Ἅγιος Διονύσιος Αἰγίνης ὁ ἐν Ζακύνθω

17 Δεκεμβρίου

Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου,
δέκατη ἑβδόμη τοῦ μηνὸς πάντοτε Δεκεμβρίου.

Στὴ Ζάκυνθο ἐγεννήθηκε, Αἰγιαλὸς χωριό του,
Σιγοῦρος τὸ ἐπώνυμο τὸ πατρογονικό του.

Μώκιος ὁ πατέρας του, Παυλίνα ἡ μητέρα,
ρίζες τῆς οἰκογένειας στὴν Ἰταλία πέρα.

Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος τὸν εἴχενε βαπτίσει,
ἀπὸ μικρὸς τὰ γράμματα Χριστοῦ εἶχε ἀγαπήσει.

Τρεῖς γλῶσσες μὲ τὴ μόρφωσι τὶς εἶχε κατακτήσει,
ἑλληνική, λατινικὴ καὶ ἰταλικὴ ἐπίσης.

Διάβαζε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅλους τοὺς πατέρες,
μαθήτευε κι ἐπέρναγε εὐλογημένες μέρες.

Τίποτα ἀπ᾿ τὰ ἐγκόσμια δὲν τὸν ἐσυγκινοῦσε,
μόνο τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνο ἐζητοῦσε.

Ἦταν εἴκοσι ἑνὸς ἐτῶν, γονεῖς του εἶχαν πεθάνει,
δίνει περιουσία του, σκέπτεται τὶ νὰ κάνῃ.

Ἀπέναντι ἀπ᾿ την Ζάκυνθο εἶν᾿ ἕνα μοναστήρι,
Μονὴ Στροφάδων λέγεται καὶ ζοῦσαν καλογῆροι.

Στὸ μοναστήρι ἀσκήθηκε νηστεία, ἀγρυπνία,
παρόλο ὁποὺ ἤτανε μικρὸς στὴν ἡλικία.

Ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ κοντά του,
καὶ Δανιὴλ τὸ ὄνομα τοὔδωσε ὁ γέροντάς του.

Σὲ ἕνα χρόνο ἀργότερα ἔγινε ἱερέας,
Ἁγίους τόπους νὰ διαβῇ, ἔβαλε τὴν ἰδέα.

Σ᾿ Ἀθήνα ὅταν ἔφθασε σ᾿ ἐπίσκοπο πηγαίνει,
νὰ πάρῃ εὐλογία του, ἐκεῖ τὸν περιμένει.

Στὴν Αἴγινα ὁ ἐπίσκοπος μόλις εἶχε πεθάνει,
καὶ σκέφτηκε τὸν Δανιὴλ δεσπότη νὰ τὸν κάνῃ.

Τότε ἐχειροτονήθηκε, ἄλλαξε ὄνομά του,
Διονύσιον τὸν λέγανε πνευματικὰ παιδιά του.

Καὶ ἔγινε ἐπίσκοπος εἰς τὸ νησὶ Αἰγίνης,
διδάσκαλος, παιδαγωγὸς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Ἦταν προστάτης ὀρφανῶν, χηρῶν ἡ βοηθεία,
πρόμαχος ἀκαταπόνητος γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.

Ἦν διορατικότατος, εἶχε τὸ χάρισμά του·
ἕνας ἱερομόναχος εὑρίσκετο κοντά του.

Εἶπε τὶς ἁμαρτίες του στὸν Ἅγιο Διονύση,
ἀλλὰ σὰν ἐτελείωσε εἶχε μιὰν ἀφήσει.

Τοῦ ἐνθύμισε ὁ Ἅγιος μία του ἁμαρτία,
ποὺ δὲν τὴν ὁμολόγησε ἀπὸ ἀπροσεξία.

Θυμᾶσαι, τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος, σὲ θεία λειτουργία
ποὺ θεῖος μαργαρίτης σοῦ ἔπεσε ἀπὸ ὀληγορία.

Δακρύζει ὁ Παγκράτιος, λέγει τὴν ἐνοχή του,
τὸν νουθετεῖ ὁ Ἅγιος, χρυσὴ ἡ συμβουλή του.

Τὸν ὕψωναν οἱ ἄνθρωποι, ἔτυχε τιμῶν κι ἀξίας,
μὰ ἄφησε τὸν θρόνο του, νὰ φύγῃ κενοδοξίας.

Ἐδήλωσε παραίτησι, στὴν Ζάκυνθο πηγαίνει,
στὴν Αἴγινα οἱ χριστιανοὶ ἐμείνανε κλαμμένοι.

Ἐπέθανε στὴ Ζάκυνθο γυναίκα ἀφορισμένη,
τὸ σῶμα ἦταν ἄλιωτο καὶ αὐτὴ ἀποθαμένη.

Ὁ Ἅγιος προσεύχεται· διέλυσε τὸ σῶμα,
εὐθὺς μετὰ τὴν δέησι, κι ἔγινε πάλι χῶμα.

Καὶ ἄλλο περιστατικὸ στὴ Ζάκυνθο εἶχε γίνει,
ἄκακος φαίνεται ὁ Ἅγιος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Ὑπῆρχε ἔχθρα· σκότωσε κάποιος τὸν ἀδερφό του,
στὸ μοναστήρι ἔτρεξε καὶ ἔτρεμε ἐμπρός του.

Τὸν ἐρωτᾷ ὁ Ἅγιος ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία,
κρύψε με, λέγει ὁ φονιάς, φοβᾶμαι ἀστυνομία.

Δίχως νὰ ξέρει ὁ φονιὰς τοῦ λέει μυστικό του,
ὁ ἄνθρωπος ποὺ σκότωσε ἦταν ὁ ἀδερφός του.

Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Ἅγιος, συγκίνησι καὶ κλάμα,
μὰ τὸν φονιᾶ τὸν ἔκρυψε γιὰ νὰ μὴν πάθῃ πράμα.

Τὸν Ἅγιον ἐρώτησε σὲ λίγο στρατιώτης,
ἂν εἶχε δεῖ ἐκεῖ φονιᾶ· δὲν ἔγινε προδότης.

Ὁ Ἅγιος λέγει στὸ φονιὰ γιὰ νὰ μετανοήσῃ,
τοῦ εἶπε πὼς ἦταν ἀδερφὸς καὶ ἔπρεπε νὰ ζήσῃ.

Τὸν τάϊσε, τὸν πότισε μὲ ἀνεξικακία,
μὲ ψέμα οἰκονομικὸ ἔφυγε ἀστυνομία.

Τοῦ ἔδωσε τὰ ναῦλα του, τὸν ἔβαλε στὸ πλοῖο,
καὶ γιὰ τὴν Πελοπόννησο χαιρέτησε μ᾿ ἀντίο.

Αἰσθάνθηκε ὁ Διονύσιος τότε τὴν κοίμησί του,
ποὺ στολισμένη ἤτανε ἡ ἅγια ψυχή του.

Ἑβδομήντα καὶ πέντε ἐτῶν ἦταν στὴν ἡλικία,
στὸ μοναστήρι ἄφησε ὅλη περιουσία.

Τὰ θαύματα εἶναι πολλὰ ποὺ ἔκανε στὴ ζωή του,
ἀκόμα περισσότερα μετὰ τὴν κοίμησί του.

Στὸ μοναστήρι ἔτυχε ἕνας δαιμονισμένος,
χρίεται λάδι καντηλιοῦ καὶ εἶν᾿ θεραπευμένος.

Ἀνέστησε νεκρὸ παιδί, ἔκλαιγαν οἱ γονεῖς του,
ὅταν τὸ εἶδαν ζωντανὸ χάρηκε ἡ ψυχή τους.

Ἤτανε εἰς τὴν Ζάκυνθο ἕνας τυφλὸς τσαγκάρης,
εἰκόνα Ἁγίου φίλησε, τὸ φῶς του εἶχε πάρει.

Κόρη τυφλὴ ἦταν ἐκεῖ μὰ καὶ καμπουριασμένη,
ἀλλὰ δὲν βρίσκει γιατρειά, εἶν᾿ στεναχωρημένη.

Πατέρας της τὴν ἔφερε σ᾿ ἁγία λιτανεία,
περνάει Ἅγιο Λείψανο καὶ βρίσκει θεραπεία.

Ἐξύπνησε μὲ ὄνειρο ναοῦ τὸν νεωκόρο,
τὸν ἔστειλε στὴν ἐκκλησιὰ νὰ δώσῃ ἕνα δῶρο.

Σὰν ἄνοιξε τὴν ἐκκλησιὰ ὅμως τὴν ὥρα ἐκείνη,
καιγότανε ἕνα κουτὶ τῆς ἐλεημοσύνης.

Εἶναι πολλὲς οἱ ἀρετὲς τ᾿ Ἁγίου Διονυσίου,
ποὺ οἱ πατέρες γράφουνε στὸ βίο τοῦ Ἁγίου.

Στὴ Ζάκυνθο τὸν ἔχουνε οἱ χριστιανοὶ καμάρι,
ποτὲ δὲν τοὺς ἀρνήθηκε Ἅγιος τὴ χάρι.

Ἅγιε Διονύσιε, μεγάλο τ᾿ ὄνομά σου,
ἀξίωσέ μας νἄχωμε πάντα βοήθειά σου.