Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς στὸν δεύτερο αἰώνα,
στὴν Ἀφρικὴ γεννήθηκε στὴν πόλι Καρχηδόνα.
Προτοῦ νὰ γίνῃ ἅγιος εἰς τὴν Ὀρθοδοξία,
ἤτανε μάγος φοβερὸς στὴν εἰδωλολατρία.
Ἦταν ἔξυπνος πολὺ καὶ εἶχε ρητορεία,
ἐπιμελὴς στὰ γράμματα καὶ στὴν φιλοσοφία.
Πῶς ὅμως ἔγινε Ἅγιος μάγος εἰδωλολάτρης,
διάβασε στὴν συνέχεια καὶ τότε θὰ τὸ μάθῃς.
Ἦταν στὴν Ἀντιόχεια μιὰ Κόρη Ἰουστίνα·
ἐπίστευαν στὰ εἴδωλα ὅλα τὰ χρόνια ἐκεῖνα.
Εἰδωλολάτρης ἱερεὺς ἤτανε ὁ πατέρας,
διάκονο Ὀρθόδοξο συνάντησε μιὰ ἡμέρα.
Αὐτὸς ἔκανε κήρυγμα, γιὰ τὸν Χριστὸ ὡμίλει,
ἔβγαιναν λόγια θεϊκὰ ἀπ᾿ τὰ δικά του χείλη.
Εἶπε τὸν βίο τοῦ Χριστοῦ, γιὰ θαύματα καὶ πάθη,
καὶ ὅτι ἀνεστήθηκε, ὁ κόσμος νὰ τὸ μάθῃ.
Ἡ Ἰουστίνα ἄκουσε ρήματα καὶ τὰ θεῖα,
καὶ ἐπιθυμεῖ πίστι Χριστοῦ, ποὺ ἦν Ὀρθοδοξία.
Τὄπε καὶ στὴν μητέρα της, ποὺ λέγαν Κληδονία,
κι αὐτὴ τὄπε στὸν ἄνδρα της διὰ πληροφορία.
Ὁ ἄνδρας της Ἐδέσιος, φωτίστηκε ὁ νοῦς του,
καὶ νὰ ἀμφιβάλῃ ἄρχισε γιὰ ψεύτικους θεούς τους.
Τὴν νύχτα ποὺ κοιμήθηκε ἐν μέσῳ τῶν Ἀγγέλων,
τοῦ μίλησε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τοὖπε· ἐσένα θέλω.
Ἐὰν πιστέψῃς εἰς ἐμὲ καὶ στὴν Ὀρθοδοξία,
θὰ σοῦ χαρίσω αἰώνιον δική σου βασιλεία.
Ἐπίστεψε ὁ Αἰδέσιος σὰν εἶδε ὅραμά του,
καὶ πῆγε καὶ βαπτίστηκε μὲ οἰκογένειά του.
Τοὺς βάπτισε ὁ Ἐπίσκοπος, εἶχε χαρὰ μεγάλη,
ποὺ στὴν θρησκεία τοῦ Χριστοῦ τοὺς τρεῖς τους εἶχε βάλει.
Καὶ ὅταν ἐβαπτίστηκε εἰς τὴν Ὀρθοδοξία,
χειροτονεῖται ἱερεύς, εἶχε μεγάλη ἀξία.
Θεάρεστη ἔζησε ζωὴ τότε ἐνάμισυ χρόνο,
τὸν κάλεσε στὸν οὐρανὸ ὁ βασιλεὺς αἰώνων.
Σὰν πέρασε λίγος καιρὸς ἐκοιμήθη ἡ Κληδονία,
ἐπῆγε κι ἡ μητέρα τῆς ζωὴ τὴν αἰωνία.
Ἡ Ἰουστίνα ὀρφάνεψε· πεθάναν οἱ γονεῖς της,
ἐπρόκοπτε στὶς ἀρετὲς κι ἂς ἦταν μοναχή της.
Ὁ φθονερὸς ὁ διάβολος θέλει νὰ τὴν νικήσῃ,
καὶ ἔκανε τεχνάσματα γιὰ νὰ τὸν πολεμήσῃ.
Σ᾿ αὐτὸ τὸν τόπο ἤτανε πλούσιο παλληκάρι,
τὴν Ἰουστίνα θέλησε γυναίκα του νὰ πάρῃ.
Αὐτὸς ἦταν ἀκόλαστος· ἡ κόρη τοῦ ἀρνεῖται,
σὰν ἔμαθε τὴν ἄρνησι, αὐτὸς παρεξηγεῖται.
Ὑπῆρχε στὴν περιοχὴ νέος στὴν ἡλικία,
Κυπριανὸς ὀνόματι ποὺ ἔκανε μαγεία.
Ὁ Ἀγλαΐδας νεαρὸς τότε τὸν ἀνταμώνει,
ἡ κόρη γιὰ νὰ μαγευτῇ καὶ τότε τὸν πληρώνει.
Μάγια κάνει ὁ Κυπριανὸς διὰ τὴν Ἰουστίνη,
μὲ προσευχὲς εἰς τὸν Χριστὸ διέλυσε ἐκείνη.
Τὴν νύχτα ἐταράχτηκε, ἔκανε τὸν σταυρό της,
καὶ εὐθὺς ἀμέσως ἔφυγε διάβολος ἀπ᾿ ἐμπρὸς της.
Σὰν εἶδε ὁ Κυπριανὸς δική του ἀποτυχία,
ἐγνώρισε τὴν δύναμι ποὺ εἶχε ἡ Ὀρθοδοξία.
Καὶ τότε μετενόησε, ἔκαψε τὰ βιβλία,
καὶ ὅλα τὰ ἀγάλματα στὴν εἰδωλολατρεία.
Χρήματα καὶ ὑπάρχοντα δίνει στὴν Ἐκκλησία,
διάβαζε ἅγιες γραφὲς καὶ βρῆκε ἡσυχία.
Γιὰ προηγούμενη ζωὴ ἔκλαιγε κάθε μέρα,
ζητοῦσε τὴν συγχώρεσι ἀπ᾿ τὸν Θεὸ πατέρα.
Τριάντα πέντε ἦν ἐτῶν τότε στὴν ἡλικία,
ἐβαπτίσθη Μέγα Σάββατον εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Μετὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα ἀπήτησαν νὰ γίνῃ
Κυπριανὸς ὁ μάγος πρὶν εἰς τὴν ἱερωσύνη.
Λύθηκαν τὰ κωλύματα μετὰ τὸ βάπτισμά του,
καθάρισε ἡ βάπτισις τὰ ἁμαρτήματά του.
Καὶ ὄχι μόνον ἱερεὺς ἀξιώθηκε νὰ γίνῃ,
ἀλλὰ ἀνέβηκε ψηλὰ στὴν ἀρχιερωσύνη.
Καὶ τώρα σὰν ἐπίσκοπος κάνει καθήκοντά του,
εἰδωλολάτρες ἄπιστους τοὺς ἔφερε κοντά του.
Διάκονο χειροτονεῖ τότε τὴν Ἰουστίνα,
Ἰούστα τὴν ὀνόμαζαν πρῶτα τὰ χρόνια ἐκεῖνα.
Ἐξέσπασε ὁ διωγμὸς τὰ χρόνια του Δεκίου,
καὶ ἔριχναν τοὺς χριστιανοὺς στὰ δόντια τοῦ θηρίου.
Φώναζαν τὸν Κυπριανὸ νὰ φᾶνε τὰ λιοντάρια,
τὸν γύρευαν γιὰ νὰ τὸν βροῦν Δεκίου παλληκάρια.
Ἔφυγε ὁ Κυπριανὸς δίδοντας ὁδηγία,
σὰν τὸν καλὸ τὸν στρατηγὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Στὴν Καρχηδόνα ἔπεσε πανώλη ἐπιδημία,
καὶ χιλάδες πάθαιναν δίχως φροντὶς καμία.
Λυπήθηκε ὁ Κυπριανὸς τὸν κόσμο ποὺ πεθαίνει,
ἐπιστρατεύει χριστιανοὺς καὶ ὁ ἴδιος ἐπεμβαίνει.
Νὰ βοηθοῦν ὅσους ἐκείτονταν βαριὰ ἀρρωστημένους,
κι ἄλλοι νὰ θάβουνε στὴ γῆ καὶ τοὺς ἀπεθαμένους.
Τὴν πίστι ὑπεστήριζε καὶ τὴν Ὀρθοδοξία,
τὸν Πάπα κατεδίκαζε γιὰ τὴν κακοδοξία.
Ὁ σατανᾶς τὸν Δέκιο βάνει νὰ πολεμήσῃ,
Ἰουστίνα καὶ Κυπριανὸ νὰ τοὺς ἐξαφανίσῃ.
Τὸν ἀπειλεῖ ὁ Δέκιος ἔδειξε ἀφοβία,
καὶ τότε στὴν ἀνατολὴ τὸν στέλνει ἐξορία.
Εὐτόλμιος διοικητὴς ἦταν τὰ χρόνια ἐκεῖνα,
ἔκρινε τὸν Κυπριανὸ μαζὶ καὶ Ἰουστίνα.
Τὰ εἴδωλα ἀρνήθηκαν ἐτότες καὶ οἱ δύο,
ἐθύμωσε ὁ Εὐτόλμιος καὶ ἔγινε θηρίο.
Διέταξε τὸν Ἅγιο ψηλὰ ἐκεῖ νὰ τὸν κρεμάσουν,
νὰ ξεσχισθοῦν οἱ σάρκες τους νὰ βλέπουν νὰ χορτάσουν.
Ὁ Ἅγιος Κ ὑπριανὸς μιλοῦσε μὲ ἀνδρεία,
καὶ ἄπιστοι ἐφωτίζοντο εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Διέταξε ὁ ἄρχοντας, στὴν φυλακὴ τοὺς κλείνει,
τὸν ἅγιο Κυπριανὸ καὶ ἁγία Ἰουστίνη.
Τὴν ἄλλη μέρα τοὺς καλεῖ, πάλι τοὺς ἐξετάζει,
μὰ καὶ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ σ᾿ αὐτοὺς ὑποβιβάζει.
Εἶσαι τυφλός, τοῦ λὲν οἱ δυό, πολὺ ἐσκοτισμένος,
κατηγορεῖς Υἱὸν Θεοῦ ποὺ ἦν ἀνεστημένος.
Ἄναψε τότε ὁ τύραννος, βγάζει διαταγή του,
τηγάνι νὰ πυρώσουνε, νὰ χαίρεται ἡ ψυχή του.
Καὶ σὰν ἐπύρωσε καλά, Κυπριανὸς πηδάει,
τὴν Ἰουστίνη τόνωσε καὶ αὐτὴ ἐκεῖ νὰ πάῃ.
Μὴ δειλιάζεις θάνατο, λέγει στὴν Ἰουστίνα,
θυμήσου ἤμουν ἄπιστος τότε τὰ χρόνια ἐκεῖνα.
Ἡ Ἰουστίνα θάρρεψε, ἔκανε τὸ σταυρό της,
καὶ στὸ τηγάνι πήδησε τὸ σῶμα τὸ δικό της.
Οἱ ἅγιοι δὲν κάηκαν, Θεὸς εἶχε φυλάξει,
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ βρεθήκανε ἐντάξει.
Ἔλεγε ἕνας ἄπιστος γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
ὅτι δὲν εἶχε δύναμι καθόλου ἡ Ὀρθοδοξία.
Ἀμέσως προσευχήθηκε σὲ Ἀσκληπειὸ καὶ Δία,
ὅταν θὰ πέσῃ στὴν φωτιὰ νὰ ἔχει ἡσυχία.
Πήδησε μέσα στὴν φωτιὰ μὰ ψήθηκε σὰν ψάρι,
τὰ ἄψυχα τὰ εἴδωλα δὲν πήρανε χαμπάρι.
Ἔμειναν ὥρα ἀρκετὴ οἱ ἅγιοι στὸ τηγάνι,
χωρὶς νὰ πάθουνε κακό, οὔτ᾿ ἔπεσαν σὲ πλάνη.
Ἐθαύμασε ὁ βασιλιὰς Κλαύδιος καρτερία,
ποὺ ἔδειξαν οἱ ἅγιοι εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἔβγαλε τὴν ἀπόφασι νὰ ἀποκεφαλισθοῦνε,
σὰν τ᾿ ἄκουσαν οἱ ἅγιοι ἄρχισαν νὰ χαροῦνε.
Τόπος τῆς ἐκτελέσεως κοντὰ σὲ ἕνα ποτάμι,
περνοῦσε ἕνας Θεόκτιστος, ἔνστασι εἶχε κάνει.
-Ἄδικα θανατώνετε τὸν ἅγιο, φωνάζει,
τὸν ρίχνει ἀπὸ τὸ ἄλογο ἀμέσως καὶ τὸν σφάζει.
Ἔγιναν τρεῖς οἱ μάρτυρες ἐκείνη τὴν ἡμέρα,
τοὺς δύο ἀποκεφάλισαν λιγάκι παραπέρα.
Ὁ ἅγιος παρακαλεῖ τὸν δήμιον νὰ κτυπήσῃ
τὴν Ἰουστίνα μάρτυρα μὴν ὀλιγοψυχήσῃ.
Ἔλαβε τὸ μαρτύριον ἡ Ἰουστίνα πρώτη,
ποὺ ἔδωσε ὁ Κυπριανὸς στὸν τότε στρατιώτη.
Κατόπιν ἦρθε ἡ σειρὰ Κυπριανοῦ ἁγίου,
τοῦ ἔκοψαν τὴν κεφαλὴ δεκατέσσερις Σεπτεμβρίου.
Τὰ λείψανα ἐφρουρούσανε κανεὶς νὰ μὴν τὰ πάρῃ,
ὅμως τὰ πήρανε κρυφὰ οἱ χριστιανοὶ μὲ χάρι.
Τὰ ἅγια τότε λείψανα τὰ πήγανε στὴν Ρώμη,
ἔκαναν θαύματα πολλὰ καὶ γίνονται ἀκόμη.
Ὦ Ἅγιε Κυπριανὲ καὶ Ἁγία Ἰουστίνη
Παρακαλέστε τὸν Θεὸ ἵλεως νὰ μᾶς γίνῃ.
|