Ἦν Ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς ἀπ᾿ τὴν Καππαδοκία
καὶ στρατιῶτες ἑκατὸ εἶχε στὴν ἐξουσία.
Τότε ὡς ἑκατόνταρχος Πιλάτου ὑπηρεσία,
Λογγῖνος ἤτανε παρὼν στὰ Πάθη Χριστοῦ τὰ θεῖα.
Τὸν εἶχαν καὶ ἐφύλαγεν Χριστὸν ἐσταυρωμένο,
ὁποὺ τὸν εἶχαν στὸν σταυρὸ ἐγκαταλελειμένο.
Εἶχε πολὺ συγκινηθεῖ Λογγίνου ἡ ψυχή του,
ποὺ εἶδε Ἰησοῦ Χριστοῦ ἄδικη σταύρωσί του.
Λογγῖνος ἐφωτίστηκε καὶ στῆς ψυχῆς τὰ μάτια,
σὰν εἶδε θαύματα Θεοῦ ἀπ᾿ τοῦ οὐρανοῦ παλάτια.
Πρῶτα εἶδε ἐκεῖνο τὸ σεισμὸ κατόπιν τὸ σκοτάδι,
τῆς μέρας ὥρα δώδεκα φαινότανε γιὰ βράδυ.
Εἶδε τοὺς τάφους ἀνοικτοὺς νεκρὸ ἀνεστημένο,
τότε εἶχε φόβο ἱερὸ ἤτανε τρομαγμένος.
Φωνὴ μεγάλη ἔβγαλε ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὰ βάθη,
πὼς «Ἦν ἀληθινὸς Θεὸς Θεοῦ Υἱὸς ὑπάρχει».
Καὶ ὅταν ἐνταφίασαν τὸ ἅγιον τὸ σῶμα,
Πιλάτος ἐδιάταξε σκληρὰ μίαν φορὰ ἀκόμα.
Λογγῖνος νὰ εἶναι φυλακὴ μαζὶ καὶ κουστωδία,
καὶ ἔκανε ὑπακοὴ εἰς τὴν ὑπηρεσία.
Ἐτότες βλέπει ὅραμα ἄγγελος κατεβαίνει,
ἀπὸ τὴ λάμψι ἔπεσαν στὴ γῆ κατατρομαγμένοι.
Ἐπίσπευσαν εἰς τὸ Χριστὸ Λογγῖνος κι οἱ στρατιῶτες,
σὰν εἶδαν τὴν ἀνάστασι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐτότες.
Οἱ Ἰουδαῖοι θέλησαν νὰ τοὺς δωροδοκήσουν,
καὶ τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασι γιὰ νὰ συκοφαντήσουν.
Λογγῖνος οὐδὲν ἔλαβε ἀργύριον καθόλου,
δὲ θέλει ψέματα νὰ εἰπῇ γιὰ χάρι τοῦ διαβόλου.
Ἔγινε ἱεραπόστολος, ἔλεγε τὴν ἀλήθεια,
γιὰ τὴν Ἀνάστασι Χριστοῦ καὶ ἔπαιρνε βοήθεια.
Πιλᾶτος σὰν τὰ ἔμαθε αὐτὰ γιὰ τὸν Λογγῖνο,
νὰ τὸν σκοτώσουν θέλησαν τὸν Ἅγιο ἐκεῖνο.
Λογγῖνος σὰν τὸ ἔμαθε πῆρε γιὰ συνοδεία,
δύο στρατιῶτες κι ἔφυγε γιὰ τὴν Καππαδοκία.
Γίνεται κήρυκας φωτὸς ὁ κόσμος γιὰ νὰ μάθῃ,
γιὰ τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασι καὶ τὰ φρικτὰ τὰ Πάθη.
Κηρύττει ἀληθινὸ Θεὸν ὅτι Χριστὸς ἀνέστη,
διὰ τὰς ἁμαρτίας μας νὰ σταυρωθῇ ὑπέστη.
Οἱ Ἰουδαῖοι τὰ ἔμαθαν ποὺ ἦταν θεοκτόνοι,
καὶ εἶπαν ἀπὸ τὰ χέρια τους Λογγῖνος δὲ γλιτώνει.
Εἰς τὸν Πιλᾶτο εἴπανε Τιβέριον νὰ γράψῃ,
καὶ τὸν Λογγῖνο εἰς θάνατο νὰ τὸν καταδικάσῃ.
Ἔγιναν αὐτὸ ποὺ ἤθελαν καὶ στὴν Καππαδοκία,
Λογγῖνο τρέχουν γιὰ νὰ βροῦν σὰν ἄγρια θηρία.
Τὸν βρῆκαν ποὺ καθότανε σ᾿ ἀγρόκτημα δικό του,
σὰν ξένοι δὲν γνωρίζανε αὐτοὶ τὸ πρόσωπό του.
Τοῦ εἴπανε σὰν μυστικὸ γυρεύουν τὸν Λογγῖνο,
τὸν ρώτησαν ἂν γνώριζε τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο.
Ὅμως μὲ θεῖον φωτισμὸ τοὺς εἶχε ὁδηγήσει,
καὶ μὲ χριστιανικὴ χαρὰ νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ.
Τοῦ εἶπαν τότε μυστικὰ Λογγῖνο θὰ σκοτώσουν,
καὶ δύο στρατιῶτες του, μαζὶ θὰ ἐξοντώσουν.
Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἅγιος· δύο ἡμέρες νὰ καθίσουν,
θὰ εἶναι παρόντες καὶ οἱ τρεῖς μὴν τοὺς ἀναζητήσουν.
Τότε τοὺς φιλοξένησε, εἶχε χαρὰ μεγάλη,
κατόπιν φανερώνεται σὰν ἤρθανε καὶ οἱ ἄλλοι.
Ἐγώ, τοὺς λέγει, φίλοι μου ὁ Λογγῖνος ποὺ ζητᾶτε,
εἶμαι μὲ δύο συντρόφους μου, τοὺς ἐξομολογᾶται.
Σὰν τ᾿ ἄκουσαν δὲν πίστευαν, εἶδαν τὸ πρόσωπό του,
χαρούμενο καὶ γελαστὸ νὰ λάμπῃ τὸ δικό του.
Σὰν ὅμως βεβαιώθηκαν πὼς ἔλεγε ἀλήθεια,
πολὺ βαθειὰ ἐστέναζαν πονεῖ ψυχὴ καὶ στήθια.
Τότε παραπονέθηκαν καὶ μὲ μεγάλη θλίψι,
εἰς τὸν Λογγῖνο ἔλεγαν ποὖχε φιλοξενήσει.
Ζωή σου τὴ χαρίζομε γιὰ τὴ φιλοξενία,
καὶ ἀπ᾿ τὸν Πιλᾶτο λάβομε ἐμεῖς τὴν τιμωρία.
Ὁ Ἅγιος χαρούμενος λέει στὰ παλικάρια,
νὰ πράξουν τὸ καθῆκον τους δίχως ἄλλα παζάρια.
Ὁ θάνατος διὰ ἐμὲ εἶναι χαρὰ μεγάλη,
γιατὶ ὁ Δεσπότης μου Χριστὸς κοντά του θὰ μὲ βάλῃ.
Ὁ ἴδιος ἐσταυρώθηκε νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ,
καὶ πὼς ἐγὼ θὰ ἀρνηθῶ μακροθυμία τόση.
Ἔφθασαν ἐν τῷ μεταξὺ συντρόφοι τοῦ Λογγίνου,
ποὺ τοῦ κρατοῦσαν συντροφιὰ στὴν ἔρημο ἐκείνου.
Ἀγκάλιασε, τοὺς φίλησε, τοὺς εἶπε νὰ χαροῦνε,
γιατὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ζωὴ κληρονομοῦνε.
Ἀμέσως βάζει ὁ Ἅγιος λαμπρὰ φορέματά του,
ἔδειξε ποὺ στὸ σῶμα του θὰ μποῦν καὶ σάβανά του.
Οἱ σύντροφοι χαρούμενοι καὶ λαμπροστολισμενοι,
ἔκοψαν τὰ κεφάλια τους ἐκεῖ οἱ ἀπεσταλμένοι.
Τρεῖς ἀποκεφαλίστηκαν, δεκάξι Ὀκτωβρίου,
καὶ κάθε χρόνο τοὺς τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία Κυρίου.
Τ᾿ Ἁγίου τότε φέρανε κεφάλι στὸν Πιλᾶτο,
ἀπὸ κακία τὄθαψε σὲ κοπριὰ ἀπὸ κάτω.
Ὁ Ἅγιος θαυματουργεῖ σὲ μιὰ τυφλή, τῆς λέγει·
εἶμαι ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος· τὸ κεφάλι
Ἑβραῖοι μὲς στὴν κοπριὰ βαθειὰ τὸ ἔχουν βάλει.
Πῆγε καὶ ἔσκαψε ἡ τυφλή, εὑρῆκε τὸ κεφάλι.
τὸ ἔβαλε στὰ μάτια της, εἶδε τὸ φῶς της πάλι.
Εἶχε μονάκριβο παιδὶ κ᾿ αὐτὸ εἶχε πεθάνει,
ὁ Ἅγιος τὴν παρηγορεῖ, τῆς εἶπε τὶ νὰ κάνῃ.
Παιδί σου στὸν Παράδεισο τὄχει ὁ Χριστὸς κοντά του,
τῆς εἶπε καὶ ἐχάρηκε μὲ τὰ λεγόμενά του.
Ἀκόμα τὴν πληροφορεῖ κι ἔκτισε ἐκκλησία,
ἔβαλε ἐκεῖ τὴν κεφαλὴ Λογγίνου ἡ κυρία.
Ὦ Ἅγιε ἑκατόνταρχε Λογγῖνε στ᾿ ὄνομά σου,
νἄχωμε τὴν εὐχούλα σου καὶ τὴν βοήθειά σου.
|