Γεννήθηκε στὴν Αἴγινα ἡ Ὁσία Θεοδώρα,
Χρυσάνθη εἶχε μητέρα της, Ἀντώνιο πατέρα.
Μικρὴ τὴν ἀρραβώνιασε ἐτότε ὁ πατέρας,
ἡ κόρη ἦταν ὀρφανή· ἀπέθανε ἡ μητέρα.
Ἦταν ὁ ἀραβωνιαστικος καμάρι στὸ νησί του,
Θεσσαλονίκη πήγανε, ταξίδεψε μαζί του.
Ἐκάνανε τὸ γάμο τους, γεννᾶ ἡ Θεοδώρα,
ἕνα κορίτσι ἔκανε καὶ ἐχαιρόταν τώρα.
Λίγος καιρὸς ἐπέρασε, γεννᾷ δύο κορίτσια,
μὰ πέθαναν, λυπήθηκαν, ἄδεια ἦταν τὰ σπίτια.
Καὶ Θεοδώρας ὁ πατὴρ στὴν ἔρημο πηγαίνει,
ἔζησε ἐκεῖ θεάρεστα, τότε ἐκεῖ πεθαίνει.
Λυπήθηκε γιὰ τὰ παιδιά, ἄνδρας τῆς Θεοδώρας,
καὶ ἀγαποῦσε τὸν Χριστόν, τὸν συμβουλεύει τώρα.
Ἂν εἶναι μὲ τὴ γνώμη τους νὰ δώσουν τὸ παιδί τους,
ὡς ἀφιέρωμα Θεοῦ νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους.
Συμφώνησαν ὁ ἄνδρας της, μαζὶ καὶ ἡ Θεοδώρα,
ἕξι χρόνων τὸ πήγανε στὸ μοναστήρι τώρα.
Ἡ ἡγουμένη ἤτανε ὄνομα Αἰκατερίνη,
εἰς τὴν Μονὴ Ἁγίου Λουκᾶ, ἡ κόρη ἐκεῖ νὰ μείνῃ.
Σὰν πέρασε λίγος καιρὸς μόνη ἡ Θεοδώρα,
ἀπέθανε ὁ ἄνδρας της καὶ μόνη μένει τώρα.
Τριήμερα κι ἐννιάμερα κάνει μνημόσυνά του,
τὸν κόσμο ἀπαρνήθηκε μὲ ὅλα τὰ καλά του.
Εἴκοσι πέντε εἶν᾿ χρόνων τότε στὴν ἡλικία,
καὶ στοὺς πτωχοὺς ἐμοίρασε ὅλη περιουσία.
Τῆς σάρκας τὰ σκιρτήματα εἶχε καταφρονήσει,
σὲ μοναστήρι ἱερὸ πῆγε νὰ κατοικήσῃ.
Ἡ ἡγουμένη στὴν ἀρχὴ εἶχεν ἀμφιβολία,
μὴν τὴν πειράξῃ ὁ σατανᾶς μικρὴ στὴν ἡλικία.
Σὰν διψασμένη ἔλαφος τρέχει ἡ Θεοδώρα,
νὰ τήνε κείρῃ μοναχὴ ἡ ἡγουμένη τώρα.
Ἡ Ἄννα ἡγουμένισσα σὰν εἶδε τὴν καρδιά της,
ἔρωτα εἶχε στὸν Χριστό, ἐμίλησε μπροστά της.
Σκέψου μὲ ποιὸν συντάσσεσαι, ποτὲ μὴν τὸν ἀφήσῃς,
ἀπὸ τοῦ κόσμου ἡδονὲς Χριστὸν νὰ ἀγαπήσῃς.
Ψαλίδι ἀπὸ εὐαγγέλιο εὐθὺς τῆς δίδει τώρα,
ὁ ἱερεὺς τὴν ἔκειρε μ᾿ ὄνομα Θεοδώρα.
Κακοπαθοῦσε, νήστευε, οὔτε νερὸ δὲν πίνει,
μιὰ ἑβδομάδα ὁλόκληρη, ἀσκήτρια εἶχε γίνει.
Τῆς εἶπε ἡ γερόντισσα διὰ νὰ συγχωρεῖται,
ἀκόμα καὶ τοὺς λογισμοὺς νὰ ἐξομολογεῖται.
Ὁ δαίμονας ἀκάθαρτες σκέψεις εἰς τὴν ψυχή της,
μὰ τὶς σκορπᾶ μὲ προσευχὴ καὶ ἐξομολόγησί της.
Ὡσὰν δενδρὶ κατακαρπὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία,
φύλαγε ἐντολὲς Χριστοῦ μὲ μεγάλη σημασία.
Στὸ μοναστήρι μόναζε καὶ ἡ κόρη Θεοπίστη,
τὴν ἀφιέρωσαν γονεῖς εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι.
Ὁ διάβολος ἐφθόνησε Θεοδώρα τὴν μητέρα,
λυπήθηκε τὴν κόρη της ποὺ βλέπει πᾶσα ἡμέρα.
Ἔτρωγε λίγο φαγητό, ροῦχα παλιὰ φοροῦσε,
στὴν ἡγουμένη ἔλεγε καὶ τὴν στεναχωροῦσε.
Ἡ ἡγουμένη συμβουλὲς δίδει στὴ Θεοδώρα,
πῶς ὁ Δεσπότης μας Χριστὸς ἔτσι μᾶς θέλει τώρα.
Τροφὲς καὶ τὰ ἐνδύματα δὲ θέλει νὰ ζητᾶμε,
τὰ θεῖα του προστάγματα πάντοτε νὰ φυλᾶμε.
Ἂν ἤθελες τὴν κόρη σου νὰ τρώῃ καὶ νὰ πίνῃ,
ἔπρεπε νὰ τὴν πάντρευες στὸν κόσμο γιὰ νὰ μείνῃ.
Μὰ ἔκανε παρακοὴ πάλι ἡ Θεοδώρα,
ἡ ἡγουμένη καὶ στὶς δύο κανόνα βάζει τώρα.
Ἡ κόρη καὶ ἡ μητέρα της νὰ μὴν ξαναμιλήσουν,
νὰ ζοῦν σὰν ξένες μοναχές, τὸ στόμα τους νὰ κλείσουν.
Σὰν τ᾿ ἄκουσαν μετάνιωσαν γιὰ τὴν ἀπροσεξία,
μὲ λύπη καὶ μὲ δάκρυα δέχθηκαν τιμωρία.
Λέξι μικρὴ δὲν ἔβγαναν ἀπ᾿ τὸ δικό τους στόμα,
σ᾿ ἕνα κελὶ ἐζούσανε γιὰ δεκαπέντε χρόνια.
Τρώγαν στὴν ἴδια τράπεζα, κάναν ὑπηρεσία,
δὲν βγῆκε ἀπ᾿ τὸ στόμα τους λέξι ποτὲ καμία.
Σκεφθεῖτε τώρα τὶ καρδία εἶχε ἡ Θεοδώρα,
ποὺ ἤτανε ἀμίλητοι μὲ τὸ παιδί της τώρα.
Οὐδέποτε κατέκριναν τότε τὴν ἡγουμένη,
γιὰ νὰ τοὺς λύσῃ τὸ δεσμὸ ποὺ ἤτανε δεμένοι.
Ὅταν λοιπὸν ἐπέρασαν τὰ δεκαπέντε χρόνια,
παρακαλοῦν οἱ μοναχὲς νὰ λύσουν τὸν κανόνα.
Ἡ Θεοδώρα ἔτυχε ἐτότε νὰ ἀρρωστήσῃ,
καὶ τότε ἡγούμενισσα κανόνα εἶχε λύσει.
Κανόνας μεγαλύτερος μπαίνει στὴ Θεοδώρα,
ὁ βιογράφος ἔγραψε καὶ θὰ τὸ ποῦμε τώρα.
Τὸ μοναστήρι πλάκωσε ἕνα βαρὺ χειμώνα,
τὰ πάντα ἐπαγώσανε νερὰ καὶ ἀπὸ τὰ χιόνια.
Ἡ ἡγουμένη πρόσταξε νὰ τρῶνε στὰ κελιά τους,
νὰ ἔχουνε πιὸ σιγουριὰ τότε στὰ φαγητά τους.
Ἕνα δοχεῖο μὲ νερὸ ἐχύθηκε στὸ στρῶμα,
ποὺ ζώου δέρμα καὶ ψαθὶ εἶχεν ἡ Θεοδώρα.
Ἀμέσως μετατόπισε τὸ στρῶμα ἡ Ὁσία,
νὰ μὴν βραχεῖ τὸ σῶμα της ἀπὸ τὴν ὑγρασία.
Τοὺς εἶχε δώσει ἐντολὴ τότε ἡ ἡγουμένη,
μόνες μὴν κάνουν τίποτα μὲ δίχως νὰ τὸ ξέρῃ.
Πάνσοφη ἡγουμένισσα τῆς προξενεῖ στεφάνι,
στὴν Θεοδώρα μοναχὴ κανόνα τῆς ἐβάνει.
Εἶπε· περιποιήθηκες τὴν σάρκα τὴ δική σου,
στὸν τάρταρο αἰώνιο ἔδωκες τὴν ψυχή σου.
Εἰς τὴν αὐλὴ μοναστηριοῦ τὴν εἶχε κανονίσει,
τὴ νύκτα ἐκεῖ νὰ κοιμηθῇ γιὰ νὰ τὴν συγχωρήσῃ.
Τότε ἔβαλε μετάνοια καὶ στὴν αὐλὴ πηγαίνει,
ἔπιασε δυνατὴ βροχή, ὅμως τὴν ὑπομένει.
Μὲ δίχως ροῦχα στὴ βροχὴ στεκότανε ὀρθία,
οἱ ἄγγελοι ἐθαύμαζαν Θεοδώρα μακαρία.
Ἔφριξαν τότε οἱ δαίμονες ποὺ εἶδαν τὴν Ἁγία,
θαυμάσια ὑπακοὴ καὶ γιὰ τὴν καρτερία.
Χαλάζι ρίχνει δυνατὸ μὰ καὶ βροχὴ ραγδαία,
πάγωσαν ὅλα τὰ νερὰ ἀπ᾿ τὸν πολὺ ἀέρα.
Στὸν ὄρθρο τότε πήγανε ὅλες στὴν ἐκκλησία,
ἡ ἡγουμένη στὶς ἀδελφὲς κάνει διδασκαλία.
Τὴν Θεοδώρα ἄρχισε νὰ τὴν ἐγκωμιάζει,
σὰν τοὺς σαράντα μάρτυρες ἐκείνη τὴν θαυμάζει,
ποὺ ὅλοι ἐμαρτύρησαν σὲ λίμνη παγωμένη,
καὶ αὐτὴ χαλάζι καὶ βροχὴ τὴ νύκτα ὑπομένει.
Στὴν ἡγουμένη ἦρθε κρυφὰ τὴν ὥρα ποὺ μιλοῦσε,
μιὰ μοναχὴ εἰς τὸ ἀφτὶ τὴν Ἄννα κατηχοῦσε.
Τῆς εἶπε· ἦρθε ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ὁλόφωτο στεφάνι,
γιὰ Θεοδώρα μοναχή, βραβεῖο εἶχε κάνει.
Ἡ ἡγουμένη μίλησε μὴν μάθῃ ἡ Ὅσια,
γιὰ μυστικὸ τὸ φύλαξαν, γιὰ τὴν κενοδοξία.
Ἐπρόσταξεν ἡ ἀδελφὴ νὰ μὴν τὸ φανερώσῃ,
καὶ ἡ Ὅσία ζημιωθῇ στὴν ἔπαρσι τὴν τόση.
Τὴν Θεοδώρα φώναξε νὰ ῾ρθῇ στὴν ἐκκλησία,
ἀπὸ τὸ χιόνι ἤτανε ὁλόλευκη ἡ Ἁγία.
Ἐδέχτηκα ἐπιτίμησης, εἶπεν ἡ Θεοδώρα,
οὔτε βροχὴ μὲ πείραξε, χαλάζι, οὔτε μπόρα.
Τῆς ἔλεγαν σ᾿ ἄλλη μονὴ νὰ πάῃ ὡς ἡγουμένη,
μὰ αὐτὴ ἀπὸ ταπείνωσι δὲν ἤθελε νὰ γένῃ.
Πενήντα καὶ ἕξι χρόνων ἦταν ἡ Θεοδώρα,
Ἄννα ἡ ἡγουμένισσα ἐγέρασε πιὰ τώρα.
Τὴν Θεοπίστη ἐψήφισαν, ἔγινε ἡγουμένη,
καὶ Θεοδώρα εἶχε πιὰ κόρη προϊστάμενη.
Ἄννα ἡ προηγούμενη πληγώθη στὸ μηρό της,
τέσσερα χρόνια εἶχε πιά, Θεοδώρα βοηθό της.
Ἡ ἄρρωστη γερόντισσα ἔβριζε, τὴν κτυποῦσε,
Θεοδώρα μὲ ὑπομονὴ τὴν ἐξυπηρετοῦσε.
Ἑκατὸν εἴκοσι ἐτῶν κοιμήθηκε ἡ Ἄννα,
τῆς Θεοδώρας ἤτανε πνευματική της μάνα.
Ἡ Θεοδώρα ἔκανε πολλὴ σκληραγωγία,
δὲν ἤξερε ἡ γλώσσα της, ἄσχημη ὁμιλία.
Ἄνδρας σὰν τῆς ἐμίλαγε, κάτω τὴ γῆ θωροῦσε,
στὰ μάτια δὲν τὸν κοίταζε, οὔτε παρατηροῦσε.
Μὲ δύο μεγάλες ἀρετὲς στόλιζε τὴν ψυχή της,
ἀγάπη καὶ ταπείνωσι εἶχε εἰς τὴν ζωή της.
Ἄκουγε ἀγγελικὴ φωνὴ ποὺ ψάλλουν οἱ ἀγγέλοι,
στὴν Θεοπίστη ἔλεγε· παρακινήσεις θέλει.
Ὡς τὰ βαθιὰ γεραματα, μεγάλη ἡλικία,
ἤθελε νὰ ἐργάζεται, νὰ κάνῃ ὑπηρεσία.
Αὔγουστο μήνα ἀρρώστησε, μεγάλη σὲ ἡλικία,
πέντε ἡμέρες ἄρρωστη, δὲν ἔνιωσε δειλία.
Καὶ μόλις ποὺ μετέλαβε τὴν θεία Κοινωνία,
παρέδωσε εἰς τὸν Χριστὸν ψυχήν της τὴν ἁγία.
Τὸ πρόσωπόν της ἔλαμπε, ἄφησε εὐωδία,
ὅταν τὸ ἐνταφίασαν μέσα στὴν ἐκκλησία.
Εἷς ἱεροδιάκονος ἐπῆγε στὴν κηδεία,
πονοῦσε τὸ στομάχι του, τὸν γιάτρεψε ἡ Ἁγία.
Καὶ ἄλλος νέος ἄρρωστος, τὸν λέγαν Ἰωάννη,
ἀσπάστηκε τὸ λείψανο καὶ εὐθὺς καλὰ τὸν κάνει.
Στὸ μοναστήρι μόνασε πενῆντα πέντε ἔτη,
μ᾿ εὐχάριστη τὴν ὕπαρξι, δὲν εἶχε κασαβέτι.
Καὶ ἕνα θαῦμα ἔγινε σ᾿ Ὁσίας τὸ καντήλι,
καὶ φάνηκε παράδοξο· Θεὸς τὸ εἶχε στείλει.
Ἐνάτη ἡμέρα ἤτανε ἀπὸ τὴν κοίμησί της,
καὶ τὸ καντήλι ἔτρεχε λάδι μὲ προσευχή της.
Σὰν φλέβα λάδι ἔτρεχε, ἔπαιρναν οἱ ἀνθρῶποι,
γίνονταν ἄρρωστοι καλὰ καὶ ἀπὸ ξένοι τόποι.
Στὸ μοναστήρι ἐρχότανε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
ἄνθρωποι ἤτανε πτωχοὶ γιὰ ἐλεημοσύνη.
Πήγαινε στὴν κελάρισσα, τῆς ἔδινε βοήθεια,
τοὺς πεινασμένους χόρταινε, ἦταν μὲ ἄδεια στήθια.
Εἷς ἱερεὺς Σισίνιος προσκύνησε τὸν τάφο,
σβηστὸ ἦταν τὸ καντήλι της καὶ ἄναψε μονάχο.
Ἔδιωξε ἕνα δαιμόνιο ἀπὸ ἕνα παλικάρι,
ποὺ λάδι ἀπ᾿ τὸ καντήλι της στὸν τάφο εἶχε πάρει.
Βγάζει κι ἄλλο δαιμόνιο ἡ Ἁγία Θεοδώρα,
μὲ θαυμαστὸ λαδάκι της σὲ ἄλλο νέο τώρα.
Λάδι ἔβαλε στὸ δάκτυλο, τὸν σταύρωσε στὸ στόμα,
ἀμέσως ἔγινε καλὰ ὁ νεαρὸς ἀκόμα.
Ζωγράφος ἁγιογράφησε Ὁσίας τὴν εἰκόνα,
στὴν ὄψη ἦταν μοναχή, νέα ἦταν ἀκόμα.
Καὶ ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα της αὐτὴ ἅγιο μύρο τρέχει,
τὸ χέρι ηῆς τὸ δεξιὸ προσκυνητὰς τοὺς βρέχει.
Εὐγῆκε φήμη ζωντανὴ στὴν πόλι γιὰ τὸ μύρο,
γιατρεύονταν οἱ ἀσθενεῖς ποὺ ἔρχονταν τριγύρω.
Ἀλείφτηκε μιὰ τυφλὴ μὲ τῆς Ὁσίας λάδι,
καὶ ἀμέσως ἐφωτίστηκε ποὺ ἦταν στὸ σκοτάδι.
Ἀμαληκίτης ἄρρωστος πονοῦσε στὸ μηρό του,
εἰκονομάχος ἤτανε, βρῆκε τὸ δάσκαλό του.
Ἀκούει ἕνα φίλο του, γι᾿ Ἁγία Θεοδώρα,
μὲ μύρο ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα της θαύματα κάνει τώρα.
Ἐπῆγε μὲ τὸ φίλο του, εἰκόνα προσκυνάει,
καὶ βλέπει ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα της μύρο νὰ ξεπηδάει.
Ἐπῆρε μὲ τὸ δάκτυλο μύρο εἰς τὸ μηρό του,
καὶ ἀμέσως ἔγινε καλά, σωστὸ τὸν ἑαυτόν του.
Καὶ ἄλλαξε τὴν πίστι του, πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία,
δόξαζε ἀληθινὸ Θεό, Θεοδώρα τὴν Ἁγία.
Ἁγία Θεοδώρα μου κάνε τὴ δέησί σου,
νὰ μᾶς ἐσώσῃ ὁ Θεός, νἄχωμε τὴν εὐχή σου.
|