Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος γεννήθηκε στὴ Ρώμη,
στὸ ἑκατὸ μετὰ Χριστὸν τὸ ἔτος ἦν ἀκόμη.
Πρὶν βαπτιστῇ ὁ ἅγιος ἦταν εἰδωλολάτρης,
καὶ στὸ ῥωμαϊκὸ στρατὸ ὑπῆρξε στρατηλάτης.
Πλακίδα τὸν ἐλέγανε πρῶτα τ᾿ ὄνομά του,
καὶ στρατηγὸς ἀτρόμητος ἦν τὸ ἐπάγγελμά του.
Σὲ ὅλα ἦταν ἐγκρατὴς καὶ εἶχε σωφροσύνη,
ἤτανε φίλος των πτωχῶν, εἶχε δικαιοσύνη.
Τατιανὴ τὴν λέγανε γυναίκα τὴν δικιά του,
καὶ δύο ἀγόρια ἤτανε ἡ οἰκογένειά του.
Στὸ δάσος πῆγε μιὰ φορὰ ἐκεῖ νὰ κυνηγήσῃ,
καὶ ἕνα ἐλάφι ξαφνικὰ ἐκεῖ εἶχε συναντήσει.
Μὰ τὸ ἐλάφι ἔτρεχε φοβόταν μὴν τὸ χάσῃ,
τοὺς θάμνους ἐδρασκέλιζε κι ἔφευγε εἰς τὰ δάση.
Σὲ κάποιο μέρος σταματᾷ, τὸν στρατηγὸ κοιτάζει,
ὁ στρατηγὸς ξαφνιάστηκε, ἄρχισε νὰ χλομιάζει.
Ἥμερο ἐστεκότανε τότε αὐτὸ τὸ ἐλάφι,
θαῦμα βλέπουν τὰ μάτια του, χωρὶς νὰ κάνῃ λάθη.
Στὰ κέρατα τοῦ ἐλαφιοῦ σταυρὸς λαμποκοπάει,
ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ εἰκόνα του κοιτάει.
Ταράχτηκε ὁ στρατηγὸς ποὺ εἶδε τὸ σημεῖο,
ἀπ᾿ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀκούει λόγο Θεῖο.
Τοῦ λέγει, εἶμαι ὁ Χριστός, ἔργα σου μὲ τιμοῦνε,
ἂν καὶ δὲν εἶσαι χριστιανός, ὅμως εὐχαριστοῦμε.
Γιὰ σένα φανερώθηκα Πλακίδα στὸ ἐλάφι,
νὰ βρῇς σὲ μένα τὴν ζωή, νὰ φεύγεις ἀπ᾿ τὰ πάθη.
Εἶσαι καλὸς καὶ δίκαιος, γι᾿ αὐτὸ ἐσὺ δὲν κάνει,
νὰ προσκυνᾷς τὰ εἴδωλα, τὴν ψεύτικη τὴν πλάνη.
Ὁ στρατηγὸς μὲ ὅραμα εἶναι συγκλονισμένος,
στὴ γῆ πέφτει ἀπ᾿ τὸ ἄλογο σὰν λιποθυμισμένος.
Ἐφώναξε ὁ στρατηγός, ποιὸς εἶναι ποὺ μιλάει,
Χριστὸς ὁ πανδημιουργός, εὐθὺς τοῦ ἀπαντάει.
Σταυρώθηκα, ἐτάφηκα καὶ ἀπὸ νεκρῶν ἀνέστην,
μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο πολλὰ δεινὰ ὑπέστην.
Σὰν τὰ ἄκουσε ὁ στρατηγὸς πολὺ ἐσυγκινήθη,
στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἀμέσως ἀπεκρίθη. Ἐσένα πιστεύω Κύριε,
δημιουργὲ τοῦ κόσμου,
ὁ κτίστης καὶ σωτήρας μου, ἀληθινὸς Θεός μου.
Τώρα τοῦ λέγει ἡ θεία φωνὴ ποὺ πίστεψες ὡραία,
ξεκίνησε νὰ βαπτιστῇς ἀπ᾿ τὸν ἀρχιερέα.
Ἐπῆρε θάρρος ὁ στρατηγὸς καὶ τὸν Χριστὸν ρωτάει,
νὰ εἰπῇ εἰς τὴν γυναίκα του, τὶ εἶδε καὶ ποῦ πάει;
Νὰ βαπτιστοῦν ὅλοι μαζί, ἡ θεία φωνὴ ἀπαντάει,
στὸν ἴδιο τόπο ἔπειτα, τοῦ ῾πε νὰ ξαναπάῃ.
Γιὰ νὰ τοῦ εἰπῇ στὸ μέλλον του βάσανα θὰ ἀνταμώσῃ,
καὶ μὲ ἀγώνα ἱερὸ τὸν βίο θὰ τελειώσῃ.
Καὶ μὲ τὶς λέξεις τότε αὐτὲς ἔφυγε τὸ ἐλάφι,
εὐθὺς ἐξαφανίστηκε, ἀπὸ τὴν γῆ ἐχάθη.
Σὰν τελείωσε τὸ ὅραμα, ἦταν γεμάτος πίστι,
εὑρῆκε τὴν Τατιανὴ μὲ δυό του γιοὺς στὸ σπίτι.
Εἶχε ἐσωτερικὴ χαρά, γεμάτος εὐτυχία,
τοὺς διηγεῖται ὅραμα κι ὅλη τὴν ἱστορία.
Τοῦ εἶπε καὶ ἡ γυναίκα του τὸν εἶδε χθὲς τὸ βράδυ,
στὸν ὕπνο της τῆς μίλησε, ποὺ ἤτανε σκοτάδι.
Αὔριο εἶπε νὰ ῾ρθετε σύζυγος καὶ παιδιά σου,
εἶμαι ἀληθινὸς Θεός, θὰ χαίρεται ἡ καρδιά σου.
Τοῦ λέγει ἡ Τατιανὴ νὰ μὴν καθυστεροῦνε,
ἀρχιερέα χριστιανῶν, ἐκεῖ νὰ βαπτιστοῦνε.
Εἶπε πὼς πρέπει σύντομα νὰ γίνῃ ἡ ἐργασία,
γιατὶ δίχως τὴν βάπτισι δὲν θὰ ῾χουν σωτηρία.
Καὶ ὅταν ἐξημέρωσε πῆγαν στὴν ἐκκλησία,
συγκινημένο βρήκανε ἐκεῖ ἀρχιερέα.
Καὶ πρῶτος ἐβαπτίστηκε ὁ στρατηγὸς Πλακίδας,
ἀμέσως ἀπαρνήθηκε τοῦ πονηροῦ παγίδας.
Καὶ τώρα μετὰ βάπτισι ἦταν τὸ ὄνομά του
Εὐστάθιος καὶ πάντοτε θἆταν Χριστὸς κοντά του.
Βαπτίζεται ἡ Τατιανὴ ὄνομα Θεοπίστη,
καὶ τὴν ὁδήγησε κι αὐτὴ εἰς τοῦ Θεοῦ τὴν πίστι.
Βαπτίστηκαν καὶ τὰ παιδιὰ στὸ ἴδιο περιβάλλον,
Ἀγάπιον πρεσβύτερον, Θεόπιστον τὸν ἄλλον.
Εἶχαν πολὺ συγκίνησι στὴν βάπτισι τὴν θεία,
ἐχαίροντο οἱ τρεῖς ψυχὲς ποὺ βρῆκαν σωτηρία.
Κατόπιν ἐκοινώνησαν τῶν θείων μυστηρίων,
καὶ ζοῦσαν ἔπειτα εὐτυχεῖς εἰς ὅλον τους τὸν βίο.
Χαρούμενος ὁ Εὐστάθιος ἐπῆγε εἰς τὰ δάση,
στὸ μέρος ποὺ τοῦ ἐμίλησε λόγια Θεοῦ ἐλάφι.
Γονάτισε καὶ ἔκλαψε, κάνει τὴν προσευχή του,
τοῦ ἀπαντάει ὁ Χριστός, ἀκούει τὴν φωνή του.
Τοῦ λέγει εἶσαι εὐτυχὴς ποὺ εἶσαι βαπτισμένος,
ὁ πονηρὸς ὁ διάβολος τώρα εἶναι πικραμένος.
Θὰ σοῦ κηρύξῃ πόλεμο μὰ μὴν τόνε φοβᾶσαι,
στὸ τέλος σὰν τὸν Ἰώβ, ὁ νικητὴς σὺ θἆσαι.
Θὰ βρεῖς μεγάλους πειρασμούς, ὅμως μὲ τὴν ἀνδρεία
θὰ λάβῃς γιὰ ἀγῶνες σου τὰ στέφανα τὰ θεῖα.
Ἔπειτα μὲ γυναίκα του στὸ σπίτι συναντήθη,
ἂς γίνῃ θέλημα Θεοῦ, ὁ ἅγιος εὐχήθη.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς Θεὸς τὸν δοκιμάζει,
καὶ σὰν πολυάθλο Ἰώβ, ὁ δαίμων τὸν πειράζει.
Εἶδος χολέρας ἔπεσε, οἱ δοῦλοι Εὐσταθίου
ἀπέθαναν καὶ οἱ συγγενεῖς ἀκόμα τοῦ ἁγίου.
Κουράγιο τότε ἔδωσε γυναίκα καὶ παιδιά του,
μὰ ἀρρώστια πάλι ἔρχεται, ψοφοῦν τὰ ζωντανά του.
Γιὰ νὰ ἁπαλύνῃ ἡ θλίψη του στὴν ἐξοχὴ πηγαίνει,
οἱ κλέφτες πᾶν στὸ σπίτι τοῦ οἰκία ἐρειπωμένη.
Ἔτσι καὶ αὐτοὶ ἐπτώχευσαν πλούσιοι ἦταν πρῶτα,
ἦταν ἀξιολύπητοι, σὰν ζητιανιὰ στὴν πόρτα.
Ἀπὸ τὴν Ῥώμη ἔφυγε μὲ οἰκογένειά του,
πήγαιναν γιὰ τὴν Αἴγυπτο, γυναίκα καὶ παιδιά του.
Ὁ πλοίαρχος ὅμως ζήτησε κακὸ ἀντὶ γιὰ ναῦλα,
τὴν Θεοπίστη νὰ δεχθῇ καὶ νὰ τὴν κάνῃ σκλάβα.
Ὁ ἅγιος τὸν παρακαλεῖ γυναίκα του νὰ σώσῃ,
ἀντὶ γιὰ τὴν γυναίκα του, λεφτὰ νὰ τὸν πληρώσῃ.
Εἰς τὸ λιμάνι ἄφησαν ἅγιο καὶ παιδιά του,
τὴν Θεοπίστη κράτησε ὁ πλοίαρχος κοντά του.
Ὅλοι τους κλαῖνε γοερὰ γιὰ χωρισμὸ ἐκεῖνο,
καὶ στὸ λιμάνι κίνδυνος πικρὸς σὰν τὸ κινίνο.
Παίρνει μαζὶ τὰ δύο παιδιά, περνοῦν ἕνα ποτάμι,
κρατοῦσε τὸ ἕνα του παιδὶ σταυρὸ ποὺ τοῦ ῾χε κάμει.
Στὴν ἄλλη ὄχθη τ᾿ ἄφησε, ἐπῆγε γιὰ τὸ ἄλλο,
ἕνα λιοντάρι ἅρπαξε παιδὶ τὸ πιὸ μεγάλο.
Φωνάζει ἀπελπιστικὰ καὶ λύκος τοῦ ἁρπάζει,
τώρα τὸ δεύτερο παιδὶ καὶ στὴν καρδιὰ τὸν σφάζει.
Ὁ σατανᾶς στὴν θλίψη του θέλει νὰ τὸν κερδίσῃ,
τοῦ λέγει μέσα στὸν ποταμὸ νὰ μπῇ καὶ νὰ μὴν ζήσῃ.
Τοῦ ἔβαζε ὁ διάβολος τοῦ ἁγίου ἀπελπισία,
μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ στέκει στὴν καρτερία.
Καὶ σὰν πατέρας ἔκλαψε στὴν θλίψη του τὴν τόση,
παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τόνε δυναμώσῃ.
Γιὰ τὴν γυναίκα καὶ παιδιὰ κάνει τὴν προσευχή του,
ἤθελε νὰ τοὺς ξαναδεῖ νὰ ζήσουνε μαζί του.
Πολὺ ταλαιπωρήθηκε τοῦ Ἁγίου τὸ κορμί του,
σὲ πόλι ἔπιασε δουλειὰ νὰ βγάζῃ τὸ ψωμί του.
Ἐγλίτωσαν ἐκ θαύματος τὰ δύο παιδιὰ ἁγίου,
ἄνθρωποι τὰ ἐλευθέρωσαν ἀπὸ δόντια τοῦ θηρίου.
Τὸ ἕνα παιδὶ μεγάλωσε μὲ γεωργοὺς ἀνθρώπους,
τὸ ἄλλο τσοπανόπουλο βόσκει σὲ ξένους τόπους.
Μεγάλωσαν ξεχωριστὰ δὲν εἶχαν γνωριμία,
καὶ ἡ Θεοπίστη γλίτωσε ἀπὸ τὴν ἀτιμία.
Τὴν ἴδια μέρα ἀρρώστησε πλοίαρχος στὸ καράβι,
τὸν πῆγαν στὴν πατρίδα του καὶ πέθανε τὸ βράδυ.
Ἄγνοια εἶχε ὁ ἅγιος γιὰ οἰκογένειά του,
πῶς ζοῦσαν καὶ ἐγλίτωσαν γυναίκα καὶ παιδιά του.
Τότε ἦταν Τραϊανὸς στὴν αὐτοκρατορία,
στὸν Δούναβη εἰσέβαλαν βάρβαροι σὰν θηρία.
Τώρα Πλακίδα ζήτησε ποὺ ἦταν πολεμάρχος,
καὶ τοὺς βαρβάρους πειρατὲς θὰ ἔδιωχνε μονάχος.
Στέλνονται ἀπὸ τὸν βασιλιὰ δύο ἀπεσταλμένοι,
καὶ συναντοῦν τὸν ἅγιο στὴν Βυρητὸ νὰ μένῃ.
Στολὴ ἀξιωματικοῦ τοῦ φόρεσαν ἐτότες,
εἶδαν πολλὴ ταπείνωσι τοῦ ἁγίου οἱ στρατιῶτες.
Σὰν τοὺς ἐδιηγήθηκε τὶς περιπέτειές του,
ποὺ ἔχασε τὴν γυναίκα του μὰ καὶ τὰ δύο παιδιά του.
Γιὰ ἀνεύρεσι ὁ Τραϊανὸς εἶχε πανηγυρίσει,
ποὺ τὸν Πλακίδα εὕρηκαν, βαρβάρους νὰ νικήσῃ.
Οἱ στρατιῶτες φύγανε καὶ πήγανε στὴ Ρώμη,
πῆγε ἐκεῖ μὲ ἀξίωμα καὶ νικητὴς ἀκόμη.
Νέους ἐστρατολόγησαν τ᾿ ἁγίου στράτευμά του,
καὶ πῆγαν τότε στὸ στρατὸ τὰ δύο παιδιὰ κοντά του.
Διάλεξε τότε ὁ ἅγιος θείᾳ οἰκονομίᾳ,
νὰ ὑπηρετοῦν στὴν τράπεζα καὶ ἁπλὴ ὑπηρεσία.
Ὁ ἅγιος στὶς μάχες του εἶχε ἐπιτυχία,
καὶ τὴν σκηνή του ἔστησε μὲ θεία συγκυρία.
Στὸν κῆπο ποὺ καθότανε ἐκεῖ ἡ Θεοπίστη,
τοῦ πλοίαρχου ποὺ πέθανε ἦταν ἐκεῖ τὸ σπίτι.
Τὰ δύο παιδιὰ ὁ ἅγιος ποὖχε τραπεζοκόμοι,
ἦταν τ᾿ ἁγίου τὰ παιδιά, δὲν τὄξεραν ἀκόμη.
Ἐπῆγαν καὶ οἱ δύο μαζὶ φαγιὰ στὴν Θεοπίστη,
γιὰ νὰ τὰ μαγειρεύσουνε, νὰ πᾶν᾿ νὰ φᾶν᾿ στὸ σπίτι.
Ἔλεγαν γιὰ τὸν τόπο τους, δική τους ἱστορία,
τότε τ᾿ ἀδέρφια γνώρισαν ἀπὸ τὴν ὁμιλία.
Ἀπὸ τὴν χαρά τους κλαίγανε, μὰ καὶ ἡ Θεοπίστη,
τὰ γνώρισε ἡ μητέρα τους ποὺ μίλαγαν στὸ σπίτι.
Ἡ Θεοπίστη στρατηγὸ πάει νὰ συναντήσῃ,
τὰ δύο της ὑπηρετοῦν, μαζί του νὰ μιλήσῃ.
Σὰν κοίταξε τὸν στρατηγό, καρδιά της τῆς φωνάζει,
αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνδρας σου, κοίταξε πῶς τοῦ μοιάζει.
Μὲ θάρρος τώρα τοῦ μιλεῖ, πὼς ἦν ἀπὸ τὴν Ῥώμη,
τὴν ἔφεραν αἰχμάλωτη τώρα καὶ ζεῖ ἀκόμη. Κατόπιν γνωριστήκανε μαζὶ μὲ τὰ παιδιά
τους,
καὶ τότε ἐδοξάσανε Θεὸν μὲ τὴν καρδιά τους.
Ἤτανε αὐτοκράτορας Ἀδριανὸς στὴ Ρώμη,
πολέμιος τῶν χριστιανῶν ἦταν αὐτὸς ἀκόμη.
Γιὰ τὸν Πλακίδα ἔτρεξε νὰ τόνε συναντήσῃ,
ποὺ τοὺς βαρβάρους νίκησε νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ.
Συμβούλεψε τὸν ἅγιο, Θεοὺς νὰ θυσιάσῃ,
ὁ ἅγιος του ἀπαντᾷ νὰ τὸν καθησυχάσῃ.
Εἰς τὸν ἀληθινὸ Θεό, τοῦ λέγει, ἐγὼ πιστεύω,
τὰ εἴδωλα τὰ ψεύτικα ἐγὼ δὲν τὰ λατρεύω.
Ὅλοι στὴν οἰκογένεια εἶχαν τὴν ἴδια γνώμη,
καὶ ὅλοι προσευχήθηκαν εἰς τὸν Θεὸν ἀκόμη.
Σὲ πεινασμένο λέοντα ἐπῆγαν νὰ τοὺς φάῃ,
ἔγινε ἤρεμο ἀρνὶ κοντά τους ποὖχε πάει.
Χάλκινο βόδι ἔκαψαν, μέσα τους εἶχαν βάλει,
προσεύχονται οἱ ἅγιοι εἰς τὸν Θεὸν καὶ πάλι.
Νὰ ὑποφέρουν βάσανα καὶ νὰ τοὺς δυναμώσῃ,
τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τὰ εἶχαν παραδώσει.
Μετὰ τρεῖς μέρες οἱ τύραννοι εἶχαν μεγάλη σκέψη,
μὰ στὴν αἰώνια ζωὴ ψυχὲς εἶχαν ταξιδέψει.
Οἱ χριστιανοὶ ἐπήρανε τὰ ἅγια λείψανά τους,
τὰ ἐνταφιάσανε μαζὶ νὰ ῾ναι βοήθειά τους.
Ὦ ἅγιε Εὐστάθιε καὶ ἡ οἰκογένειά σου,
νἄχωμε οἱ ἁμαρτωλοὶ πάντα βοήθειά σου.
|