Τὸ χίλια πεντακόσια ἑβδομῆντα ἕνα π.Χ. στὴν Αἴγυπτο ἐγεννήθη,
καὶ στὸ παλάτι Φαραὼ ἐκεῖ ἐγαλουχήθη.
Γυναίκα Ἰσραηλινὴ ἤτανε ἡ μητέρα,
ποὺ ἐγέννησε τὸν Μωϋσῆ στὴν Αἴγυπτο μιὰ ἡμέρα.
Ἰσραηλίτες πλήθυναν μὲ τὴν παιδοποιία,
ἔβγαλαν νόμο Φαραὼ στὶς μαῖες ὁδηγία.
Ἑβραίων ὅσα ἦν παιδιὰ γεννῶνται καὶ ἀγόρια,
στὸν Νεῖλο νὰ τὰ πνίγουνε, μὲ δίχως στενοχώρια.
Γεννήθηκε ὁ Μωϋσῆς, τὸν πῆρε ἡ ἀδελφή του,
καὶ εἰς τὸν Νεῖλο ποταμὸ κατέβηκε μαζί του.
Μέσα σ᾿ ἕνα κιβώτιο κλείνει τὸ ἀγοράκι,
στὴν ὄχθη ἐκεῖ ἡ Μαριὰμ ἐκρύφθηκε λιγάκι.
Ἡ θυγατέρα Φαραὼ στὸν Νεῖλο κατεβαίνει,
μαζὶ μὲ ὑπηρέτριες τὸ σῶμα της νὰ πλένῃ.
Σὰν εἶδε τὸ κιβώτιο σταμάτησε λιγάκι,
τὸ ἄνοιξε, εἶχε μέσα του ἕνα μικρὸ ἀγοράκι.
Ἔκλαιγε, τὸν λυπήθηκε, ἡ Μαριὰμ προβαίνει,
πίσω ἀπὸ τὴν καλαμιὰ ποὺ ἦταν κρυμμένη.
Βασιλοπούλα ἀρρώστησε ἂν θέλει νὰ τῆς φέρῃ,
τὴ μάνα ποὺ τὸ γέννησε ἂν τὴν ἐνδιαφέρῃ.
Βασιλοπούλα δέχτηκε τότε μὲ προθυμία,
τὸ θήλαζε ἡ μάνα του, μικρὸ στὴν ἡλικία.
Μεγάλωσε ὁ Μωϋσῆς, τὸν κράτησε κοντά του,
τὸν κράτησε ὁ Φαραὼ εἰς τὰ ἀνάκτορά του.
Σαράντα χρόνια ἐσπούδαζε ἐκεῖ φιλοσοφία,
λυπᾶται τοὺς ὁμοεθνεῖς γιὰ τὴν παρανομία.
Εἶδε ἕναν Αἰγύπτιο νὰ δέρνῃ ἕναν Ἑβραῖο,
τοῦ φάνηκε παράνομο καὶ σκότωσε τὸ νέο.
Τὸν κυνηγᾶ ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ τὸν θανατώσῃ,
καὶ φεύγει ἀπὸ ἀνάκτορα ζωή του νὰ γλιτώσῃ.
Στὸ δρόμο ποὺ ἐβάδιζε βρῆκε ἕνα πηγάδι,
ἑπτὰ κοπέλες μὲ νερὸ πότιζαν τὸ κοπάδι.
Βοήθησε στὸ πότισμα ἐκείνη τὴν ἡμέρα,
ὡς δῶρο ὁ πατέρας της τοῦ δίνει θυγατέρα.
Τὴν πῆρε γιὰ γυναίκα του, τὴν λέγανε Σεπφώρα,
τὸν πεθερό του Ἰοθώρ, ἔτσι τὸν λέγαν τώρα.
Ξαγνίζεται ὁ Μωϋσῆς, βάτο εἶδε ποὺ καιγόταν,
ἦταν γεμάτος στὴ φωτιὰ καὶ δὲν κατακαιγόταν.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ προέλεγε καὶ εἶχε τὴν αἰτία,
πὼς θὰ γεννοῦσε τὸ Χριστὸ Παρθένος Παναγία.
Πῆγε στὴ βάτο ὁ Μωϋσῆς, κοντὰ σὰν πλησιάζει,
τὸ ὄνομα τοῦ Μωϋσῆ μιὰ φωνὴ φωνάζει.
Ὁ τόπος εἶναι ἱερὸς καὶ πρὶν νὰ πλησιάσῃ,
νὰ βγάλῃ ὑποδήματα καὶ τότε κοπιάσῃ.
Στὸ Μωϋσῆ μιλεῖ Θεός, ἐντολὴ τοῦ εἶχε δώσει,
Ἰσραηλίτες στὴν Αἴγυπτο νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ.
Ὁ Μωϋσῆς φοβήθηκε, σκέπασε πρόσωπό του,
τοῦ ἔδωσε γιὰ συντροφιὰ Ἀαρὼν τὸν ἀδελφό του.
Ὁ Μωϋσῆς πάει στὴν Αἴγυπτο μὲ Ἀαρὼν παρέα,
εἰδοποιεῖ ὁμοεθνεῖς γιὰ τοῦ Θεοῦ ἰδέα.
Ὁ Μωϋσῆς μὲ Ἀαρὼν στὸν Φαραὼ πηγαίνει,
νὰ πάρῃ τοὺς ὁμοεθνεῖς, μὰ δὲν τὰ καταφέρνει.
Διώχνει Θεοῦ τὴν ἐντολή, ἔλαβε τιμωρία,
δέκα πληγὲς τοὺς ἔστειλε, δὲ δίνει σημασία.
Τέλος φοβᾶται ὁ Φαραὼ καὶ δίνει ἄδειά του,
Ἰσραηλίτες νὰ διαβοῦν στὴ χώρα τὴ δικιά τους.
Ἐκτὸς τὰ γυναικόπαιδα ἑξακόσιες χιλιάδες,
οἱ ἄνδρες εἰς τὴν Αἴγυπτο κατοίκησαν σ᾿ ὁμάδες.
Τοὺς ὁδηγοῦσε ὁ Θεὸς στὸν δρόμο ὅλη ἡμέρα,
τοὺς σκέπαζε ἕνα σύννεφο καὶ πέρνανε ἀέρα.
Σὰν στύλος ἦταν φωτιᾶς, σὰν ἔρχονταν τὸ βράδυ,
ἔβλεπαν καὶ περπάταγαν μέσα εἰς τὸ σκοτάδι.
Ὁ Φαραὼ μετάνιωσε ποὺ φύγαν μακριά του,
μὲ τὸ στρατὸ τοὺς κυνηγᾶ, νὰ ξαναρθοῦν κοντά του.
Στὴν Ἐρυθρὰ τὴν θάλασσα φτάνουν οἱ Ἰσραηλίτες,
Αἰγύπτιοι τοὺς κυνηγοῦν, κλέπτες καὶ λωποδύτες.
Ὁ Μωϋσῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ θεία ζητᾶ βοήθεια,
καὶ τότε θαῦμα φοβερὸ ἐφάνηκε στ᾿ ἀλήθεια.
Μὲ τὸ ραβδί του σταύρωσε τὴν θάλασσα στὸ βάθος,
τοῖχος γινῆκαν τὰ νερά, εἶναι ξερὸς ὁ πάτος.
Οἱ Ἰσραηλίτες πέρασαν, θάλασσα εἶχαν γίνει,
πάλι σταυρώνει θάλασσα καὶ τὸ νερὸ τοὺς πνίγει.
Τρεῖς μέρες μέσ᾿ στὴν ἔρημο κάνουν πεζοπορία,
ἐπέζησαν καὶ ὁ Μωϋσῆς κάνει θαυματουργία.
Τότε μὲ ἐντολὴ Θεοῦ πικρὸ νερὸ γλυκαίνει,
ποὺ ἕνα ξύλο βούτηξε, τὸν κόσμο ξεδιψαίνει.
Καὶ ὁ λαὸς στὸν Μωϋσῆ παράπονα τοῦ κάνουν,
ὅτι ἤθελαν στὴν Αἴγυπτο νὰ μείνουν, νὰ πεθάνουν.
Καὶ ὁ Θεὸς στὴν ἔρημο τοὺς ἔτρεφε μὲ μάννα,
σὰν μέλι ἤτανε γλυκό, λευκὸ σὰν κουραμάνα.
Σώθηκε πάλι τὸ νερό, καὶ ὁ λαὸς γογγύζει,
μὲ τὸ ραβδὶ ὁ Μωϋσῆς στὸ βράχο θὰ χτυπήσῃ.
Βγῆκε ἄφθονο νερό, ὁ κόσμος ξεδιψάει,
καὶ τότε στόμα καὶ καρδιὰ Θεὸν δοξολογάει.
Στρατεύματα Ἀμαληκιτῶν βγαίνουν τοὺς πολεμοῦν,
καὶ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ κι ἐκείνους τοὺς νικοῦν.
Ἀπέναντι Ὄρος Σινᾶ πῆγαν Ἰσραηλῖτες,
στρατοπέδευαν ἐκεῖ σὰν οὐρανοπολῖτες.
Τοὺς ἄφησε ὁ Μωϋσῆς, στὸ Ὄρος ἀνεβαίνει,
ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ δέκα ἐντολές του παίρνει.
Κατέβηκε ἀπὸ Σινᾶ, λαόν του ἀνταμώνει,
χρυσὸ μοσχάρι γιὰ Θεὸ εἴχανε φτιάξει μόνοι.
Ἐθύμωσε ὁ Μωϋσῆς, ρίχνει τὶς πλάκες κάτω,
καὶ τὸ μοσχάρι ἔκαψε, ἦταν στάχτη στὸν πάτο.
Ὁ κόσμος μετενόησε γιὰ ἀσέβειά του τόση,
ποὺ ὁ προφήτης Μωϋσῆς τοὺς εἴχενε μαλώσει.
Συγχώρεσε ὁ Θεὸς λαὸ γιὰ τὴ μετάνοιά του,
ξανανεβαίνει Μωϋσῆς, παίρνει τὶς ἐντολές του.
Ὁ Μωϋσῆς τρεῖς ἑορτὲς ἔδωσε γιὰ ἀργία,
τὸ Πάσχα, τὴ Πεντηκοστὴ καὶ τὴ Σκηνοπηγία.
Σαράντα ἡμέρες περπατοῦν γῆ Χαναὰν διαβαίνουν,
σταφύλι ἀπὸ κληματαριὰ ἔφαγαν καὶ χορταίνουν.
Ὅμως ὁ κόσμος Ἰσραὴλ εἶχε ἀχαριστία,
Μωϋσῆς καὶ Ἀαρὼν μὲ ὀλιγοπιστία.
Ἰσραηλίτες ἔφτασαν στὰ σύνορα Παλαιστίνης,
μὲ Μωϋσῆ καὶ Ἀαρὼν τὰ ἔβαζαν ἐκεῖνοι.
Πάνω στὸ Ὃρ ποὔναι βουνὸ ὁ Ἀαρὼν πεθαίνει,
τριάντα ἡμέρες ὁ λαὸς στὴ θλίψι μέσα μένει.
Οἱ Ἀμοραῖοι πολεμοῦν καὶ οἱ Μαδιανῖτες,
μὰ ὅλους τοὺς ἐνίκησαν αὐτοὺς οἱ Ἰσραηλῖτες.
Στὴν γῆ Μωὰβ σὰν ἔφτασαν θέλει νὰ τοὺς μιλήσῃ,
ὁ Μωϋσῆς ὁμόεθνος γιὰ νὰ τοὺς ὠφελήσῃ.
Ἀνάφερε εἰς τὸν Θεὸν πολλὲς εὐεργεσίες,
ποὺ πάντα τους προστάτευε ἀπὸ τὶς κακουχίες.
Τὸν Ἰησοῦ υἱὸν Ναυῆ ἄφησε στὸ πλευρό του,
μὲ ἐντολὴ ἀπ᾿ τὸν Θεὸ αὐτὸν διάδοχό του.
Ὅλους ἀποχαιρέτησε, στὸ Ὄρος ἀνεβαίνει,
βλέπει τὴ γῆ τὴ Χαναὰν καὶ τότε ἀποθαίνει.
Ἔζησε ἑκατὸν εἴκοσι ὁ Μωϋσῆς στὰ ἔτη,
τὸ σῶμα καὶ τὰ μάτια του, σ᾿ ὅλα ὑγεία ἔχει.
Στὴν Διαθήκη παλαιὰ τὴν ἔγραψε ὡραία,
Πεντάτευχο καὶ δύο ὠδὲς τὰ χέρια τοῦ Μωϋσέα.
Τὴν πρώτη ᾠδὴ εἰς Ἐρυθρᾶς τὴν ἔγραψε παραλία,
εὐχαριστία στὸν Θεὸ διὰ τὴν σωτηρία.
Τὴν δεύτερη στὴν γῆ Μωὰβ ἐκεῖ τὴν εἶχε γράψει,
ποὺ ἡ ἁγνή του ἡ ψυχὴ ἐκεῖ εἶχε πετάξει.
Ἕως τὴν Κωνσταντινούπολι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
ἁγία ράβδο Μωϋσῆ παρέλαβε ἐκεῖνος.
Πεζὸς ἀπὸ ἀνάκτορα κάνει πεζοπορία,
παρέλαβε ὁ βασιλιὰς τὴν ράβδο τὴν ἁγία.
Κτίζει ναὸ στὴν Παναγιὰ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
ράβδον ἐτοποθέτησε ἐκεῖ μὲ σεβασμὸ ἐκεῖνος.
Τὴν εἶχε πάντα συντροφιὰ ἦταν βοήθειά του,
ἀργότερα στὰ ἀνάκτορα τὴν ἔφερε κοντά του.
Μεγάλα καὶ θαυμάσια προφήτου Μωϋσέως,
ἡ πίστις καὶ τὰ ἔργα του, θεάρεστος, ὡραῖος.
Ὅποιος διαβάσῃ γιὰ Μωϋσῆ θὰ τὸν ἐγκωμιάσῃ,
ἀφοῦ Θεόπτης ἔγινε, στὰ ὕψη ἔχει φτάσει.
Καὶ ὁ Δεσπότης μας Χριστὸς στὴν Μεταμόρφωσί του,
προφήτη Ἠλία μαθητὲς ἐμίλησε μαζί του.
Ἀφιερωμένη στὸν Θεὸ ἦταν ἡ ζωή του,
καὶ τώρα στὸν παράδεισο εὐφραίνεται ἡ ψυχή του.
Δίκαιε Προφῆτα Μωϋσῆ καὶ σὺ Προφῆτα Ἠλία,
προσευχηθῆτε στὸν Θεὸ νὰ βροῦμε σωτηρία.
|