Παναγία Μυρτιδιώτισσα

24 Σεπτεμβρίου

Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ μὰ καὶ τῆς γῆς ἀκόμα,
θ᾿ ἀνοίξω Παναγία μου τὸ ἀνάξιόν μου στόμα.

Ἐγὼ δὲν εἶμαι ποιητὴς γιὰ νὰ σὲ ἐγκωμιάσω,
λίγα ἀπὸ τὸν ὠκεανὸ θαυμάτων θ᾿ ἀντιγράψω.

Εἰς τὸ νησὶ τὰ Κύθηρα ἡ Ἁγία σου εἰκόνα,
πάντοτε κάνει θαύματα τώρα καὶ στὸν αἰώνα.

Τοποθεσία ἦν ἐκεῖ ποὺ λέγεται Μυρτίδια,
πήγαινε ἕνας χριστιανὸς καθημερινῶς στὰ ἴδια.

Ὑπῆρχε δάσος καὶ μυρτιὲς σ᾿ ὅλον αὐτὸ τὸν τόπο,
καὶ ἦταν ἀκατοίκητος ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων.

Βαδίζοντας ἀκούει φωνὴ ἡ ὁποία παρεκάλει·
νἄβρῃ εἰκόνα θαυματουρτγή, βοήθεια μεγάλη.

Ὅταν τελείωσε ἡ φωνὴ ἔκανε τὸν σταυρό του,
βοήθει με Ἰησοῦ Χριστέ, ἔλεγε ἐπὶ τόπου.

Καὶ ἀκόμα παρακάλεσε τότε τὴν Παναγία,
γιὰ τὴν φωνὴ ποὺ ἄκουσε, ποιὰ ἦν ἡ σημασία.

Καὶ εὐθὺς γνωρίζει τὴν φωνὴ πὼς ἦν τῆς Θεοτόκου,
καὶ τὴν εἰκόνα στὶς μυρτιὲς τὴν βρίσκει ἐπὶ τόπου.

Μὲ δάκρυα τὴν προσκυνᾶ τότε τὴν Παναγία,
ποὺ χρόνια μέσα στὶς μυρτιὲς εἶχε τοποθεσία.

Τὸν ἄνθρωπο βοήθησε τότε ἡ Παναγία,
ἔκοψε κλάδους μερσινιᾶς καὶ ἔκτισε ἐκκλησία.

Ἐκεῖ ἐτοποθέτησε εἰκόνα Θεοτόκου,
ὄνομα Μυρτιδιώτισσα τὴν κάλεσε ἐπὶ τόπου.

Μικρὸ κελὶ ἔκτισε δίπλα στὴν ἐκκλησία,
ἔγινε τότε μοναχὸς χάρι στὴν Παναγία.

Μὲ εὐλάβεια τὴν λάτρευε καὶ τὴν ὑπηρετοῦσε,
τὴν ἱερὰ εἰκόνα της καὶ τὴν παρακαλοῦσε.

Σὰν πέθανε ὁ μοναχός, τότε ἄλλοι καλογῆροι,
μαζὶ μὲ ἕνα Λεόντιο ἔκτισαν μοναστήρι.

Ἕνας θεοσεβούμενος, Θεόδωρος τὸ ὄνομά του,
στὴν Παναγία ἔταξε συνήθεια δικιά του.

Τῆς Παναγιᾶς τὴν Κοίμησι μετὰ σαράντα ἡμέρες,
πήγαινε οἰκογενειακῶς στὴν Μυρτιδιώτισσας τὶς ξέρες.

Στὸ μοναστήρι ἐρχόταν καὶ κάναν λειτουργία,
καὶ ἐκεῖ τὴν Μυρτιδιώτισσα τιμοῦσαν Παναγία.

Καὶ κάθε χρόνο πήγαιναν στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου,
ποὺ ἦταν εἰκοσιτέσσερις τοῦ μήνα Σεπτεμβρίου.

Καὶ ἀπὸ τότε ἔγινε συνήθεια καὶ μόνο,
γιορτάζει Μυρτιδιώτισσα μία φορὰ τὸ χρόνο.

Μὲ χρόνια ὁ Θεόδωρος ἀρρώστια ἔχει πάθει,
παράλυτος ἀκούνητος ἔμεινε στὸ κρεβάτι.

Δὲν πάτησε στὴν ἑορτὴ, ὁποὺ τὸ εἶχε τάμα,
μὰ τὰ παιδιά του ἔστειλε, διόρθωσε τὸ πράγμα.

Ἐπάνω στὸ κρεβάτι του ἔκλαιγε καὶ θρηνοῦσε,
καὶ ὅλο τὴν Μυρτιδιώτισσα θερμὰ παρακαλοῦσε.

Ἐλέησὸν με Δέσποινα λέγει στὴ προσευχή του,
νὰ προσκυνήσῃ εἰκόνα της πρὶν σβήσῃ ἡ ζωή του.

Χρόνια πολλὰ ὑπέφερε, εἶχε ἐμπιστοσύνη,
ἂν πάῃ στὴν Μυρτιδιώτισσα ὅτι καλὰ θὰ γίνῃ.

Τοὺς συγγενεῖς παρακαλεῖ ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιά του,
ποὺ ἔκαναν ὑπακοή, ἦσαν στὴν συντροφιά του.

Στὴν ἐκκλησιὰ τὸν ἐπήγανε σὲ ξύλινο κρεβάτι,
μὲ δάκρυα στὴν Παναγιὰ τῆς ἐζητοῦσε κάτι.

Σὺ ποὺ ἐγέννησες Χριστὸν λέγει στὴν Παναγία,
σὲ μένα τὸν παράλυτο δῶσε μου τὴν ὑγεία.

Τὴν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ ἦταν ἀκολουθία,
ἀκούει ἕνας χριστιανὸς χάβρα στὴν παραλία.

Νόμιζαν ὅτι βάρβαροι ἐπιδρομὴ ᾿χαν κάνει,
ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά, ὁ πανικὸς τοὺς πιάνει.

Ἄφησαν τὸν Θεόδωρο μέσα στὴν ἐκκλησία,
καθηλωμένος ἦν ἐκεῖ ἀπ᾿ τὴν παραλυσία.

Πάλι ξανὰ προσεύχεται στὴν Δέσποινα Μαρία,
μόνο σ᾿ ἐσένα Παναγιὰ θὰ βρῶ τὴν σωτηρία.

Καὶ εὐθὺς φωνὴ σὰν νἄκουσε νὰ λέγῃ· πάρε δρόμο,
ἄφησε τὸ κρεβάτι σου καὶ φύγε μὲ τὸν κόσμο.

Σηκώθηκε καὶ ἔφυγε ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα,
γιατὶ εἶχε κάνει ἡ Παναγιὰ τὸ ἰδικό της θαῦμα.

Ἀμέτρητα τὰ θαύματα ποὺ κάνει ἡ Παναγία,
σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα δίνει τὴν εὐλογία.

Εἰς τὸ νησὶ τὰ Κύθηρα ὑπῆρχε ἀνομβρία,
τρόφιμα τοὺς προμήθευε ἐκεῖ ἡ Παναγία.

Μιὰ νύχτα οἱ Ἀγαρηνοὶ ἐπίθεσι ἔχουν κάνει,
καὶ βγῆκαν μὲ ἐπίθεσι Κυθήρων τὸ λιμάνι.

Κάνει καὶ τότε θαῦμα της πάλι ἡ Παναγία,
δύο βροντὲς ἀκούστηκαν τότε στὴν παραλία.

Οἱ Τοῦρκοι τότε τρόμαξαν, ἤτανε νύχτα βράδυ,
καὶ ὅλοι πανικόβλητοι φύγανε μὲ καράβι.

Ποιὸς χριστιανὸς ἐφώναξε μὲ πίστι τὸ ὄνομά της,
καὶ ἔφυγε ἀβοήθητος ποτὲ ἀπὸ κοντά της;

Σὲ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς εἶναι ἡ προστασία,
μετὰ Θεὸν ἐλπίδα μας εἶναι ἡ Παναγία.

Πρέπει νὰ τὴν σεβόμεθα καὶ νὰ τὴν ἀγαποῦμε,
ἔγινε Θεομήτορα ἐμεῖς γιὰ νὰ σωθοῦμε.

Χαίρονται ὅλοι οἱ ἄγγελοι, οἱ δαίμονες τρομάζουν,
ὅταν μὲ πίστι οἱ χριστιανοὶ μητέρα τὴν φωνάζουν.

Εἶναι Παρθενομήτορα γιὰ μᾶς ἡ Παναγία,
ἐγένησε Ἰησοῦ Χριστό, βρήκαμε σωτηρία.

Ἂς τὴν παρακαλέσουμε πάντοτε νὰ πρεσβεύῃ,
τὸν Κύριό της καὶ υἱὸν Αὐτὸν νὰ ἱκετεύῃ.

Μὲ τὶς θερμὲς τὶς προσευχὲς ποὺ ἔχει ἡ Παναγία,
νὰ ἱκετεύῃ καὶ γιὰ ἐμᾶς νὰ βροῦμε σωτηρία.