27 Νοεμβρίου
Τὸ τετρακόσια μ.Χ. στὴν πόλι τῆς Περσίας, Ὁ Ἅγιος ἦταν Χριστιανός, γυναίκα καὶ μητέρα, Ἤτανε καλοκάγαθος, τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι, Τὸν ἀγαποῦσε ὁ βασιλιάς, τὸν ἤθελε κοντά του, Εὐχαριστήθηκε πολὺ ποὺ ἦταν στὸ παλάτι, Ἔπαθε ἕνα ὀλίσθημα, ποὺ ἔκανε ἕνα λάθος, Δῶρα τοῦ δίνουν κόλακες νὰ ἀλλαξοπιστήσῃ, Τοὺς ἄκουσε καὶ πίστευσε στὴν εἰδωλολατρία, Τὸ ἔμαθαν οἱ Χριστιανοί, εἴχανε μαύρη μέρα, Λυπήθηκαν ποὺ γύρισε στὴν εἰδωλολατρία, Συνῆλθαν ἀπ᾿ τὸν πόνο τους σύζυγος καὶ μητέρα, Εἶναι ντροπὴ τοῦ ἔγραψαν γιὰ τὴν καταγωγή σου, Ἤσουνα πρὶν υἱὸς φωτός, παράδειγμα τῶν ὅλων, Παρακαλοῦμεν τὸν Χριστὸν διὰ ἐπιστροφήν σου, Τώρα θὰ περιμένομεν ὅλοι μετάνοιά σου, Τὸ γράμμα ὅταν ἔλαβε ταράχθηκε ἡ ψυχή του, Τὰ δάκρυα ἄκουσε ὁ Θεὸς γυναίκας καὶ μητέρας, Ξύπνησεν ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τὸ λήθαργό του, Μετάνοια Ἰάκωβου μαθαίνουν στὸ παλάτι, Τὸν κάλεσε ὁ βασιλιὰς νὰ εἰπῇ δική του γνώμη, Ναί, εἶπε ὁ Ἰάκωβος τώρα στὸν βασιλέα, Ταράχτηκεν ὁ βασιλιάς· ὅμως τὸν καλοπιάνει, Ἔμεινε ἀμετακίνητος εἰς τὴν ἀπόφασί του, Ἄδικος εἶν᾿ ὁ κόπος σου, λέγει στὸν βασιλέα, Βασάνισε τὸ σῶμα μου, κάνε ὅ,τι νομίζεις, Ὁ βασιλιὰς γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν καλοπιάνει, Τοῦ λέγει ὁ Ἰάκωβος τότε μὲ παρρησία, Βαρβαρικὰ μαρτύρια ὁ βασιλιὰς προστάζει, Συμπόνεσαν σὰν ἄκουσαν σκληρὴ ἀπόφασί του, Κομμάτιασαν τὸ σῶμα του σκληρὴ θηριωδία, Πέφτει ἅγιο τὸ αἷμα του μέσα στῆς γῆς τὸ χῶμα, Τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του βλέπει εἶναι κομμένα, Ἡ θεία ὅμως δύναμις τὸν εἶχε ἐνισχύσει, Τὸ πλῆθος συνταράχθηκε στὰ βάσανα τ᾿ Ἁγίου, Οἱ ἄδικοι βασανιστὲς ἐσκέφτηκαν καὶ πάλι, Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Ἅγιος, κάνει τὴν προσευχή του, Εὐχαριστοῦσε τὸν Χριστὸν μὲ ὅλη τὴν καρδιά του, Δὲν ἔχω χέρια, τὰ ἔκοψαν, πόδια νὰ περπατήσω, Σὰν δένδρο μὲ κομμάτιασαν, μὲ τὸ κορμί μου μόνο, Τελείωσε τὴν προσευχή, οἱ δήμιοι καὶ πάλι, Μὲ τοὺς μεγαλομάρτυρες ἐφύτρωσε βλαστάρι, Μαρτύρησεν ὁ Ἅγιος στὴν πόλι Βαβυλώνα, Ἡ Ἐκκλησία τὸν τιμᾶ εἴκοσι ἑπτὰ Νοεμβρίου, Οἱ Χριστιανοὶ προσπάθησαν φύλακα νὰ πληρώσουν, Οἱ φύλακες φοβήθηκαν δὲν τοὺς τὰ εἶχαν δώσει, Τὰ ἔθαψαν μὲ εὐλάβεια μέσα στὴν ἐκκλησία, Ὦ Ἅγιε Ἰάκωβε, Χριστοῦ μεγαλομάρτυς, |