6 Ἰουλίου
Ἡ ἐκκλησία τὸν τιμᾶ στὶς ἕξι Ἰουλίου, Τριακόσια μετὰ Χριστοῦ στὴν Αἴγυπτο ἐγενήθη, Ἄκουσε κατορθώματα Μεγάλου Ἀντωνίου, Εἶχε πολὺ ταπείνωσι διὰ τὸ ὄνομά του, Καὶ κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἔρχονται τὸν ἀκοῦνε, Ἐπῆγε ἕνας κοσμικὸς μαζὶ μὲ τὸ παιδί του, Στὸ δρόμο ποὺ ἐβάδιζαν, εὐθὺς παιδὶ πεθαίνει, Τὸ ἄφησε στὰ πόδια του, ἦταν ἀποθαμένο, Καὶ εἶπε στὸν πατέρα του μὴ λέγῃ γιὰ τὸ θαῦμα, Ἐπῆγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἄνθρωπος νὰ μονάσῃ, Ἔχεις στὸ κόσμο συγγενεῖς; Τοῦ λέγει ἔχω παιδί μου, Ὁ ἄνθρωπος ὑπάκουσε καὶ πῆρε τὸ παιδί του, Μὰ ἔστειλε ὁ Ὅσιος τότε τὸν μαθητή του, Ἔγινε τότε μοναχὸς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, Ὁ δρόμος μᾶς εἶπε ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη, Στὸ Ὄρος ποὺ ἀσκήτευε ἑβδομῆντα δύο χρόνια, Τὸν τάφο ἐπισκέφτηκε Μεγάλου Ἀλέξανδρου, Ἔκλαψε καὶ ἐθρηνησε τότε γιὰ τὴν ψυχή του, Προσεύχονταν τόσο πολὺ ποὺ εἶχε ἀσιτία, Οἱ ξένοι σὰν ἐπήγαιναν νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ, Μὰ τότε διπλασίαζε ἐκεῖνος τὴ νηστεία, Ὁ Ὅσιος ἐγέρασε λόγω τῆς κακουχίας, Ὅμως στεναχωριότανε ποὺ ἔρημο εἶχε ἀφήσει, Τὸν εἶδαν σὰν σὲ ἄνθρωπο ἤθελε νὰ μιλήσῃ, Ἔζησε ἐδῶ ἀγγελικὰ πάνω στὴ γῆ ἐπάνω, Σὰν ἔφτασε τὸ τέλος του, ἦρθε ἡ κοίμησί του, Τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο πὼς ἤτανε κοντά του, Τὸ φῶς διπλασιάστηκε στὸ πρόσωπό του πάλι, Τὸν ἐρωτοῦν οἱ μαθητὲς μὲ ποιὸν μιλεῖ, τὶ θέλει, Τοὺς ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος· λίγο ἀκόμα ζήσω, Δὲν ξέρω ἂν μετανόησα, εἶπε τὴν ὥρα ἐκείνη, Καὶ τοῦ Ὁσίου ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του πάλι, Στὸν οὐρανὸ ἐπέταξε ἀμέσως ἡ ψυχή του, Σὲ οὐράνια σκηνώματα βρίσκεται καὶ πρεσβεύει, Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες σου Θεὸς νὰ μᾶς φωτίσῃ, Ὅσιε Σισώη δώρισε σ᾿ ἐμᾶς νοημοσύνη, |