Ὅσιος Σισώης Μέγας

6 Ἰουλίου

Ἡ ἐκκλησία τὸν τιμᾶ στὶς ἕξι Ἰουλίου,
τότες εἶναι ἡ μνήμη τοῦ Σισώη τοῦ Ὁσίου.

Τριακόσια μετὰ Χριστοῦ στὴν Αἴγυπτο ἐγενήθη,
μεγάλος ἀπ᾿ τοὺς ἀσκητὲς στὴν ἔρημο ἐδείχθη.

Ἄκουσε κατορθώματα Μεγάλου Ἀντωνίου,
καὶ φλογιζόταν ἡ καρδιὰ ν᾿ ἀρέσῃ τοῦ Κυρίου.

Εἶχε πολὺ ταπείνωσι διὰ τὸ ὄνομά του,
δὲν ἤθελε νὰ ἐπαινοῦν οἱ ἄνθρωποι μπροστά του.

Καὶ κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἔρχονται τὸν ἀκοῦνε,
ἀπὸ Αἴγυπτο καὶ ἀπὸ ἀλλοῦ γιὰ νὰ ὠφεληθοῦνε.

Ἐπῆγε ἕνας κοσμικὸς μαζὶ μὲ τὸ παιδί του,
γιὰ νὰ ὠφεληθῇ πολὺ νὰ πάρῃ τὴν εὐχή του.

Στὸ δρόμο ποὺ ἐβάδιζαν, εὐθὺς παιδὶ πεθαίνει,
καὶ ὁ πιστὸς πατέρας του στὸν Ὅσιο τὸν φέρνει.

Τὸ ἄφησε στὰ πόδια του, ἦταν ἀποθαμένο,
ὁ Ὅσιος κάνει προσευχὴ καὶ ἦν ἀναστημένο.

Καὶ εἶπε στὸν πατέρα του μὴ λέγῃ γιὰ τὸ θαῦμα,
ἐν ὅσῳ εἶναι στὴ ζωὴ μὴ πῇ γ᾿ αὐτὸ τὸ πράγμα.

Ἐπῆγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἄνθρωπος νὰ μονάσῃ,
τὸν ἐρωτᾶ ὁ ὅσιος γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσῃ.

Ἔχεις στὸ κόσμο συγγενεῖς; Τοῦ λέγει ἔχω παιδί μου,
μέσ᾿ στὸ ποτάμι ρίξε το καὶ τότε ἔλα μαζί μου.

Ὁ ἄνθρωπος ὑπάκουσε καὶ πῆρε τὸ παιδί του,
θὰ τὸ ἔριχνε στὸν ποταμὸ νὰ πήγαινε μαζί του.

Μὰ ἔστειλε ὁ Ὅσιος τότε τὸν μαθητή του,
τὸν ἄνθρωπο ἐμπόδισε μὴν πνίξῃ τὸ παιδί του.

Ἔγινε τότε μοναχὸς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
εἶχε πολλὴν ταπείνωσι καὶ ἦταν εὐτυχισμένος.

Ὁ δρόμος μᾶς εἶπε ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη,
ἐγκράτεια καὶ προσευχὴ καὶ σ᾿ ὅλους καλοσύνη.

Στὸ Ὄρος ποὺ ἀσκήτευε ἑβδομῆντα δύο χρόνια,
νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ καὶ κακουχία ἀκόμα.

Τὸν τάφο ἐπισκέφτηκε Μεγάλου Ἀλέξανδρου,
καὶ σκέφτηκε τὴν δόξα του καὶ κατορθώματά του.

Ἔκλαψε καὶ ἐθρηνησε τότε γιὰ τὴν ψυχή του,
διὰ τὴν ματαιότητα ποὺ εἶχε στὴ ζωή του.

Προσεύχονταν τόσο πολὺ ποὺ εἶχε ἀσιτία,
τόσο πολὺ ἐχόρταινε δὲν ἔνιωθε νηστεία.

Οἱ ξένοι σὰν ἐπήγαιναν νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ,
ἔτρωγε καὶ ὁ Ὅσιος νὰ τοὺς εὐχαριστήσῃ.

Μὰ τότε διπλασίαζε ἐκεῖνος τὴ νηστεία,
τὸν ἑαυτόν του παίδευε ἀπὸ τὴν ἀσιτία.

Ὁ Ὅσιος ἐγέρασε λόγω τῆς κακουχίας,
στὴν πόλι τὸν ἐφέρανε νὰ τύχῃ ἐλευθερίας.

Ὅμως στεναχωριότανε ποὺ ἔρημο εἶχε ἀφήσει,
στὴν πόλι δὲν ἠθέλησε ἐκεῖ νὰ κατοικήσῃ.

Τὸν εἶδαν σὰν σὲ ἄνθρωπο ἤθελε νὰ μιλήσῃ,
καὶ ἔλεγε νὰ τὸν ἀφήσουνε γιὰ νὰ μετανοήσῃ.

Ἔζησε ἐδῶ ἀγγελικὰ πάνω στὴ γῆ ἐπάνω,
ἀσκητικὸς ὁ βίος του καὶ ἀκόμη παραπάνω.

Σὰν ἔφτασε τὸ τέλος του, ἦρθε ἡ κοίμησί του,
τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε ἀπὸ τὴν ἀρετή του.

Τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο πὼς ἤτανε κοντά του,
καὶ ὁ χορὸς τῶν Προφητῶν, εἶπε στοὺς μαθητάς του.

Τὸ φῶς διπλασιάστηκε στὸ πρόσωπό του πάλι,
τῶν ἀποστόλων τὸ χορὸ ἔβλεπε στὸ κεφάλι.

Τὸν ἐρωτοῦν οἱ μαθητὲς μὲ ποιὸν μιλεῖ, τὶ θέλει,
τοὺς εἶπε τώρα τὴν ψυχὴ θὰ πάρουν οἱ ἀγγέλοι.

Τοὺς ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος· λίγο ἀκόμα ζήσω,
ἀγγέλους παρακάλεσα γιὰ νὰ μετανοήσω.

Δὲν ξέρω ἂν μετανόησα, εἶπε τὴν ὥρα ἐκείνη,
καὶ ὅλοι ἐθαυμάσανε τὴν ταπεινοφροσύνη.

Καὶ τοῦ Ὁσίου ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του πάλι,
ὅταν ψυχὴ παρέδωσε, ἔκλινε τὸ κεφάλι.

Στὸν οὐρανὸ ἐπέταξε ἀμέσως ἡ ψυχή του,
καὶ εὐωδία γέμισε ἐτότε τὸ κελλί του.

Σὲ οὐράνια σκηνώματα βρίσκεται καὶ πρεσβεύει,
διὰ ἐμᾶς ἁμαρτωλοὺς εἰς Κύριον μεσιτεύει.

Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες σου Θεὸς νὰ μᾶς φωτίσῃ,
μετάνοια νὰ ἔχωμε, γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ.

Ὅσιε Σισώη δώρισε σ᾿ ἐμᾶς νοημοσύνη,
νἄχωμε πίστι στὸν Θεὸ καὶ ταπεινοφροσύνη.