Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή

22 Ἰουλίου

Στὰ Μάγδαλα γεννήθηκε Μαγδαληνὴ Μαρία,
γιὰ τοῦτο καὶ ἀπ᾿ τὸν τόπο της πῆρε ὀνομασία.

Τὰ Μάγδαλα εὑρίσκονται εἰς τὴν Τιβεριαδα,
στὴν λίμνη ποὺ ψαρεύουνε ἀπόστολοι βαρκάδα.

Τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἄκουσε ἡ Μαρία,
καὶ εἶναι πιστὴ μαθήτρια στὰ πόδια του ἡ ἁγία.

Εἶχε ἑπτὰ δαιμόνια καὶ τήνε θεραπεύει,
ἔγινε ἐντελῶς καλά, ἐχθρὸς μὴν τὴν παιδεύει.

Εὐχαριστεῖ τὸν Κύριο διὰ τὴν θεραπεία,
καὶ πρόθυμη ἦταν πάντοτε σ᾿ αὐτὸν ὑπηρεσία.

Ἀγάπη θεία, σεβασμὸ πάντα εἶχε μαζί του,
τὸ γράφουν οἱ εὐαγγελιστὲς στὴ θεία Σταύρωσί του.

Μαζὶ μὲ ἄλλες εἶν᾿ ἐκεῖ Μαγδαληνὴ Μαρία,
ποὺ συντροφιά τους εἴχανε μητέρα Παναγία.

Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἀνάστασι πρώτη εἰς τὸ μνημεῖο,
στοὺς μαθητὰς εἰδοποιεῖ τὸ θαυμαστὸ σημεῖο.

Ἦν πρώτη ποὺ εἶδε τὸν Χριστὸ ἐκεῖ ἀναστημένο,
τὸν νόμιζε σὰν κηπουρό, τὸν ρώτησε σὰν ξένο.

Τοῦ εἶπε ποῦ τὸ ἔθαψε τοῦ Ἰησοῦ τὸ σῶμα,
ἀναστημένο τὸν ρωτᾶ, δὲν τὸν γνωρίζει ἀκόμα.

Τῆς ὁμιλεῖ ὁ Ἰησοῦς μὲ τ᾿ ὄνομα· Μαρία,
καὶ τὴν φωνή του γνώρισε ἀμέσως ἡ ἁγία.

Καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσῃ,
τὴν ἐμποδίζει ὁ Κύριος, Θεὸν νὰ συναντήσῃ.

Ἀναστημένο τὸν Χριστὸν πρώτη ἡ Παναγία,
τὸν εἶδε καὶ ἡ δεύτερη Μαγδαληνὴ Μαρία.

Ἡμέρα ὡς Πεντηκοστῆς ἦταν στὸ ὑπερῶον,
μὲ τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ χοροῦ τῶν ἀποστόλων.

Ἀτρόμητη τὸν Καίσαρα πῆγε νὰ συναντήσῃ,
στὴ Ρώμη Ἰησοῦ Χριστὸν νὰ τὸν ὑπερασπίσῃ.

Γιὰ τὸν Πιλᾶτο μίλησε ἄδικη κρίσι κάνει,
τὸν Ἰησοῦ ἐσταύρωσε ἄδικα νὰ πεθάνῃ.

Τοῦ εἶπε γιὰ τὸν Ἰησοῦ πὼς ἔκανε ἀσυλία,
στοὺς δυστυχεῖς καὶ ἄρρωστους ἔδινε θεραπεία.

Ἦταν Θεὸς ἀληθινὸς καὶ θαύματα στὴν κτίσι,
ὁ ἥλιος ἐσκοτείνιασε, νεκροὺς εἶχε ἀναστήσει.

Γιὰ τὸ σκοτάδι ὁ Ἡγεμὼν τὸ εἶχε σημειώσει,
καὶ τὴν ἡμέρα ὁ ἥλιος τὸ φῶς δὲν εἶχε δώσει.

Ὁ Καίσαρας ἐπίστευσε Μαγδαληνὴ Μαρία,
καὶ σὲ Πιλᾶτο, δικαστές, ἔβαλε τιμωρία.

Πιλᾶτος φόρεσε κρυφὰ χιτώνα τοῦ Κυρίου,
γιὰ νὰ γλιτώσῃ τὴν ποινὴ φρικτοῦ δικαστηρίου.

Ὅμως τὸ ὡμολόγησε Μαγδαληνὴ Μαρία,
καὶ τὸ ἔβγαλε ἀπὸ πάνω του καὶ ἔλαβε τιμωρία.

Μὲ τὸν Πιλᾶτο κάλεσε δύο δικαστὲς ἀκόμη,
Ἄννα καὶ Καϊάφα νὰ δικαστοῦν στὴ Ρώμη.

Ὁ Καϊάφας πέθανε μέσα εἰς τὸ καράβι,
στὴν Κρήτη ὅταν πέρναγε στὴ Ρώμη πρὶν προλάβῃ.

Τὸν Ἄννα ἐδιέταξε νὰ γδάρουνε βουβάλι,
φρέσκο νὰ εἶν᾿ τὸ δέρμα του στὸν ἥλιο τὄχαν βάλει.

Τὸ δέρμα σὰν ξεράθηκε ἦταν στὸν ἥλιο μόνο,
ὁ Ἄννας τότε πέθανε ἔσκασε ἀπ᾿ τὸν πόνο.

Τώρα Πιλάτου ἔρχεται ἡ δίκη νὰ ἀρχίσῃ,
τὸν ἑαυτόν του προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσῃ.

Ὁ Καίσαρ θύμωσε πολὺ στὴ φυλακὴ τὸν βάνει,
καὶ μὲ πικρὸ τὸ θάνατο θέλησε νὰ πεθάνῃ.

Τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή, κυνήγι εἶχε πάει,
ἕνα ἐλάφι φάνηκε καὶ τὸ τοξεύει, πάει.

Τότε ὁ Πιλάτος πρόλαβε ἔδειξε τὴ ματιά του,
τὸ βέλος λοξοδρόμησε καὶ μπῆκε στὴ καρδιά του.

Ἔτσι μὲ θάνατο πικρὸ τέλειωσε ἡ ζωή του,
ποὺ ἄδικα τιμώρησε Χριστοῦ στὴ σταύρωσὶ Του.

Πῆγε Ἱεροσόλυμα Μαγδαληνὴ Μαρία,
μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς τὴν βάζουν τιμωρία.

Δίχως πανιά, δίχως κουπιὰ τοὺς βάλανε σὲ πλοῖο,
γιὰ νὰ πνιγοῦν στὸ πέλαγο νὰ τελειώσουν βίο.

Ὅμως ὁ Κύριος Χριστὸς τοὺς δίνει σωτηρία,
στὴ Μασσαλία ἄραξε, στὴν πόλι Γαλατίας.

Βρῆκαν ἐκεῖ ἄλλο ἐχθρὸ τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα,
ἦταν τὸ κρύο τσουχτερὸ δὲν εἴχανε βοήθεια.

Εἰδωλολάτρες ἐφάνηκαν, προσφέρανε θυσία,
εἴδωλα προσκυνήσανε, τοὺς ἔβλεπε ἡ Μαρία.

Μὲ θάρρος χαμογελαστὸ ἄρχισε νὰ κηρύττῃ,
τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἀληθινὸ στὴν πίστι.

Ἄκουγαν μὲ γλυκύτητα τὰ λόγια τῆς Μαρίας,
ἦταν ἐκεῖ καὶ ὁ ἄρχοντας καὶ ἡ σύζυγος κυρία.

Θυσία εἰς τὰ εἴδωλα πῆγαν νὰ θυσιάσουν,
γιὰ νὰ τοὺς στείλουνε παιδὶ νὰ ἔχουν συντροφιά τους.

Τὸ βράδυ στὴν ἀρχόντισσα ἐμίλησε ἡ Μαρία,
τοὺς ξένους νὰ φιλοξενοῦν γιατὶ εἶναι ἁμαρτία.

Γιὰ νὰ τὰ πῇ στὸν ἄνδρα της Μαρία παραγγέλλει,
γυναίκα ἐφοβήθηκε, τὸ στόμα της σωπαίνει.

Τότε στὸν ὕπνο τους ξανὰ Μαρία καὶ τοὺς δύο,
τοὺς ἤλεγξε πολὺ σκληρὰ γιὰ πείνα, δίψα, κρύο.

Καὶ τὸ πρωὶ σὰν ξύπνησαν εἶχαν φιλοξενήσει,
ὅλους τοὺς ξένους τάϊσαν, ροῦχα τοὺς εἶχαν ντύσει.

Ἄρχοντας κι ἡ γυναίκα του, Μαρίαν ἐρωτοῦνε,
τὰ λόγια ποὺ ἀκούσανε μὲ ἔργα νὰ τὰ δοῦνε.

Μπορεῖ νὰ πῇ εἰς τὸν Θεὸν χάριν νὰ τοῦ ζητήσῃ,
γιὰ νὰ πιστεύσουμε ἐμεῖς παιδὶ νὰ μᾶς χαρίσῃ.

Δέησι κάνει στὸ Θεὸ ἐτότε ἡ Μαρία,
καὶ τότε μένει ἔγκυος τ᾿ ἄρχοντα ἡ κυρία.

Στὴν Ρώμη ταξιδέψανε εἶχαν δουλειὰ λιγάκι,
καὶ στὸ ταξίδι ἐγέννησε ἡ γυναίκα ἀγοράκι.

Ἄξαφνα ὅμως πέθαναν γυναίκα καὶ ἀγόρι,
καὶ λυπημένος ἤτανε ὁ ἄρχοντας στὴν πλώρη.

Βουνὸ κοντὰ στὴ θάλασσα μιὰ σπηλιὰ εὑρῆκαν,
καὶ οἱ ναῦτες μέσα στὴ σπηλιὰ τὰ σώματα ἀφῆκαν.

Ὁ πατέρας ἔκλαψε πικρὰ, ἐπῆγε εἰς τὴ Ρώμη,
καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα θέλει νὰ πάῃ ἀκόμη.

Στὴ Ρώμη ὅταν γύρισε σκέφτηκε νὰ γυρίσῃ,
μαζὶ γυναίκα καὶ παιδὶ στὸν τόπο ποὖχε ἀφήσει.

Ἡ σκέψη του ὅμως αὐτὴ δὲν ἤτανε δίκια του,
ἀλλὰ τὴν ἔστειλε ὁ Θεὸς διὰ παρηγοριά του.

Τὸ πλοῖο ὅταν ἄραξε βλέπει στὸ ἀκρογιάλι,
ἕνα παιδὶ ποὺ ἔπαιζε στῆς θάλασσας τὰ κάλλη.

Μὰ σὰν τοὺς εἶδε τρόμαξε στὸ σπήλαιο πηγαίνει,
ποὺ ἦταν ἡ μητέρα του, τώρα κοντά της μένει.

Ἡ συνοδεία κι ὁ ἄρχοντας στὸ σπήλαιο πηγαίνουν,
βρῆκαν γυναίκα ζωντανή, ἀπάντησί της παίρνουν.

Τὴν ἐρωτᾶ ὁ ἄνδρας της, ἀφοῦ εἶχε πεθάνει,
τόσο καιρὸ πῶς πέρασε δίχως νὰ πιῇ, νὰ φάῃ.

Καὶ τότε τοῦ ἀπάντησε τ᾿ ἄρχοντα ἡ κυρία,
Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ φέρνει τροφοδοσία.

Ὁ ἄρχοντας ἐθαύμασε πῆρε χαρὰ μεγάλη,
κι ἔφτασαν στὴ χώρα τους κι οἱ τρεῖς μαζὶ καὶ πάλι.

Καὶ τότε βαπτιστήκανε μὲ ὅλο τὸ λαό του,
δόξαζε Ἰησοῦ Χριστό, ἀληθινὸ Θεό του.

Ἐτότε ἀνταμώσανε Μαγδαληνὴ Μαρία,
καὶ τὴν εὐχαριστήσανε γιὰ ὅλα τὴν ἁγία.

Ἐπῆγε καὶ στὴ Ἔφεσο, βρῆκε τὸν Ἰωάννη,
ἀγαπημένο Μαθητὴ τὸν εἶδε πρὶν πεθάνει.

Κ᾿ αὐτὴ ὅμως ἦν ἄνθρωπος λίγο εἶχε ἀρρωστήσει,
καὶ εἰς τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ψυχὴ εἶχε ἀφήσει.

Σὲ σπήλαιο ἐθάψανε ἅγιο λείψανό της,
ποὺ Παῖδες Ἑπτὰ ἐζήσανε τὸ βίο τὸ δικό της.

Ἀμέτρητα τὰ θαύματα ποὺ γίνονταν ἐκεῖ πέρα,
ἀπολαμβάναν οἱ πιστοὶ τὴ νύκτα καὶ ἡμέρα.

Σίμωνος Πέτρας ἡ Μονὴ εἶναι Ἁγίου Ὄρους,
τὸ χέρι τὸ ἀριστερὸ ἔχει τῆς Μυροφόρου.

Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς μὰ καὶ Ἰσαποστόλου,
καὶ εὐωδία οὐράνια δὲν σταματᾶ καθόλου.

Τὸ ἱερό της λείψανο πήγανε στὴ Ρωσία,
καὶ πρόσφεραν οἱ χριστιανοὶ δῶρα ποὺ εἶχαν ἀξία.

Πυρκαγιὰ ἐπλάκωσε εἰς τὴ Μονὴ Ἰβήρων,
καὶ τῆς ἁγίας λείψανο ἐπάγανε τριγύρω.

Καὶ ἡ φωνὴ σταμάτησε ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα,
Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κάνει μεγάλο θαῦμα.

Περιοχὴ Γαλάτιστα εἰς τὴν Θεσσαλονίκη,
χίλια ἐννιακόσια ἕντεκα ἐφάνηκε σκουλήκι.

Καλέσανε τὸ λείψανο Μαγδαληνῆς Μαρίας,
καὶ τὰ σκουλήκια φύγανε ἐκτὸς περιφερείας.

Κάνε θερμή σου προσευχὴ Μαγδαληνὴ Μαρία,
στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ βροῦμε σωτηρία.