Ἅγιος Νεομάρτυς Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος

14 Νοεμβρίου

Στὴν Ὕδρα ἐγεννήθηκεν ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος,
εἶναι ὁ Νεομάρτυρας, τῆς ἐκκλησίας κρίνος.

Μιχάλης ὁ πατέρας του, μητέρα του Μαρίνα,
ἐζούσανε χριστιανικὰ ὅλα τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Σὰν ἔγινε δεκαεπτὰ χρονῶν ὁ Κωνσταντῖνος,
στὴν Ρόδο ἐταξίδευσεν, σεργιάνιζε ἐκεῖνος.

Μὲ Τοῦρκο ἐγνωρίστηκε Χασᾶν τὸν ἡγεμόνα,
φιλία συναναστροφὴ εἶχε εἰς τὸν αἰώνα.

Ἀλλὰ τοῦ βγῆκε σὲ κακὸ γιατὶ ἡ γνωριμία,
τὸν Κωνσταντῖνο ὁδήγησε σὲ ἀλλαξοπιστία.

Χασὰν ὁ Μωαμεθανὸς τοῦ Κωνσταντίνου πίστι,
μὲ δῶρα τὸν κατάφερε νὰ ἀλλαξοπιστήσῃ.

Ὁ Κωνσταντῖνος ἀρνήθηκε τότε ὀρθοδοξία,
καὶ ἀμέσως Τοῦρκος ἔγινε, Μωάμεθ στὴ θρησκεία.

Οἱ Τοῦρκοι ἐχαιρότανε ἐτότε τρία χρόνια,
οἱ χριστιανοὶ λυπήθηκαν γι᾿ αὐτὴ τὴν καταφρόνια.

Τὸν ἤλεγξε ἡ συνείδησι τώρα τὸν Κωνσταντῖνο,
ποὺ πρόδωσε τὴν πίστι του καὶ ἤπιε πικρὸ κινῖνο.

Πολὺ στεναχωρήθηκε, κλαίει κι ἀναστενάζει,
σκέφτηκε τὴν μετάνοια, ἀπόφασί του βγάζει.

Μὲ θεία φλόγα στὴν καρδιὰ θέλει νὰ μαρτυρήσῃ,
καὶ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀρνήθηκε νὰ τὸν ὁμολογήσῃ.

Πῆγε ἐξομολογήθηκε σὲ χριστιανὸ Ἱερέα,
ἐπῆρε τὴν συχώρεσι καὶ συμβουλὴ ὡραία.

Σὰν ἄκουσε ὁ Γέροντας ἄρνησι γιὰ θρησκεία,
τοῦ ἔδωσε ἀναβολὴ γιὰ τὴν ὁμολογία.

Τοῦ λέγει τώρα εἶσαι μικρός, ὅταν θὰ μεγαλώσῃς,
θὰ ὁμολογήσῃς τὸν Χριστόν, ψυχή σου γιὰ νὰ σώσῃς.

Ὁ νέος ἦταν φρόνιμος, ὑπακοὴ τοῦ κάνει,
μὲ πλοῖο ἀναχώρησε καὶ στὴν Κριμαία φθάνει.

Σὰν τρία χρόνια πέρασαν ἔφυγε γιὰ τὴν Πόλι,
ζοῦσε ἐκεῖ σὰν χριστιανός, παράδειγμα σὲ ὅλοι.

Ἤτανε ὁ Γρηγόριος ὁ πέμπτος πατριάρχης,
κατόπιν ἐθνομάρτυρας καὶ χριστιανὸς τῆς μάχης.

Ὁ Κωνσταντῖνος φρόντισε, βρῆκε πνευματικό του,
στὸν πατριάρχη πήγαινε, ἦταν καὶ οἱ δύο ἐμπρός του.

Ὁ πατριάρχης χάρηκε γιὰ τὴν μετάνοιά του,
στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁδηγεῖ νὰ πάῃ βήματά του.

Τοῦ ἔκανε ὑπακοή, πῆγε εἰς τὸ Ἰβήρων,
καὶ πέντε μῆνες κάθισε σὲ κελιὰ τῶν καλογήρων.

Τώρα στὴν Πορταΐτισσα κάνει τὴν προσευχή του,
εἰκόνα ἦν τῆς Παναγιᾶς, πάντα νὰ ῾ναι μαζί του.

Νὰ εἶναι γενναιόφρονας εἰς τὸ μαρτύριό του,
νὰ ὁμολογήσῃ τὸ Χριστὸ Κύριο καὶ Θεό του.

Περνοῦσε μέρες φοβερὲς μετὰ τὴν ἄρνησί του,
δὲν ἔβρισκε ἀνάπαυσι καὶ εἰρήνη ἡ ψυχή του.

Πατέρες τὸν ἐμπόδιζαν δίχως νὰ μαρτυρήσῃ,
μπορεῖ μὲ ἀσκητικὴ ζωὴ τὴν ἄρνησι νὰ σβήσῃ.

Φλόγα γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ πόθο του μεγάλο,
τοὖχε ἀνάψει τὴν καρδιὰ ποὺ δὲν ἀντέχει ἄλλο.

Πῆρε εὐχὲς τῶν ἀδερφῶν, πνευματικῶν πατέρων,
καὶ γιὰ τὴν Ρόδο ἔφυγε μὲ ράσο καλογέρων.

Βρῆκε ἐκεῖ πνευματικὸ καὶ ἐξομολογεῖται,
στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ στραφῇ, τοῦ Κωνσταντίνου εἶπε.

Δὲν ἔκανε ὑπακοή, εἶχε ἀπόφασί του,
νὰ πάῃ στὸ μαρτύριο, νὰ σβήσῃ ἐνοχή του.

Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τόνε δυναμώσῃ,
δύναμι, φώτισι Θεοῦ, κουράγιο νὰ τοῦ δώσῃ.

Βρίσκει τὸν Καπετὰν πασᾶ τὸν Τοῦρκο ἡγεμόνα,
ἀλλὰ δὲν τὸν θυμήθηκε, τὸν εἶχε χάσει χρόνια.

Ὅταν τόνε χαιρέτησε πρῶτος ὁ Κωνσταντῖνος,
ὁ Τοῦρκος τὸν ἐρώτησε ποιὸς ἤτανε ἐκεῖνος.

Εἶμαι ὁ πρῴην δοῦλος σου, μὲ λένε Κωνσταντῖνο,
ἔγινα ἀρνητὴς Χριστοῦ εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο.

Τότε ὁ πασὰς τοῦ πρότεινε τὰ ράσα νὰ τοῦ βγάλῃ,
νὰ τὸν παντρέψῃ τοὔλέγε σὲ θέσι νὰ τὸν βάλῃ.

Ὁ Κωνσταντῖνος ἄρχισε διάλογο μαζί του,
τοῦ εἶπε εἶναι ψεύτικη θρησκεία ἡ δική του.

Ἀκόμα τοῦ ἐπρότεινε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία,
εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ στὸν κόσμο ἡ θρησκεία.

Τοῦρκος σηκώνει χέρι του, μάρτυρα χαστουκίζει,
καὶ ὁ Κωνσταντῖνος παρευθὺς στὴν φυλακὴ καθίζει.

Τρεῖς μέρες μὲς στὴ φυλακὴ ὁ Ἅγιος κλεισμένος,
χέρια καὶ πόδια καὶ λαιμὸ ἦν ἁλυσοδεμένος.

Τόνε χτυποῦσαν ἄσχημα στὰ χέρια καὶ στὸ σῶμα,
σὰν κάρο τὸν κυλούσανε στὶς πέτρες καὶ στὸ χῶμα.

Τὸν ἔφτυναν στὸ πρόσωπο κι ἐγέλασαν μαζί του,
ἐκεῖνος ὁ μακάριος κάνει τὴν προσευχή του.

Γιὰ νὰ τοῦ δίνῃ ὁ Θεὸς κουράγιο, καρτερία,
καὶ νὰ ἀξιωθῇ κι αὐτὸς Χριστοῦ τὴν Βασιλεία.

Τὸν εἴχανε μὲς στὶς πληγὲς σὰν μισοπεθαμένο,
Χασάνη τὸν ἐλέγανε Τοῦρκο σουνουτεμένο.

Τοὺς λέγει πὼς ὁμολογεῖ Τριάδα τὴν Ἁγία,
καὶ ὅτι ἀναθεματεῖ Μωάμεθ τὴ θρησκεία.

Μὲ πεντακόσιους ραβδισμοὺς τότε τοὺς διατάζει,
νὰ δώσουνε στὸν Ἅγιο πασὰς ἐξουσιάζει.

Τὸ αἷμα ἀπὸ τὸ σῶμα του ἔτρεχε σὰν ποτάμι,
μὰ ὁ Τοῦρκος ἀπὸ τὸν θυμὸ ἔτρεμε σὰν καλάμι.

Νόμιζαν ὅτι πέθανε καὶ τόνε φυλακίζουν,
οἱ Τοῦρκοι εἶναι ἄγριοι, ὅλοι τὰ δόντια τρίζουν.

Χριστὸς τὸν ἐπισκέπτεται τότε φυλακισμένο,
καὶ ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγὲς τὸν βρῆκαν γιατρεμένο.

Τὸν βγάλαν ἀπ᾿ τὴν φυλακὴ τότε σὲ τρεῖς ἡμέρες,
μὰ ἦταν ὅλες οἱ πληγὲς γιαμένες περιστέρες.

Οἱ Τοῦρκοι σὰν τὸν εἴδανε σῶον εἰς τὴν ὑγεία,
νόμιζαν πὼς τὸν γιάτρεψε Μωάμεθ ἡ θρησκεία.

Τοὺς ἀπαντάει ὁ Ἅγιος νὰ τοὺς ἀποστομώσῃ·
ξέρετε πὼς τὸ σῶμα μου τὸ εἴχατε πληγώσει.

Χαρακωμένο πρόσωπο καὶ ἡ βιαιοπραγία,
ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μοῦ χάρισε ὑγεία.

Καὶ στὸν Χασὰν ἀπάντησε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου,
νὰ προσκυνήσῃς τὸν Χριστὸ ποὺ πίστευαν οἱ γονεῖς σου.

Τότε ὁ Χασὰν ταράχθηκε σὰν τ᾿ ἄγρια θηρία,
ποὺ τοὺς γονεῖς του σκέφτηκε ποὺ ἦταν στὴν Ἰβηρία.

Καὶ πάλι ἐδιέταξε νὰ τόνε φυλακίσουν,
μὲ τρόπο βασανιστικὸ τὰ πόδια νὰ τσακίσουν.

Μὲ ἁλυσίδες ἔδεσαν τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου,
νὰ αἰσθανθῇ δριμύτεροι πόνοι τοῦ μαρτυρίου.

Βλέπουνε φῶς παράξενο ὅλοι οἱ φυλακισμένοι,
Ἀλλὰχ Ἀλλὰχ φωνάζουνε οἱ Τοῦρκοι τρομαγμένοι.

Οἱ χριστιανοὶ σὰν εἴδανε λυμένες χειροπέδες,
προσεύχονταν ὅπως ἄλλοτε ἐκεῖνοι τρομαγμένοι.

Ποιὸς ἔλυσε τὸν ἄπιστο, οἱ Τοῦρκοι ἐρωτοῦνε,
ἦταν οὐράνιο τὸ φῶς, δὲν μπόρεσαν νὰ δοῦνε.

Στὸν ἡγεμόνα εἴπανε τότε οἱ στρατιῶτες,
φοβήθηκε διαταγὴ τοὺς ἔδωσε ἐτότες.

Τοὺς εἶπε νἄχουν σιωπὴ μὴν ποῦνε γιὰ τὸ θαῦμα,
μὴν κλονιστῇ ἡ πίστι τους καὶ φύγουν ἐν τῷ ἅμα.

Τοὺς εἶπε θὰ θανατωθῇ ὅποιος ὁμολογήσῃ,
γιὰ τὴν θρησκεία τοῦ Χριστοῦ τὸ στόμα του νὰ κλείσῃ.

Στὴ φυλακὴ ἕνας βάρβαρος ἐσήκωσε τὸ χέρι,
χαστούκισε τὸν Ἅγιο πόνο νὰ τοῦ προσφέρῃ.

Ὅμως μετὰ τὸ ράπισμα μὲ θεία τιμωρία,
μαῦρο τὸ χέρι του ἔγινε διὰ τὴν ἀσπλαχνία.

Ὁ Ἅγιος στὶς φυλακὲς ἔμεινε πέντε μῆνες,
πολὺ ἐταλαιπωρήθηκε μὲ δίψες καὶ μὲ πεῖνες.

Μονάχα ἕνας χριστιανὸς ποὺ εἶχε εὐσπλαχνία,
τοῦ ἔφερνε στὴν φυλακὴ τὴν Θεία Κοινωνία.

Μιὰ τελευταία ἐρώτησι κάνει ὁ ἡγεμόνας,
στὸν Κωνσταντῖνο Ἅγιο πρὶν τελειώσῃ ὁ ἀγώνας.

Νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστι τοῦ ἐπρότεινε ἐκεῖνος,
δὲν τὸν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστό, λέγει ὁ Κωνσταντῖνος.

Κοινώνησε ὁ Ἅγιος τρεῖς μέρες πρὶν πεθάνει,
τὸν ἔπνιξαν στὴν φυλακὴ καὶ πῆρε τὸ στεφάνι.

Ἄγγελοι τότε πήρανε Ἁγίου τὴν ψυχή του,
τὴν πῆγαν στὸν παράδεισο, αἰώνια ζωή του.

Ἀγαρηνοὶ ἐπέταξαν τὸ Ἅγιό του σῶμα,
σὲ ξύλα ποὺ τὰ σκέπαζε οἱ πέτρες καὶ τὸ χῶμα.

Ἱερεῖς καὶ ἄλλοι χριστιανοὶ μὲ εὐλάβεια Ἁγία,
ἔθαψαν τὸ σῶμα τοῦ ναὸ τῆς Παναγίας.

Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου,
μὲ Φίλιππο ἀπόστολο δεκάτη τετάρτη Νοεμβρίου.

Θαυματουργεῖ ὁ Ἅγιος νἄχωμε τὴν εὐχή του,
νὰ μνημονεύει ὅλους μας ἐμᾶς στὴν προσευχή του.