Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐλευθέριος

15 Δεκεμβρίου

Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος στὴν ξακουστὴ τὴ Ρώμη,
εἰδωλολάτρες ἄρχοντες τὴν κυβερνοῦν ἀκόμη.

Γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
δασκάλα ἡ μητέρα του, ἡ χριστιανὴ Ἀνθία.

Ὄνομα Ἐλευθέριος ἡ ἴδια τοῦ εἶχε δώσει,
προσεύχεται εἰς τὸν Θεὸ νὰ τῆς τὸν δυναμώσῃ.

Ἀνθία ἦν μαθήτρια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου,
τὴν δίδασκε γιὰ τὸν Χριστὸν Θεοῦ μας τοῦ μεγάλου.

Μικρὸς στὴν ἡλικία του ἀπέθανε ὁ πατέρας,
ἔμεινε τότε ὀρφανὸς καὶ χήρα ἡ μητέρα.

Εἰς τὸν ἀρχιεπίσκοπον Ἀνίκητoν στὴ Ρώμη,
πῆγε τὸν Ἐλευθέριον μικρὸ παιδὶ ἀκόμη.

Μετὰ χαρᾶς ὁ Ἐπίσκοπος τὸν δέχτηκε κοντά του,
καὶ ἀναγνώστης ἔγινε νὰ ζήσῃ συντροφιά του.

Ἦταν δεκαοκτὼ ἐτῶν τὸν κάνει Ἱερέα,
στὰ εἴκοσι τὰ χρόνια του τότε Ἀρχιερέα.

Σὰν ἔγινε ἐπίσκοπος πῆγε στὴν Ἰλλυρία,
νὰ διαδώσῃ τοῦ Χριστοῦ μὲ ζῆλον τὴν θρησκεία.

Εἰδωλολάτρες πίστευσαν εἰς τὴν Χριστιανοσύνη,
μὲ κήρυγμα ποὺ ἔκανε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Φιλικὰ ὁ αὐτοκράτορας στέλνει νὰ τὸν συλλάβῃ,
καὶ ὅμως στὸ δίκτυ ἔπεσε, δὲν τὄχε καταλάβει.

Ὁ φύλακας σὰν ἄκουσε κήρυγμα τοῦ Ἁγίου,
ἀμέσως ἐβαπτίστηκε στὸ ὄνομα Κυρίου.

Καὶ συνεργάτης ἔγινε τ᾿ Ἁγίου αὐτοῦ ἀκόμη,
τὸν Ἅγιο ἀκολούθησε καὶ πήγανε στὴ Ρώμη.

Πῆγε στὸν αὐτοκράτορα γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμη,
Ἐλευθερίου θέλησε νὰ τοῦ ἀλλάξῃ γνώμη,
μὲ κολακεῖες ἄρχισε καὶ μὲ πολλὴ συγνώμη.

Τοῦ λέγει· ἀρνήσου τὸν Χριστόν, εἴδωλα νὰ τιμήσῃς,
καὶ τοὺς μεγάλους μας θεοὺς ἐσὺ νὰ προσκυνήσῃς.

Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος νὰ μὴν τὸ βάνῃ ὁ νοῦς σας,
δὲν προσκυνῶ ἐγὼ ποτὲ ἀναίσθητους θεούς σας.

Σοῦ τὸ δηλώνω καθαρὰ ὅτι ἔχω στὸ μυαλό μου,
πιστεύω Ἰησοῦ Χριστὸν Κύριον καὶ Θεόν μου.

Τιμὲς καὶ ἀξιώματα δικά σου δὲν τὰ θέλω,
ζητῶ στολὴ γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ αἰώνιον τὸ μέλλον.

Ὁ αὐτοκράτωρ ἀγρίεψε καὶ διατάζει κάτι,
τὸν Ἅγιο νὰ βάλουνε σὲ πύρινο κρεβάτι.

Θεὸς ὁ παντοδύναμος κάνει θαυματουργία,
ὁ Ἅγιος δὲν κάηκε, τοὔδωσε θεραπεία.

Ἐλευθέριος εὐχαριστεῖ, κάνει τὴν προσευχή του,
ποὺ ὁ Θεὸς δυνάμωνε τὴν πίστι τὴ δική του.

Σὲ σχάρα τὸν ἐρίξανε γιὰ νὰ ψηστῇ σὰν ψάρι,
μὰ κι ἀπ᾿ ἐκεῖ τὸν φύλαξε τοῦ Ἰησοῦ ἡ χάρι.

Τὰ ἔβλεπε ὁ τύραννος, ἀντὶ νὰ μετανιώσῃ,
τὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο θέλει νὰ ἐξοντώσῃ.

Φρικτὸ βασανιστήριο τώρα τοῦ ἑτοιμάζει,
πίσσα, κερὶ, βραστὸ νερὸ σ᾿ ἕνα καζάνι βράζει.

Ὁ Ἅγιος τὸν τύραννο λύκο τὸν ὀνομάζει,
παίρνει Χριστοῦ τὰ πρόβατα καὶ τὰ κατασπαράζει.

Ὁ τύραννος ἐφρύαξε, δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνῃ,
καὶ ὁ Ἅγιος βγαίνει ἀπαθὴς πάλι ἀπ᾿ τὸ καζάνι.

Τὸ θαῦμα εἶδε ὁ λαὸς καὶ τὸν ἐνθουσιάζει,
ἀλαλαγμούς, ζητωκραυγὲς συνέχεια φωνάζει.

Πιστεύομεν εἰς τὸν Χριστόν, Θεὸν Ἐλευθερίου,
πολλοὶ ἐβαπτιστήκανε στ᾿ ὄνομα τοῦ Κυρίου.

Κορέμων ἐλεγότανε ὁ ἔπαρχος στὴ Ρώμη,
κλίβανο διέταξε στὸν Ἅγιο ἀκόμη.

Ὁ Ἅγιος γιὰ Κορέμωνα κάνει τὴν προσευχή του,
μετάνιωσε, βαπτίστηκε, ἔσωσε τὴν ψυχή του.

Τὸν ἀποκεφαλίσανε, τοῦ πῆραν τὸ κεφάλι,
σὲ ἕνα λεπτὸ σὰν τὸ ληστὴ μετάνιωσε καὶ πάλι.

Σὲ κλίβανο τὸν Ἅγιο καρφιὰ εἶχαν πυρωμένα,
ἐλύγισαν σὰν τὸ κερὶ δὲν ἔβγαζαν κανένα.

Μέγας Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, φωνὲς ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
ποὺ ἔβλεπαν τὰ θαύματα εἰς τῶν εἰδώλων τόπους.

Εἶν᾿ νηστικὸς ὁ Ἅγιος, στὴν φυλακὴ τὸν κλείνει,
περιστερὰ κάθε πρωὶ τροφὴ τ᾿ Ἁγίου δίνει.

Ἄγριος εἶν᾿ ὁ τύραννος, θέλει νὰ τὸν πονέσῃ,
σὲ ἄγρια ἀλόγατα τὸν Ἅγιο ἔχουν δέσει.

Ὅμως τὰ ῾μέρεψε ὁ Θεὸς καὶ στὰ βουνὰ τραβοῦνε,
ἄγρια ζῶα εἶν᾿ ἐκεῖ καὶ τὸν ἀκολουθοῦνε.

Μὲ σεβασμὸ ἐγλύφανε τὰ πόδια του τὰ ζῶα,
λιοντάρια, ἀρκοῦδες καὶ λοιπὰ τὸν κοίταζαν ὡραία.

Στοὺς στρατιῶτες χύμηξαν τὰ ἄγρια θηρία,
ὁ Ἅγιος τὰ ἐπρόσταξε μὲ μιὰ φωνὴ ἤπια.

Τὸ κάθε ζῶο ἔφυγε, ἐπῆγε στὴ φωλιά του,
σὰν τὰ σκυλάκια ἤρεμα φῦγαν ἀπὸ κοντά του.

Στὴ Ρώμη ὁ αὐτοκράτορας τὸν ρίχνει στὰ λιοντάρια,
ἐκεῖνα ἀπὸ σεβασμὸ τοῦ ῾γλυφαν τὰ ποδάρια.

Τυρρανος ἀπελπίστηκε καὶ διατάζει πάλι,
Ἐλευθερίου μάρτυρος νὰ κόψουν τὸ κεφάλι.

Φρικτὰ βασανιστήρια ὁ Ἅγιος ὑπομένει,
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ θάνατο περιμένει.

Τελείωσαν τὰ βάσανα καὶ οἱ δύο στρατιῶτες,
ἔκοψαν τὸ κεφάλι του, τοῦ Ἁγίου ἐτότες.

Πολλοὶ πίστεψαν στὸ Χριστὸ μὲ τὴ διαγωγή του,
στοῦ παραδείσου ὀμορφιὲς ἐπέταξε ἡ ψυχή του.

Παροῦσα βρέθηκε ἐκεῖ μητέρα του ἡ Ἀνθία,
ἀποκεφάλισαν καὶ αὐτὴ τὰ ἄγρια θηρία.

Μνήμη μητέρας καὶ παιδιοῦ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία,
Πέμπτη δεκάτη Δεκεμβρίου τὴν ἡμερομηνία.

Ἅγιε Ἐλευθέριε καὶ μήτηρ σου Ἀνθία,
προσευχηθεῖτε στὸν Χριστὸ νὰ βροῦμε σωτηρία.

Καὶ μέσα εἰς τὶς φυλακὲς ὅποιοι εἶναι τιμωρία,
νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴν ποινή, νὰ βροῦνε ἐλευθερία.