19 Ἰουλίου
Τριακόσια εἴκοσι ἑπτὰ στὴν πόλι Καισαρεία, Ἦταν ἡ μεγάλη ἀδελφὴ τ᾿ ἁγίου Βασιλείου, Πατέρας της Βασίλειος, μητέρα Ἐμμελεία, Ἤτανε δώδεκα χρονῶν, ἦν ἀρραβωνιασμένη, Ἐπῆγε στὴ μητέρα της καὶ ἔμεινε κοντά της, Τῆς ἔλεγαν νὰ παντρευτῇ, μὰ τοὺς ἀποστομώνει, Τοὺς εἶπε πὼς κοιμήθηκε ἄνδρας ποὺ θἆχε πάρει, Τὸ θεωροῦσε ἄτοπο πίστι νὰ μὴ φυλάξῃ, Εἶχε ἄλλες πέντε ἀδελφὲς καὶ τέσσερα ἀδέλφια, Σὰν ἀποχωριστήκανε θάνατο τοῦ πατέρα, Φρόντιζε γιὰ τ᾿ ἀδέλφια της, ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη, Καὶ σὲ βαθιὰ γεράματα ἐξεδήμησε ἡ μητέρα, Ὁ ἀδελφὸς Βασίλειος πῆρε χειροτονία, Τότε ἐχειροτόνησε τὸ χέρι τὸ δικό του, Ἔφυγε ὁ Βασίλειος σὰν πέρασαν ὀκτὼ χρόνια, Μακρίνα σὰν τὸ ἔμαθε, πάρα πολὺ ἐλυπήθη, Ἔθαψε τὸν πατέρα της μαζὶ καὶ τὴ μητέρα, Ὡσὰν γενναῖος ἀθλητὴς εἰς τὴν δοκιμασία, Σὰν πέθανε ὁ Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Νυσσης, Εἶχε ὀκτὼ χρόνια νὰ ἰδῇ τὴν ἀδελφὴ Μακρίνα, Πῆγε στὸ ἀσκητήριο στὴν ἀδελφότητά της, Μακρίνα ἦταν μοναχὴ μέσα εἰς τὸ κελί της, Κρεβάτι γιὰ ἀχυρόστρωμα σανίδα εἶχε πάρει, Ἐσήκωσε τὰ χέρια της νὰ ἔρθῃ πρὸς ἐμένα, Ἀμέσως τὴν ἐσήκωσα, πιάνω τὸ πρόσωπό της, Καὶ τὸν Θεὸ εὐχαριστεῖ ποὺ μ᾿ ἔβλεπε ἐμπρὸς της, Εἶπαν γιὰ τὸ Βασίλειο ποὺ τότε ἐκοιμηθη, Μὲ χάρι Ἁγίου Πνεύματος ἤτανε φωτισμένη, Τελείωσε ἡ συζήτησις, μοῦ ῾δωκεν ὁδηγία, Ἐφάνηκα πειθαρχικὸς γιὰ νὰ τὴν εὐχαριστήσω, Ἀφοῦ ἐξεκουράστηκα, μὲ φώναξε κοντά της, Στὸν ἀδελφὸ τὸν Πέτρο της περιουσία δίνει, Μοῦ ἄρεσαν τὰ λόγια της, γλύκαναν τὰ αὐτιά μου, Ἡ μέρα ἐξημέρωσε, χάνει τὴ δύναμί της, Δὲν δείλιασε στὸ θάνατο, ἀνδρεία ἡ ψυχή της, Ἔπαψε νὰ συνομιλῇ μὲ τοὺς ἀνθρώπους γύρω, Κάνει σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στὰ μάτια καὶ στὸ στόμα, Τὴν προσευχὴ τελείωσε, ἔκανε τὸ σταυρό της, Θυμήθηκα τὴν ἐντολὴ ἄλλοτε μοὖχε κάνει, Βάνω λοιπὸν τὸ χέρι μου στ᾿ ἅγιο λείψανό της, Παρέλυσα πραγματικά, γράφει ὁ ἀδελφὸς της, Παρθένες ἐθρηνούσανε τὸ θάνατο Μακρίνης, Ἐκλαίγανε καὶ ἔλεγαν, ἔσβησε ἀπὸ ἐμπρός μας, Καὶ τότε ὁ Γρηγόριος εἶπε νὰ μὴν θρηνοῦνε, Καὶ τὶς θρηνώδεις μας φωνὲς τώρα σὲ ψαλμωδία, Τότε τὶς παρακίνησε νὰ πᾶνε στὸ κελλί τους, Θέλουν νὰ τὴν στολίσουνε τὸ σῶμα γιὰ ταφή της, Ἐρώτησα ἂν φύλαξε κάτι γιὰ λείψανό της, Ἀρχιερέας Γρηγόριος ποὺ ἦταν ἀδελφὸς της, Μιὰ μοναχὴ οὐσιανὴ κρατᾶ τὴν κεφαλή της, Εἶχε σταυρὸ ἀπὸ σίδερο ποὺ ἦταν κρεμασμένος, Ἐπάνω εἰς τὸ στῆθος της σημάδι εἶχε ἀφήσει, Δὲν ἤθελε οὔτε γιατρὸς τὸ σῶμα νὰ κοιτάξῃ, Μακρίνα ὅσο ἦταν στὴ ζωὴ παρήγγειλε ἀκόμα, Σκέφτηκε ὁ Γρηγόριος μὴ δῇ ἀσχημοσύνη, Σκέπασαν τὰ λείψανα γονέων μὲ σεντόνι, Θὰ γράψουμε ἕνα θαῦμα της ποὺ ἔκανε ἡ Ἁγία, Στὸ μοναστήρι πήγανε νὰ τὸ ἐπισκεφθοῦνε, Ἀρρώστια εἶχε τὸ παιδὶ ἀγιάτρευτη στὸ μάτι, Ἁγία Μακρίνα ἀδελφὴ Μεγάλου Βασιλείου, |