Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Παφλαγονία,
διακόσα ἑξῆντα μετὰ Χριστὸν εἰς τὴν Μικρὰ Ἀσία.
Θεοδοτὸς ὁ πατέρας τοῦ Ρουφίνα ἡ μητέρα,
ἔβοσκαν γίδια στὰ βουνὰ καὶ ἔπαιζαν φλογέρα.
Γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς εἶχαν μεγάλο πόθο,
γιὰ νὰ κηρύξουν τὸν Χριστοῦ στὸν ἰδικὸ τοὺς τόπο.
Ἐδίδασκαν τοὺς χριστιανοὺς ἀληθινὴ θρησκεία,
στὸν κόσμο ἐβασίλευε ἡ εἰδωλολατρία.
Διοικητὴς τῆς πόλεως τοὺς κάλεσε νὰ ᾿ρθούνε,
καὶ γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀπολογηθοῦνε.
Πολύ τους ἐξανάγκασε εἴδωλα νὰ τιμήσουν,
τὰ ψεύτικα τὰ ἄδολα νὰ πᾶν᾿ νὰ προσκυνήσουν.
Στὴν πίστι μένουν στερεοὶ στὴν φυλακὴ τοὺς βάνουν,
ἐκεῖ τους ἐτιμώρησαν οἱ δύό τους νὰ πεθάνουν.
Θεοδοτὸς παρακαλεῖ εἶχε ἀδυναμία,
καὶ τὸν Θεὸ παρακαλεῖ νὰ κάνῃ εὐθυμία.
Ἀκούει τότε ὁ Θεὸς μαζί του τόνε παίρνει
καὶ ὅταν αὐτὸς ἀπέθανε γυναίκα μόνη μένει.
Ρουφίνα ἦταν ἔγκυος τότε κυοφορεῖ
γέννησε μέσα στὴν φυλακὴ μικρὸ ἀγόρι.
Χήρα ποὺ ἦν στὴ φυλακὴ δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνῃ,
παρακαλάει τὸν Θεὸ καὶ ἐκείνη νὰ πεθάνῃ.
Ὁ πολυεύσπλαχνος Θεὸς ἀκούει προσευχή της,
τὴν λυπήθηκε πολὺ τὴν ἐπῆρε μαζί της.
Τὸ βρέφος μὲς στὴν φυλακὴ εἶχε γιὰ συντροφιά του,
λείψανα τῶν γονέων του ποὺ βρίσκονται κοντά του.
Ὅμως φροντίζει ὁ Θεὸς γιὰ ὅλα τὰ πλάσματά του,
καὶ τὸ μικρὸ αὐτὸ παιδὶ βάζει στὴν ἀγκαλιά του.
Μιὰ γυναίκα χριστιανὴ στὸν ἡγεμόνα πάει,
τὰ λείψανα στὴν φυλακὴ νὰ θάψῃ τὰ ζητάει.
Ὁ ἡγεμόνας τὰ ἔδωσε μὲ δίχως δυσκολία,
γυναίκα ποὺ τὰ ζήτησε λεγόταν Ἀμμία.
Τὰ ἔθαψε στὸν κῆπο της μὲ ἱεροτελεστία,
τὸ βρέφος υἱοθέτησε ἡ ἴδια ἰ Ἀμμία.
Γυναίκα ἦν ἀνύπαντρη τὸ εἶχε στὸ πλευρό της,
καὶ τὸ ἀγάπησε πολὺ σὰν νὰ ἦταν δικό της.
Τὸ βρέφος τὴν μητέρα τοῦ μαμὰ τὴν προσφωνοῦσε,
σημαίνει στὴν λατινικὴ μάνα τὴν ἐκκαλοῦσε.
Παντοῦ σὰν ἄκουσαν πολλοὶ τότε αὐτὸ τὸ πράγμα,
τὸ ὄνομα στὸν Ἅγιο τὸν ὀνομάσαν Μάμα.
Ἀμμία σὰν μεγάλωσε τὸν στέλνει στὸ σχολειό,
διάβαζε μὲ διάθεσι τὸ κάθε του βιβλίο. Ὅμως ὁ Ἀβρηλιανὸς βασίλευε στὴ Ρώμη,
εἰδωλολάτρεις ἤθελε καὶ τὰ παιδιὰ ἀκόμη.
Τὰ ἄλλα παιδιὰ τὰ γύρισε ὁ Μάμας εἶχε πίστι,
Ἀμμία ἡ μητέρα τοῦ τὸν εἶχε κατηχήσει.
Συμμαθητὲς τοῦ συμβούλευε εἰς τὴν ὀρθοδοξία,
τὴν πίστι τὴν ἀληθινὴ ποὺ ἔχει τὴν ἀξία.
Δέκα καὶ πέντε ἦν χρονῶν καὶ πέθανε ἡ Ἀμμία,
καὶ τότε ἔλαβε αὐτὸς πολὺ κληρονομία.
Τὸν κάλεσε ὁ διοικητὴς μπροστά του διατάζει,
τοῦ λέγει στὰ εἴδωλα γιατὶ δὲν θυσιάζει.
Ὁ Ἅγιος Μάμας τοῦ ἀπαντᾷ ἐγὼ δὲν θυσιάζω,
εἶμαι τοῦ εἶπε χριστιανὸς τὴν πίστι δὲν ἀλλάζω.
Τὸν στέλνει σὲ αὐτοκράτορα γιὰ νὰ τόνε δικάσῃ,
τοῦ μίλησε μὲ τὸ καλὸ γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσῃ.
Θὰ ἀνατραφῇ στὰ ἀνάκτορα θὰ ἔχει μεγαλεῖα,
ἂν θυσιάσῃ στοὺς θεοὺς στὴν εἰδωλολατρία.
Τοῦ εἶπε μὲ τὰ χείλη του νὰ πεῖ πὼς θυσιάζει,
καὶ τότε εἰς τὰ βάσανα καθόλου δὲν τὸν βάζει.
Τὸν βασιλέα μου Χριστὸ ποτὲ δὲν τὸν ἀρνιέμαι,
ὁ Μάμας ἀποκρίθηκε ὅσο καὶ ἂν τυραννιέμαι.
Διέταξε ὁ τύραννος Ἅγιο νὰ χτυπήσουν,
μὲ τὰ ραβδιὰ σῶμα παιδιοῦ νὰ τὸ ξεσκίσουν.
Καὶ πιὸ σκληρὴ διαταγὴ βγάζει νὰ τὸν γυμνώσουν,
λαμπάδες τὸν ἔκαιγανε τὸ σῶμα του νὰ λιώσουν.
Μὰ τότε θαῦμα ἔγινε τὸν ἀθλητὴ σεβόταν,
ἡ φλόγα καὶ τὸ σῶμα τοῦ καθόλου δὲν καιγόταν.
Ἐθύμωσε ὁ βασιλεὺς καὶ θέλει νὰ τὸν ρίξουν,
μὲ μιὰ πέτρα στὸν λαιμὸ νὰ πᾶνε νὰ τὸν πνίξουν.
Ὅμως τὸν λύνει ἄγγελος καὶ στὸ βουνὸ τὸν στέλνει,
ἐπάνω στὴν Καισάρεια τοῦ εἶπε νὰ παραμένει.
Ἄγρια ζῶα πήγαιναν μικρὰ μὰ καὶ μεγάλα,
τ᾿ ἄρμεγε καὶ τρεφότανε ψωμὶ τυρὶ καὶ γάλα.
Τροφοδοτοῦσε τοὺς φτωχοὺς σὰν εἶχε εὐκαιρία,
ποὺ πήγαιναν εἰς τὸ βουνὸ ἀπὸ τὴν Καισαρεία.
Τὸν εἶχαν ὅλοι οἱ βοσκοὶ τὸν ἅγιο προστάτη,
φυλάει κάθε ποίμνιο ζημία ποτὲ μὴν πάθει.
Ὁ ἡγεμόνας τὸν ζητὰ καὶ στέλνει στρατιῶτες,
μὲ ἄλογα τὸν βρήκανε εἰς τὸ βουνὸ τότες.
Καὶ ἐρωτοῦν τὸν ἅγιο Μάμαντα ἂν γνωρίζει,
ὁ ἅγιος τους δέχτηκε σὰν ξένους τους ταΐζει.
Καθίστε ποὺ εἶστε νηστικοὶ νὰ φᾶτε ποὺ πεινᾶτε,
καὶ θὰ σᾶς δείξω ἔπειτα ἐκεῖνον ποὺ ζητᾶτε.
Ἔφαγαν καὶ χόρτασαν καὶ εὐθύς τους διήγατε,
ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ στὴν ἔρημο ὁ Μάμας ποὺ ζητᾶτε.
Τοὺς ἔστειλε μὲ τὰ ἄλογα στὴν πόλι προχωροῦνε,
τοὺς εἶπε τοὺς ἀκολουθῇ μαζὶ θὰ ἀνταμωθοῦνε.
Ἀντάμωσαν καὶ ἐπήγανε μαζὶ στὸν ἡγεμόνα,
ἀρνήθηκε τὴν πρότασι καὶ τοῦ ἔβαλε κανόνα.
Τότε τόνε φυλάκισε καὶ ἔβαλε καμίνι,
μαζὶ 40 χριστιανοὺς στὴ φυλακὴ τοὺς κλείνει.
Προσεύχεται ὁ Ἅγιος καὶ ἀνοίγουν οἱ πόρτες,
φύγανε ἀπὸ τὴν φυλακὴ οἱ ἄνθρωποι τότες. Μονάχος μὲς στὴ φυλακὴ ὁ Ἅγιος ἀκόμη,
ὁ ἡγεμόνας τὸν καλεῖ μήπως ἀλλάξῃ γνώμη.
Τοῦ λέγει ἄλλαξες μυαλὸ νὰ ξέρω τὶ θὰ γίνῃ,
ἢ θὰ σὲ κάψω ζωντανὸ μὲς στὸ ζεστὸ καμίνι.
Ἐγὼ τοῦ λέγει βασιλιά σου εἶπα προηγουμένως,
πεθαίνω γιὰ τὴν πίστι μου εἶμαι ἀποφασισμένος.
Καὶ διατάζει ὁ βασιλιὰς τὸν ρίχνουν στὸ καμίνι,
μὰ ἀβλαβῆ ὁ ἅγιος ἀμέσως τὸν ἀφήνει.
Ταράχτηκε ὁ βασιλιὰς μὲ ὄψη τοῦ ἀγρία,
νὰ ρίξουνε τὸν ἅγιό τους εἶπε στὰ θηρία.
Ὅση μανία εἴχανε σὰν πήγανε κοντά του,
μαζεύτηκαν μὲ σεβασμὸ στὰ πόδια τὰ δικά του.
Διέταξε ὁ βασιλιὰς ἕνας νὰ ὁδηγήσῃ,
ἔξω στὴν πόλι ἅγιο νὰ ἀποκεφαλίσῃ.
Σὰν ἔφτασε στὴν ἔρημο τὸν ἅγιο χτυποῦσε,
μὲς στὴν κοιλιὰ μὲ ἀκόντιο πολὺ τὸν πονοῦσε.
Μὲ ἀνοιγμένη τὴν κοιλιὰ σὲ μιὰ σπηλιὰ πηγαίνει,
ἦρθε ἐκεῖ τὸ τέλος του καὶ τότε ἐκεῖ πεθαίνει.
Στὸν τόπο ποὺ μαρτύρησε ἔκτισαν ἐκκλησία,
καὶ κάθε χρόνο γιόρταζαν ἀπὸ τὴν Καισαρεία.
Ἡ ἡμέρα ποὺ μαρτύρησε δύο τοῦ Σεπτεμβρίου,
ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου.
Πρὶν μαρτυρήσῃ ὁ ἅγιος εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
προσεύχεται ὁ Ἅγιος προστάτης γιὰ τὰ κτήνη.
Λέγει ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς ἐλάχιστος ὑπάρχω,
μὲ δύναμη Ἰησοῦ Χριστοῦ ποτὲ τοῦ σκότους ἄρχον.
Νὰ μὴν φανεῖ θανατικὸ καὶ ἀσθένεια στὰ ζῶα,
στὸ ὄνομα Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι ὅλα σώα.
Ἀκόμα κάνει ὁ Ἅγιος θερμὰ τὴν προσευχή του,
καὶ ἄκουσε ὁ Κύριος εὐθὺς τὴν δέησί του.
Παρακαλοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ κάνει ἱκεσία,
σὲ κεῖνον ποὺ σαρκώθηκε στὴν δέσποινα Μαρία.
Ἀκόμα ποὺ παράδωσε γιὰ ἐμᾶς τὸν ἑαυτό του,
διὰ τὰς ἁμαρτίες μᾶς ὑπέφερε σταυρό του.
Τὸν θάνατο πάτησε εὐθὺς τὴν Τρίτη ἡμέρα,
καὶ χάρισε στὸν ἄνθρωπο ζωὴ τὴν ἀνώτερα.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἅγιος τότε στὴν προσευχή του,
καὶ δέχτηκε ὁ Κύριος θερμὴ τὴν δέησί του.
Λέγει ὅποιος ἐπικαλεσθῇ τὸ ὄνομα Κυρίου,
νὰ φυλαχτῇ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ ἀρρώστια τοῦ ποιμνίου.
Καὶ γιὰ τὸν δοῦλο Μάμαντα ὁ ἴδιος παρακαλεῖ,
νὰ εἶναι τὰ ζῶα ὑγιῆ ὡς εἶναι οἱ ἀγγέλοι.
Μεγάλη ἔχει συμπάθεια μικρὰ καὶ στὰ μεγάλα,
ἔζησε μέσα στὰ βουνὰ μὲ ἐλαφιοῦ τὸ γάλα.
Στὴν Κύπρο τοῦ ἔκτισαν τοῦ ἁγίου ἐκκλησίες,
ἑξήντα ἕξη ὅλες μαζὶ καὶ κάναν ἱκεσίες.
Εἶναι πολὺ διδακτικὸς ὁ βίος τοῦ ἁγίου,
ἀπὸ ὥρα τῆς γεννήσεως μέχρι τοῦ μαρτυρίου.
Ἅγιε Μάμα μάρτυρα πολλοὶ παρακαλοῦμε,
προσεύχου πάντα στὸ Θεὸ καὶ ἐμεῖς γιὰ νὰ σωθοῦμε.
|