῖ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο,
τὸν ἔκανε πρῶτα παπᾶ κι ἔπειτα οἰκονόμο.
Ὅταν χειροτονήθηκε, πέθαναν οἱ γονεῖς του
καὶ ἡ περιουσία τους ἀπόμεινε δική του.
Ἐμοίρασε τὰ πλούτη του σὲ πτωχοὺς καὶ Ἐκκλησία
καὶ τὴν ψυχή του ἐπλούτισε στὴν Ἄνω Βασιλεία.
Ἐμίσησε τὶς ἡδονές, ἐδιάβαζε βιβλία,
καὶ πολεμοῦσε πάντοτε μάτια καὶ τὴν κοιλία.
Ἀνθρώπους δὲν ἐκοίταζε ποτὲ τὴν ὀμορφιά τους,
δὲν εἶχε περιέργεια διὰ τὰ πρόσωπά τους.
Καὶ τὴν δική του τὴν κοιλιὰ ἔχει περιορίσει,
φαγιὰ ποὺ ἦν ὀρεκτικά, τῆς τἆχε ὑστερήσει.
Τὴν νύχτα μὲ τὴν προσευχὴ πάντοτε ἀγρυπνοῦσε
Ἁγία Γραφὴ καὶ μάρτυρες πάντοτε μελετοῦσε.
Εἶχε ἕνα πόθο στὴν καρδιὰ νὰ κτίσῃ ἐκκλησία
καὶ νὰ ἀφιερωθῇ σ᾿ Ἁγία Ἀναστασία.
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς μιλεῖ στὸν Πατριάρχη
τοῦ σύστησε παλιὸ ναὸ στὴν Πόλι ποὺ ὑπάρχει.
Ἀφοῦ τὸν ἀνακαίνισε, ἔδωσε χρήματά του
ἐπῆγαν Κλῆρος καὶ Λαὸς εἰς τὰ ἐγκαίνια του.
Ἕνας φτωχὸς τὸν Ἅγιο τότε τὸν πλησιάζει
ἔλεος, θέλει ὁ δυστυχής, μὲ τὴ φωνή του κράζει.
Ὁ Ὅσιος ἦν πονόψυχος στὴν ἐλεημοσύνη
ἀφοῦ δὲν εἶχε χρήματα τὸ ράσο του τοῦ δίνει.
Μόνο μὲ τὸ πουκάμισο ποὺ τότε ἐφοροῦσε
μαζὶ μὲ ἄλλους ἱερεῖς κι αὐτὸς θὰ λειτουργοῦσε.
Ἔτρεξε μέσ᾿ στὸ Ἱερό, φόρεσε τ᾿ ἄμφια του
ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοὶ βρισκότανε κοντά του.
Τὸν κοίταζαν καὶ ἔβλεπαν χρυσὴ στολὴ φοροῦσε,
καθένας ποὺ τὸν κοίταζε, τὸν Ἅγιο φθονοῦσε.
Στὸν Πατριάρχη κάνανε τότε καταγγελία
τοὖπαν γιὰ τὸν Μαρκιανὸ φορεῖ στολὴ ἁγία.
Ὁ Πατριάρχης τὸν καλεῖ ποὺ εἶχε δεῖ τὸ θαῦμα,
τὸν μάλωσε ποὺ τόλμησε καὶ ἔκανε τέτοιο πράγμα.
Ἄναυδος ἦν ὁ Ἅγιος ἀπ᾿ τὴν συκοφαντίαν,
τοῦ λέγει θὰ εἶδαν φάντασμα ἐτότε κατ᾿ ἰδίαν.
Πώς τὴν ἀλήθεια ἔλεγε ἤθελε νὰ ἀποδείξῃ
ἀμέσως τότε γδύθηκε τὸ σῶμα του νὰ δείξῃ.
Ἀφαίρεσε τὰ ἄμφια εἶδαν τὴν γυμνοσύνη
καὶ τότε ἐκατάλαβαν πὼς θαῦμα εἶχε γίνει.
Ἐνόησαν πώς ἡ στολή, πτωχοῦ ποὺ εἶχε δώσει
χρυσὴ στολὴ ὁ Κύριος, τοῦ εἶχε ἀνταποδώσει.
Ἔμαθαν τὴν ὑπόθεσι, τὸν σεβαστῆκαν ὅλοι
κηρύγματά του ἄκουγαν ἐτότε μεσ᾿ τὴν Πόλι.
Μὲ γλυκυτάτη πάντοτε Χριστοῦ διδασκαλία
ἐγύριζαν οἱ ἄπιστοι εἰς τὴν Χριστοῦ θρησκεία.
Μὲ θαῦμα του σταμάτησε φωτιὰ στὴν ἐκκλησία,
ποὺ θὰ καιγότανε ναὸς ἁγίας Ἀναστασίας.
Πῆρε τὸ Εὐαγγέλιον, ἀνέβηκε στὴν στέγη
στῆς ἐκκλησίας, στὸ Θεὸ τὴν προσευχή του λέγει.
Ἐσὺ Χριστὲ ποὺ φύλαξες τρεῖς παῖδες στὸ καμίνι,
σβῆσε καὶ τώρα τὴν φωτιά, ζημιὰ καμιὰ μὴν γίνει.
Μὲ δάκρυα ὁ Ἅγιος εἶδε ἐμπρός του θαῦμα,
ὁρμὴ ἐκόπη τῆς φωτιᾶς ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.
Καὶ ἄλλο θαῦμα ἔγινε μέσα στὴν ἐκκλησία,
γυναίκα ἐσκοτώθηκε ἀπὸ ἀπροσεξία.
Εὑρέθη κι ἦταν ἔγκυος παιδὶ μέσ᾿ τὴν κοιλιά της,
ἀπέθαναν κι οἱ δυὸ μαζί, εὑρίσκουν τὰ σάβανά της.
Προσεύχεται ὁ Ἅγιος, γίνεται πάλι θαῦμα,
παιδὶ καὶ μάνα ἀνέστησε, ἦταν σπουδαῖο πράγμα.
Ὁ ἅγιος Μαρκιανὸς παντοῦ κάνει θυσίες,
ἔλεος δίνει στοὺς πτωχοὺς καὶ χτίζει ἐκκλησίες.
Ἐλέησε τοὺς ζωντανούς, μὰ καὶ τοὺς πεθαμένους,
μέσα στὸν δρόμο ἔβλεπε, τοὺς εἶχαν πεταμένους.
Ὅταν δὲν εἶχε ὁ νεκρὸς δικό του νὰ τὸν φροντίσῃ,
τὸν ἔπλενε, τὸν ἔλουζε, ἤθελε νὰ τὸν ντύσῃ.
Τοῦ ἔλεγε νὰ σηκωθῇ γιὰ νὰ χαιρετιστοῦνε
καὶ σηκωνόταν ὁ νεκρός, τὰ μάτια νὰ τὸν δοῦνε.
Τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ ἐδίνανε στὰ χείλη
μὲ τοῦ Χριστοῦ χαιρετισμὸ καὶ ἰδικοί του φίλοι.
Καὶ ὅταν ἀσπαζότανε, νεκρὸς ἔπεφτε κάτου,
νὰ κοιμηθῇ ὅπως καὶ πρὶν τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου.
Στὴν Πόλι ὅπου ἐβάδιζε, βρίσκει νεκρὸ στὸν δρόμο,
ἀμέσως ἐσταμάτησε κάνει τὸν νοσοκόμο.
Ἀγόρασε ἀπὸ μαγαζὶ ὅ,τι τοῦ χρειαζόταν,
τὸν ἔλουσε τὸν ἔπλυνε σὰν τὴν ζωή του πρῶτα.
Σηκώθη τότε ὁ νεκρὸς καὶ ὅταν τὸν ἠσπάσθη
κοιμήθη τότε ὁ νεκρός, νὰ τὸν ἐνταφιάσῃ.
Τὸν ἔκλεβε ἕνας ἄνθρωπος, σὰν εἶδε αὐτὴ τὴν πράξι,
δὲν θέλησε τὸν Ἅγιο νὰ τὸν ξαναπειράξῃ.
Πόρνες γυναῖκες πλήρωνε ποὺ εἶχαν δυστυχία
νἄχουν ψωμὶ καὶ τρόφιμα μὴν κάνουν ἁμαρτία.
Πολλὲς μετανοούσανε, τοῦ κάναν τὸ χατήρι
καλογριὲς γινόντανε μέσα σὲ μοναστήρι.
Ἔδωσε ὅτι κάτεχε αὐτὸς γιὰ ἐλεημοσύνη,
μὲ ἕνα ράσο ἔζησε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Πάντοτε στοὺς αἱρετικοὺς ἐμοίραζε βιβλία
διὰ νὰ γίνουν εὐλαβεῖς εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Μιὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του εἶχε αἱμορραγία
προσεύχεται ὁ Ἅγιος καὶ βρῆκε τὴν ὑγεία.
Βίον ἔζησε θεάρεστο τὴν ἐποχὴν ἐκείνη
καὶ ἐκκλησία ἔκτισε εἰς τὴν ἁγίαν Εἰρήνη.
Στὸ τέλος προσευχήθηκε, ἐβγῆκεν ἡ ψυχή του,
καὶ ἔφυγε χαρούμενος στὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Ὁ πατριάρχης κ᾿ ἱερεῖς μὲ ἀμάραντο στεφάνι
ἐκήδευσαν τὸ σῶμα του στὸν Ἅγιο Ἰωάννη.
Ὦ Ἅγιε Μαρκιανὲ μεγάλο τ᾿ ὄνομά σου,
προσεύχου φώτιζε καὶ μᾶς μὲ τὸ παράδειγμά σου.
|