Ἦταν ἡ Πελοπονησος τόπος τῆς γέννησής του,
Μαρία καὶ Μανουὴλ λεγόνταν οἱ γονεῖς του.
Ἐνάρετοι καὶ εὐσεβεῖς, μετὰ τὴ γέννησί του,
Νικόλαον ὀνόμασαν οἱ δύο τὸ παιδί τους.
Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε, ἐπῆγε στὸ σχολεῖο,
διάβαζε Ἱερὰ Γραφή, θεόπνευστο βιβλίο.
Ἄριστος ἦταν μαθητὴς καὶ βίους τῶν Ἁγίων,
εἶχε μελέτη μίμησι στὸν ἰδικόν τους βίον.
Ἤτανε πάντα ἐγκρατὴς σὲ ὅλη τὴ ζωή του,
λίγο ψωμί, λίγο νερὸ ἤτανε ἡ τροφή του.
Φεύγει κρυφὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι του, πάει σὲ μοναστήρι,
ποὺ ἦταν στὴν Ἐπίδαυρο καὶ ἦταν καλογῆροι.
Ἡγούμενο Ἀντώνιο ἐκεῖ εἶχε συναντήσει,
μὲ δάκρυα παρακαλεῖ ἐκεῖ νὰ τὸν κρατήσῃ.
Καὶ βλέποντας ὁ γέροντας νέου ἐπιθυμία,
κράτησε τὸν Νικόλαο τότε στὴ συνοδεία.
Ἡγούμενο παρακαλεῖ καλόγερος νὰ γίνῃ,
καὶ τότε ὁ Ἀντώνιος τὶς συμβουλὲς τοῦ δίνει.
Πνευματικοὺς ἀγῶνες του, τοὖπε νὰ εἶναι ἐντάξει,
νὰ μὴ κοιμᾶται καὶ ὁ ἐχθρὸς τὸν ἐκατασπαράξῃ.
Ἔπειτα κάνει τὴν κουρά, Νήφωνα τὸν ὀνομάζει,
καὶ ὁ σατανᾶς μὲ λογισμοὺς κακοὺς τὸν ἐπειράζει.
Μὲ δάκρυα στὸ γέροντα τότε ξομολογιόταν,
τὸν συγχωροῦσε Ἀντώνιος καὶ ἔτσι παρηγοριόταν.
Καὶ στὰ μικρὰ ἁμαρτήματα ἀγώνα ἐτηροῦσε,
οὔτε ἐγέλασε ποτέ, οὔτε ἀργολογοῦσε.
Λίγος καιρὸς ἐπέρασε, Ἀντώνιος ἐκοιμήθη,
τὸν ἔκλαιγε ὁ Νήφωνας, εἶχε μεγάλη λύπη.
Ἄκουσε γιὰ ἕνα γέροντα στὴν Νάρδα, Ζαχαρία,
πὼς εἶχε Ἁγιορείτικη μαζί του συνοδία.
Ὁ Νήφων τὸν ἀντάμωσε, συζήτησε μαζί του,
τὸν δέχτηκε, διαταγὲς τοῦ δίνει στὸ κελί του.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος παρακαλεῖ ὁ Νήφων τὸν Ζαχαρία,
γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ ἄδεια νὰ βρῇ τὴν ἡσυχία.
Ἤτανε τότε Ἀρχιερεὺς ἤθελε συντροφιά του,
τὸν Νήφωνα γιὰ βοηθὸ νὰ εὑρίσκεται κοντά του.
Τὸ βράδυ ποὺ κοιμήθηκε ἄγγελος παραγγέλνει,
ὁ Νήφων λέγει ὁ Θεὸς νὰ πάῃ ὅπου θέλει.
Ὁ Ζαχαρίας φρόντισε νὰ τὸν κατευοδώσῃ,
νὰ τὸν ἰδῆ εἰς τὴν ζωὴν Θεὸς νὰ τὸν ἀξιώσῃ.
Ὁ Νήφων παίρνει τὴν εὐχὴ ἀπ᾿ τὸν ἀρχιερέα,
στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔφτασε, περνᾶ πολὺ ὡραία.
Βατοπαιδίου τὴν Μονὴ πῆγε νὰ προσκυνήσῃ,
καὶ ἐναρέτους μοναχοὺς ἐκεῖ νὰ συναντήσῃ.
Κατόπιν πῆγε στὶς Καρυές, εὑρῆκε τοὺς πατέρες,
νὰ ἀκούσουν λόγια θεϊκὰ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.
Πολὺ τὸν παρακάλεσαν σὲ ἐκείνους νὰ μιλήσῃ,
καὶ τὰς ψυχάς του ἤθελαν πολὺ νὰ ὠφελήσῃ.
Ἐκεῖνος μὲ ταπείνωσι δὲν θέλει νὰ διδάξῃ,
ἀλλὰ ἕνας γέρος Δανιὴλ τὸν ἔβαλε σὲ τάξι.
Τοῦ εἶπε λόγια τοῦ Θεοῦ ποτὲ νὰ μὴν τὰ κρύβει,
μὴν τἄχῃ γιὰ τὸν ἑαυτὸν μὰ νὰ τὰ μεταδίδῃ.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Νηφωνας ἔσκυψε τὸ κεφάλι,
καὶ ταπεινὰ τοὺς ὁμιλεῖ τὰ θεῖα λόγια πάλι.
Τόσο εὐχαριστήθηκαν ἀπὸ τὴν ὁμιλία,
ποὺ στὴν σωματικὴ τροφὴ δὲν δίνουν σημασία.
Δίδασκε, διδασκότανε στοὺς ἀσκητὰς τριγύρω,
ὅταν ἐπισκεπτότανε κελιὰ τῶν καλογήρων.
Στὴν Λαύρα τὸν ἐκάλεσαν τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου,
μὲ προθυμία ἐδίδαξε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου.
Ἔμαθε γιὰ τοὺς μοναχοὺς Μονῆς Διονυσίου,
ζοῦσαν ζωὴ ἀγγελικὴ μὲ τάξι Κοινοβίου.
Εἶν᾿ ἡ Μονὴ εἰς τὴν τιμὴν Προδρόμου Ἰωάννη,
ζέρι δεξὶ φυλάσσεται, θαύματα ἔχει κάνει.
Ὁ Ἅγιος Νήφων πῆγε ἐκεῖ, ἄγρυπνος ἔχει μείνει,
τὸν Πρόδρομο παρακαλεῖ εἰς τὴν Μονὴ νὰ μείνῃ.
Ἡγούμενος τὸν δέχτηκε τὸν κάνει σταυροφόρο,
διάκονος καὶ Ἱερεὺς ἦταν σ᾿ αὐτὸ τὸ χῶρο.
Εἶχε ἀγάπη στὴν καρδιά, ὅλους τοὺς ἀγαποῦσε,
σὲ κάθε ἀνάγκη πρόθυμα τοὺς ἐξυπηρετοῦσε.
Ὁ Νήφων ἔξω ἔμεινε ἀπὸ τὸ μοναστήρι,
μιὰ βραδιὰ τὸν εἴδανε κρυφὰ οἱ καλογῆροι.
Τὸν εἴδανε νὰ προσεύχεται μὲ χέρια ὑψωμένα,
τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ὡσὰν κεριὰ ἀναμμένα.
Τὸν εἶδε ἕνας μοναχὸς ποὺ ἤτανε μαζί του,
ὁ Ἅγιος τὸ ἔκρυψε ἀπὸ ταπείνωσί του.
Αὐτὸ δὲν διαδόθηκε, ποὺ ἦταν ἕνα θαῦμα,
θὰ ἔφευγε ὁ Νηφωνας τὴν νύχτα ἐν τῷ ἅμα.
Τὸν ζήτησαν ἀρχιερεῖς ἀπ᾿ τὴν Θεσσαλονίκη,
ποὺ χήρεψε ἡ Μητρόπολις σὲ ἐκείνους νὰ ἀνήκῃ.
Ὁ Ἅγιος ἐκάτεχε πολλὴ ταπεινωσύνη,
δὲν ἤθελε ἀρχιερεὺς ἐτότε γιὰ νὰ γίνῃ.
Μὰ ἦταν θέλημα Θεοῦ, τὸ εἶχε καταλάβει,
καὶ ἔτσι ὁ Νήφων θέλησε τὴ θέσι αὐτὴ νὰ λάβῃ.
Ὅταν χειροτονήθηκε, τότε στὴν Φλωρεντία
οἱ παπικοὶ ἐκάνανε ἐκεῖ καινοτομία.
Παρηγορεῖ τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς ἐπαρακάλει,
νὰ ἔχουν πίστι ὀρθόδοξον, ὅλους τοὺς καθωδήγει.
Δύο χρόνια ὅταν πέρασαν στὴν Πόλι τὸν καλοῦνε,
καὶ Πατριάρχη μὲ στανιὸ τόνε χειροτονοῦνε.
Ὁ διάβολος τὸν φθόνισε ἀπὸ ζηλοτυπία,
καὶ παρακίνησε ἐχθρούς, τὸν κάνουν ἐξορία.
Ἐπῆγε στὴν Σωζόπολι καὶ βρῆκε ἡσυχία,
καὶ στοῦ Προδρόμου τὴν Μονὴ κάνει διδασκαλία.
Δύο χρόνια εἶναι ἐξόριστος στὸ μοναστήρι μόνο,
καὶ πάλι τὸν ἐκάλεσαν στοῦ Πατριάρχου θρόνο.
Ὁ Διάβολος τὸν Ἅγιο πάλι τὸν πολεμάει,
ὁ Ἅγιος στὸ δρόμο του Σουλτάνο συναντάει.
Τὸν χαιρετᾶ ὁ Νήφωνας, δὲν τ᾿ ἄρεσε Σουλτάνο,
ἤθελε σὰν νὰ ῾ναι Θεὸς μετάνοια νὰ τοῦ κάνῃ.
Τὸν ἔβρισε τὸν Νηφωνα γιὰ τὴν «παρανομία»,
καὶ στὴν Ἀνδριανούπολι τὸν στέλνει ἐξορία.
Ὁ Ράβουλος τὸν κάλεσε νὰ πάῃ στὴν Βλαχία,
νὰ νουθετήσῃ χριστιανοὺς ἐκεῖ στὴν Ἐκκλησία.
Δικά τους παραπτώματα ἐφρόντισε νὰ κόψῃ,
τὴν μέθη ποὺ πλεόναζε τὴν εἶχε στὰ ὑπόψει.
Ἔφυγε ἕνας ἄρχοντας ἀπὸ τὴν Μπογδανία,
τὸν ἡγεμόνα Ράδουλο εὑρῆκε στὴν Βλαχία.
Ἔφυγε καὶ στὸν τόπο του ἄφησε τὴν γυναίκα,
καὶ νὰ ξεφύγῃ ἐξ ἅπαντος τῶν Τούρκων τήν τουφέκα.
Ὁ Ράδουλος τὸ ἤξερε πὼς ἦταν παντρεμένος,
τώρα γυναίκα γύρευε νὰ παντρευτῇ ὁ ξένος.
Ὁ ἡγεμὼν γιὰ σύζυγο δίνει τὴν ἀδελφή του,
καὶ τότε καταφρόνησε Νήφωνος προσταγή του.
Ὁ Ἅγιος τοὺς ἤλεγξε γιὰ τὴν παρανομία,
κι ἀντὶ νὰ ἀκούσουν ἔγιναν σὰν ἄγρια θηρία.
Ὁ ἡγεμὼν ἐθύμωσε, τὸν Ἅγιο προσβάλλει,
τοῦ εἶπε μὲ τοὺς ἄρχοντας δὲν κάνει νὰ τὰ βάλῃ.
Ὁ Ἅγιος τοὺς ἀφόρισε γιὰ τὴν παρανομία,
δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ μποῦν στὴν ἐκκλησία.
Ὁ Ράδουλος ἐθύμωσε· ἀντὶ νὰ μετανιώσῃ,
διέταξε τὸν Ἅγιο νὰ τὸν ἀπομονώσῃ.
Ἕνα πευματικὸ παιδὶ ποὺ ἤτανε μαζί του,
κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἄρχοντα ἔφερνε τὴν τροφή του.
Ὁ ἡγεμὼν σκεφτότανε κατάρα τοῦ Ἁγίου,
στ᾿ ἀνάκτορα τόνε καλεῖ ἐν σχήματι ἀρνίου.
Τοῦ ῾πε τὸν στεναχώρεσε καὶ νὰ τὸν συγχωρέσῃ,
καὶ γιὰ τὸν γάμο Μπόγδανου μὴν τὸν ἀνακατέψῃ.
Ἐπῆγε εἰς τὴν Σύνοδο συγχώρεσι ἔχει λάβει,
νὰ συγχωρέσῃ ὁ Νηφωνας τοῦ εἶπε νὰ καταλάβῃ.
Ὁ Ἅγιος ἀναστέναξε στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του,
δὲν ἔβλεπε ἀξιώματα, ἐμίλησε μαζί του.
Τοῦ ῾πε· μὲ παρακάλεσες νὰ ἔρθω στὴν Βλαχία,
μαρτύρησε ἂν ἔκαναν καμία παρανομία.
Παρανομία Μπόγδανου δὲν θὰ τὴν συγχωρήσω,
ἀρνήθηκε γυναίκα του καὶ τὰ παιδιὰ ὀπίσω.
Τώρα ἐσεῖς μὲ διώχνετε καὶ πάω ἐξορία,
μὲ θλίψεις μὴν πεθάνετε μέσα στὴν ἁμαρτία.
Ἔφυγε τότε ὁ Ἅγιος, πῆγε Μακεδονία,
σὲ μοναστήρι ἐδιδασκε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Γιὰ Ἅγιον Ὄρος ξεκινᾷ, μονὴ Διονυσίου,
πῆγε νὰ γίνῃ μουλαρᾶς, ταπείνωσις Ἁγίου.
Τὸν ἐδεχτῆκαν μὲ χαρὰ μέσα στὸ μοναστήρι,
Ἡγούμενο ἀσπάζεται καὶ ἄλλοι καλογῆροι.
Ὁ Ἅγιος προσευχότανε ἀπὸ τὴ γῆ μιὰ φλόγα,
στὸν οὐρανὸ ἀνέβαινε εἷς μοναχὸς ὡμολόγα.
Μοναστηριοῦ ἡγούμενος εἶδε στὸ ὄνειρό του,
ὁ Ἰωάννης Πρόδρομος ἐφάνηκε μπροστά του.
Νὰ βγῇ ἡ ἀδελφότητα γιὰ νὰ προϋπαντήσῃ,
τὸν πατριάρχη Νηφωνα εἰς τὴν Μονὴ νὰ ζήσῃ.
Εἰς τὴν Μονὴ ὁ Ἅγιος ἔφερνε τά μουλάρια,
ὅλοι τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ φῶτα καὶ φανάρια.
Ὁ ἡγούμενος τὸν προσκυνᾶ γιὰ τὴν ταπείνωσί του,
καὶ ἔκλαιγε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν συνάντησί του.
Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἅγιος· ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε,
ὅταν θὰ ἔρθῃ ὁ Χριστὸς νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε.
Τὸν κόσμο ἂν κερδίσουμε, ψυχὴ ζημιωθοῦμε,
ποιὸ θὰ εἶναι τὸ συμφέρον μας, τὶ θὰ ὠφεληθοῦμε;
Ἐκεῖνοι ποὺ βαδίζουνε Χριστοῦ τὸ μονοπάτι,
νὰ ἔχουνε στοὺς διπλανοὺς πραότητα καὶ ἀγάπη.
Δὲν πρέπει νὰ ὀργίζονται ὅσα κακὰ καὶ ἂν πάθουν,
ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ πρέπει νὰ τὸ μάθουν.
Στὸ μοναστήρι ἔζησε μὲ τὴν σκληραγωγία,
σ᾿ ὅλες ἀνάγκες τῆς μονῆς κάνει ὑπηρεσία.
Ὅταν τὸν ἔβριζε κανεὶς ἢ τόνε κατακρίνει,
παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ συγχώρεσι νὰ δίνῃ.
Φθάνει βαθιὰ γεραματα στὰ ἐνενῆντα χρόνια,
λέγει στὴν ἀδελφότητα πὼς φεύγει γιὰ αἰώνια.
Ἕνδεκα Αὐγούστου ἔδωσε τὴν ἅγια ψυχή του,
συγχώρεσε, κοινώνησε καὶ ἦρθε ἡ κοίμησίς του.
Ἐκλαίγανε οἱ μοναχοὶ διὰ τὴν στέρησίν του,
καὶ ἀγρυπνία ἔκαναν νὰ ἔχουν τὴν εὐχή του.
Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα Νήφωνος τοῦ Ἁγίου,
στ᾿ Ἅγιον Ὄρος γίνονται μονὴ Διονυσίου.
Τὸν ἡγεμόνα Ράδουλο εἶχε κατηραμένο,
τὸ σῶμα του σὰν πέθανε ἤτανε μαυρισμένο.
Καὶ τοῦ Ἁγίου λείψανο ἐπῆραν στὴν Βλαχία,
συγχώρεσε τὸν Ράδουλο καὶ βρῆκε σωτηρία.
Σ᾿ ἕνα χρυσὸ κουβούκλιο καὶ σὲ λειψανοθήκη,
ἐβάλανε τὸ λείψανο Νήφωνα τοῦ ἀνήκει.
Πρὶν κοιμηθῇ ὁ Ἅγιος, τοὺς μαθητές του θέλει,
γιὰ ζήτημα πευματικό, αὐτὸ τοὺς παραγγέλει.
Θέλουμε εἶπαν οἱ μοναχοὶ ἄνθρωπο σὰν πεθάνῃ,
τὴ λύσι τῶν ἁμαρτιῶν ἐτότε νὰ λαμβάνει.
Ὁ Ἅγιος ὑπάκουσε κάνει τὴν προσευχή του,
στν Ἰωάσαφ μαθητὴ ποὺ ἤτανε μαζί του.
Γράψε παιδί μου στὸ χαρτὶ διὰ παρηγορία,
στὸ αἴτημα ποὺ ζήτησα νὰ εὑρίσκουν σωτηρία.
Ἅγιε Νήφων, ζήτησε σὲ προσευχὴ Κυρίου,
νὰ ἀξιωθῶμεν ἅπαντες ζωῆς τῆς αἰώνιου.
|