Ὁσία Μακρίνα ἀδελφὴ Μεγάλου Βασιλείου

19 Ἰουλίου

Τριακόσια εἴκοσι ἑπτὰ στὴν πόλι Καισαρεία,
Μακρίνα ἐγεννήθηκε καὶ ἔγινε Ἁγία.

Ἦταν ἡ μεγάλη ἀδελφὴ τ᾿ ἁγίου Βασιλείου,
εἶχε ἀμφότερη ὀμορφιά, ἀκτίνες τοῦ ἡλίου.

Πατέρας της Βασίλειος, μητέρα Ἐμμελεία,
τὴν ἀρραβώνιασαν μικρὴ τότε σὲ ἡλικία.

Ἤτανε δώδεκα χρονῶν, ἦν ἀρραβωνιασμένη,
μὰ πέθανε ὁ νεαρός, τώρα σὰν χήρα μένει.

Ἐπῆγε στὴ μητέρα της καὶ ἔμεινε κοντά της,
διάβαζε ἅγιες γραφὲς καὶ ἦταν ἡ συντροφιά της.

Τῆς ἔλεγαν νὰ παντρευτῇ, μὰ τοὺς ἀποστομώνει,
ὁ γάμος σὰν νὰ ἔγινε, θέλει νὰ μείνῃ μόνη.

Τοὺς εἶπε πὼς κοιμήθηκε ἄνδρας ποὺ θἆχε πάρει,
καὶ ὅταν ἔρθῃ ὁ Χριστὸς θὰ ἀναστηθῇ καὶ πάλι.

Τὸ θεωροῦσε ἄτοπο πίστι νὰ μὴ φυλάξῃ,
εἰς τὸ νυμφίο ποὺ ἔφυγε θέλει νὰ εἶναι ἐντάξει.

Εἶχε ἄλλες πέντε ἀδελφὲς καὶ τέσσερα ἀδέλφια,
αὐτὴ γιὰ ὅλους φρόντιζε, τοὺς ἔκανε τὰ κέφια.

Σὰν ἀποχωριστήκανε θάνατο τοῦ πατέρα,
ζοῦσαν ζωὴ ἀγγελικὴ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα.

Φρόντιζε γιὰ τ᾿ ἀδέλφια της, ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη,
σὰν μάνα τὰ ἐφρόντιζε σ᾿ ἀδελφικὴ ἀγκάλη.

Καὶ σὲ βαθιὰ γεράματα ἐξεδήμησε ἡ μητέρα,
τοὺς εἶπε νὰ τὴ θάψουνε στὸ τάφο τοῦ πατέρα.

Ὁ ἀδελφὸς Βασίλειος πῆρε χειροτονία,
τότε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ στὴν πόλι Καισαρεία.

Τότε ἐχειροτόνησε τὸ χέρι τὸ δικό του,
Ἐπίσκοπο Σεβάστειας Πέτρον τὸν ἀδελφόν του.

Ἔφυγε ὁ Βασίλειος σὰν πέρασαν ὀκτὼ χρόνια,
ἐπῆγε στὰ οὐράνια, ἐκεῖ νὰ ζῇ αἰώνια.

Μακρίνα σὰν τὸ ἔμαθε, πάρα πολὺ ἐλυπήθη,
ὅμως μὲ γενναιότητα αὐτὴ δὲν παρεσύρθη.

Ἔθαψε τὸν πατέρα της μαζὶ καὶ τὴ μητέρα,
καὶ τὸν Βασίλειον ὁμοῦ ποὺ τὴν εἶχε γιὰ μητέρα.

Ὡσὰν γενναῖος ἀθλητὴς εἰς τὴν δοκιμασία,
εἶχε Θεὸν δημιουργὸ σκέπη καὶ προστασία.

Σὰν πέθανε ὁ Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Νυσσης,
ἦρθε τὴν ἐπισκέφτηκε σὰν ἀδελφὸς ἐπίσης.

Εἶχε ὀκτὼ χρόνια νὰ ἰδῇ τὴν ἀδελφὴ Μακρίνα,
ἔμαθε πὼς ἀρρώστησε τότε τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Πῆγε στὸ ἀσκητήριο στὴν ἀδελφότητά της,
ἔβλεπε τὶς καλόγριες ποὺ ἤτανε κοντά της.

Μακρίνα ἦταν μοναχὴ μέσα εἰς τὸ κελί της,
μὲ εἶδε ἀνασηκώθηκε καὶ μίλησα μαζί της.

Κρεβάτι γιὰ ἀχυρόστρωμα σανίδα εἶχε πάρει,
καὶ ἄλλη στὸ προσκέφαλο εἶχε γιὰ μαξιλάρι.

Ἐσήκωσε τὰ χέρια της νὰ ἔρθῃ πρὸς ἐμένα,
μὰ εἶχε μεγάλο πυρετὸ ἦν παραλελυμενα.

Ἀμέσως τὴν ἐσήκωσα, πιάνω τὸ πρόσωπό της,
καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια της νὰ κάνῃ τὸ σταυρό της.

Καὶ τὸν Θεὸ εὐχαριστεῖ ποὺ μ᾿ ἔβλεπε ἐμπρὸς της,
ἦταν ἐπιθυμία της, λέγει στὸν Κύριό της.

Εἶπαν γιὰ τὸ Βασίλειο ποὺ τότε ἐκοιμηθη,
καὶ ζωὴ οὐράνια αὐτὴ ἐδιηγήθη.

Μὲ χάρι Ἁγίου Πνεύματος ἤτανε φωτισμένη,
καὶ ἔτρεχε τὸ στόμα της σὰν βρύσι ἀνοιγμένη.

Τελείωσε ἡ συζήτησις, μοῦ ῾δωκεν ὁδηγία,
λιγάκι νὰ ξεκουραστῶ ἀπ᾿ τὴν ὁδοιπορία.

Ἐφάνηκα πειθαρχικὸς γιὰ νὰ τὴν εὐχαριστήσω,
ἤτανε κῆπος, ἔτρεξα στὰ δένδρα ν᾿ ἀκουμπήσω.

Ἀφοῦ ἐξεκουράστηκα, μὲ φώναξε κοντά της,
καὶ τοῦ σπιτιοῦ μας ἔλεγε τὰ ἔργα τὰ δικά της.

Στὸν ἀδελφὸ τὸν Πέτρο της περιουσία δίνει,
τὴν μοίρασε εἰς τοὺς πτωχοὺς γιὰ ἐλεημοσύνη.

Μοῦ ἄρεσαν τὰ λόγια της, γλύκαναν τὰ αὐτιά μου,
γιατὶ ἦσαν λόγια τοῦ Θεοῦ, εὐφραίνεται ἡ καρδιά μου.

Ἡ μέρα ἐξημέρωσε, χάνει τὴ δύναμί της,
ἡ τελευταία ἤτανε ἡμέρα τῆς ζωῆς της.

Δὲν δείλιασε στὸ θάνατο, ἀνδρεία ἡ ψυχή της,
φιλοσοφοῦσε ὑψηλὰ ὥσπου εἶχε τὴ φωνή της.

Ἔπαψε νὰ συνομιλῇ μὲ τοὺς ἀνθρώπους γύρω,
καὶ προσευχόταν μυστικὰ εἰς τὸν Χριστὸ νυμφίο.

Κάνει σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στὰ μάτια καὶ στὸ στόμα,
ἐσταύρωσε καὶ τὴν καρδιὰ μὲ προσευχὴ ἀκόμα.

Τὴν προσευχὴ τελείωσε, ἔκανε τὸ σταυρό της,
καὶ τὴν ψυχὴ παρέδωκε εὐθὺς στὸν Κύριόν της.

Θυμήθηκα τὴν ἐντολὴ ἄλλοτε μοὖχε κάνει,
νὰ ἔκλεινα τὰ μάτια της ἀμέσως σὰν πεθάνῃ.

Βάνω λοιπὸν τὸ χέρι μου στ᾿ ἅγιο λείψανό της,
καὶ κλείστηκαν τὰ βλέφαρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό της.

Παρέλυσα πραγματικά, γράφει ὁ ἀδελφὸς της,
Γρηγόριος ποὺ ἔγραφε τὸ βίο τὸ δικό της.

Παρθένες ἐθρηνούσανε τὸ θάνατο Μακρίνης,
ποὺ ἡγουμένη ἤτανε τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Ἐκλαίγανε καὶ ἔλεγαν, ἔσβησε ἀπὸ ἐμπρός μας,
μᾶς ὁδηγοῦσε τὶς ψυχὲς τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μας.

Καὶ τότε ὁ Γρηγόριος εἶπε νὰ μὴν θρηνοῦνε,
μόνο ὅταν προσεύχονται Θεὸν παρακαλοῦνε.

Καὶ τὶς θρηνώδεις μας φωνὲς τώρα σὲ ψαλμωδία,
νὰ ποῦμε κατανυκτικὴ Θεοῦ εὐχαριστία.

Τότε τὶς παρακίνησε νὰ πᾶνε στὸ κελλί τους,
Μακρίνα τὶς συμβούλευσε σὰν ἤτανε μαζί τους.

Θέλουν νὰ τὴν στολίσουνε τὸ σῶμα γιὰ ταφή της,
ἀλλὰ στολίδι ἤτανε ἡ καθαρὴ ζωή της.

Ἐρώτησα ἂν φύλαξε κάτι γιὰ λείψανό της,
ροῦχα καὶ τὰ παπούτσια της βρῆκαν στὸ πλευρό της.

Ἀρχιερέας Γρηγόριος ποὺ ἦταν ἀδελφὸς της,
διέταξε ἱεροπρεπὴς νἆναι ὁ στολισμὸς της.

Μιὰ μοναχὴ οὐσιανὴ κρατᾶ τὴν κεφαλή της,
καὶ δείχνει στὸ Γρηγόριο τὶ εἶχε στὸ κορμί της.

Εἶχε σταυρὸ ἀπὸ σίδερο ποὺ ἦταν κρεμασμένος,
καὶ δακτυλίδι σίδερο εἰς τὴν καρδιὰ μπηγμένος.

Ἐπάνω εἰς τὸ στῆθος της σημάδι εἶχε ἀφήσει,
ἐφόσον ἤτανε μικρὴ καὶ εἶχε ἀρρωστήσει.

Δὲν ἤθελε οὔτε γιατρὸς τὸ σῶμα νὰ κοιτάξῃ,
ἤθελε σῶμα καὶ ψυχὴ σ᾿ ὅλα νἆν᾿ ἐντάξει.

Μακρίνα ὅσο ἦταν στὴ ζωὴ παρήγγειλε ἀκόμα,
στὸν τάφο τῶν γονέων της νὰ θάψουνε τὸ σῶμα.

Σκέφτηκε ὁ Γρηγόριος μὴ δῇ ἀσχημοσύνη,
ἐτότε τῶν γονέων του, διαταγὴ τοῦ δίνει.

Σκέπασαν τὰ λείψανα γονέων μὲ σεντόνι,
καὶ ἔβαλαν τὸ λείψανο ἐκεῖ Μακρίνης μόνη.

Θὰ γράψουμε ἕνα θαῦμα της ποὺ ἔκανε ἡ Ἁγία,
σὲ ἕνα στρατιωτικὸ τοῦ Πόντου πολιτεία.

Στὸ μοναστήρι πήγανε νὰ τὸ ἐπισκεφθοῦνε,
ἄνδρα, γυναίκα καὶ παιδὶ Μακρίνα γιὰ νὰ δοῦνε.

Ἀρρώστια εἶχε τὸ παιδὶ ἀγιάτρευτη στὸ μάτι,
μὲ τῆς ἁγίας προσευχὴ ἡ κόρη τους ἰαθη.

Ἁγία Μακρίνα ἀδελφὴ Μεγάλου Βασιλείου,
προσεύχου πάντοτε γιὰ ἐμᾶς εἰς τὰς αὐλὰς Κυρίου.