Στὴν Δαμασκὸ γεννήθηκε, ἐνάρετοι οἱ γονεῖς του,
μικρὸς μέχρι ἑπτὰ ἐτῶν, δὲν εἶχε τὴ φωνή του.
Γεώργιον τὸν λέγανε τ᾿ Ἁγίου τὸν πατέρα,
καὶ Γρηγορία ἤτανε ἡ εὐσεβὴς μητέρα.
Γονεῖς του ἐπικράνθησαν δὲν εἶχε τὴ φωνή του,
ἐνόμιζαν θἆναι βουβὸς σὲ ὅλη τὴ ζωή του.
Μὲ τοὺς γονεῖς κοινώνησε τὴ θεία κοινωνία,
καὶ τότε θαῦμα ἔγινε, ἐλύθη ἡ ἀφωνία.
Ἐλύθηκε ἡ γλώσσα του, ἄρχισε νὰ μιλάῃ,
γονεῖς του ἀποφάσισαν εἰς τὸ σχολειὸ νὰ πάῃ.
Ὁ Ἀνδρέας ἦταν φρόνιμος καὶ εἶχε προθυμία,
προχώρησε στὰ γράμματα καὶ στὴν φιλοσοφία.
Διάβαζε ἅγιες γραφές, φωτίστηκε ὁ νοῦς του,
ἔγινε ἐπιστήμονας σὲ ξένους καὶ δικούς του.
Παρακαλοῦσε τοὺς γονεῖς νὰ τὸν ἀφιερώσουν,
εἰς τὸν ἀληθινὸ Θεὸν εὐχή τους νὰ τοῦ δώσουν.
Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, στὸν τάφο τοῦ Κυρίου,
ἐκεῖ τὸν ἀφιέρωσαν μὲ γνώμη τοῦ ἰδίου.
Ὁ πατριάρχης μὲ χαρὰ ἐδέχθηκε τὸν Ἀνδρέα,
διάκονο τὸν ἔκανε, περνούσανε ὡραία.
Μὰ ὁ πατριάρχης ἔφυγε, στοὺς οὐρανοὺς πηγαίνει,
καὶ τὸν Ἀνδρέα ἄφησε στὴ θέσι του νὰ γένῃ.
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι Σύνοδος εἶχε γίνει,
ἡ ἕκτη Οἰκουμενικὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Ἀπ᾿ τὰ Ἱεροσόλυμα ἔστειλαν τὸν Ἀνδρέα,
μαζὶ μὲ δύο κληρικοὺς ἐκάνανε παρέα.
Ἦταν Ἰουστινιανὸς στὴν Πόλι βασιλέας,
σὲ ἐκεῖνον ἀπευθύνθηκε ἐτότε ὁ Ἀνδρέας.
Καὶ τότε ἀποφάσισε ἐκεῖ νὰ κατοικήσῃ,
εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι ὑπόλοιπο νὰ ζήσῃ.
Ἔλαβε τὴν διοίκησι τοῦ ὀρφανοτροφείου,
καὶ ἤτανε τὰ ὀρφανὰ στὰ χέρια τοῦ ἁγίου.
Μεγάλο πῆρε ἀξίωμα τὴν ἀρχιερωσύνη,
στὴν Κρήτη τὸν ἐστείλανε ἐκεῖ νὰ διευθύνῃ.
Τὸν δέχτηκαν μετὰ χαρᾶς σ᾿ ὅλη τὴν ἐπαρχία,
στὴν τάξι βάνει Ἱερεῖς νἄχουν στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ ἱερέας νἆναι φῶς, εἶπε, σὰν τὸν καθρέπτη,
γιὰ νὰ φωτίζῃ τοὺς πιστοὺς νὰ κάνουν ὅτι πρέπει.
Ἐνίσχυσε τοὺς μοναχοὺς κατὰ Θεὸ νὰ ζοῦνε,
νὰ ζοῦν πάντα θεάρεστα ἂν θέλουν νὰ σωθοῦνε.
Πτωχοκομεῖα ἵδρυσε, μὰ καὶ νοσοκομεῖα,
πτωχοὶ νὰ βρίσκουνε τροφὴ καὶ ἄρρωστοι ὑγεία.
Σωφρόνιζε τοὺς γέροντας, νέους παιδαγωγοῦσε,
σ᾿ ἁμαρτωλοὺς μετάνοια πάντοτε συνιστοῦσε.
Στὶς χῆρες καὶ στὰ ὀρφανὰ γινότανε πατέρας,
εἶχε πνευματικὰ παιδιά, υἱοὺς καὶ θυγατέρας.
Εἶχε καὶ θεία ἔμπνευσι ἀπὸ Θεοῦ σοφία,
σὰν θεολόγος ἔγραψε πνευματικὰ βιβλία.
Ἐγκωμιάζει ὑπέροχα Μητέρα Παναγία,
καὶ τὸν ζωοποιὸ Σταυρὸ, τοῦ κόσμου σωτηρία.
Καὶ ἄλλες δεσποτικὲς γιορτὲς πάντα ἐγκωμιάζει,
καὶ Ἰωάννη Πρόδρομο πρώτη γραμμὴ τὸν βάζει.
Κανόνες καὶ τροπάρια γράφει στὴν Ἐκκλησία,
ποὺ πάντοτε κατάνυξι φέρνουνε στὴν καρδία.
Μὰ καὶ τὸ σπουδαιότερο συνέθεσε κανόνα,
ποὺ εἶναι κατανυκτικὸς στὸν ἅπαντα αἰώνα.
Τέταρτη μέρα ψάλλεται τῆς Πέμπτης ἑβδομάδος,
ποὺ εἶναι Τεσσαρακοστῆς Κανόνας ὁ μεγάλος.
Μετάνοια, κατάνυξι ὠφέλιμα ἔχει γράψει,
διδάσκει τοὺς Χριστιανοὺς διὰ νὰ εἶναι ἐντάξει.
Τῆς Παναγίας ἔκτισε ὡραία Ἐκκλησία,
ποὺ λέγεται τῶν Βλαχερνῶν, ἦν ἡ τοποθεσία.
Τοὺς ἄρρωστους ἐφρόντιζε καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε,
χέρια καὶ πόδια ἔπλυνε, μπροστὰ ποδιὰ φοροῦσε.
Τοὺς καθαρίζει τὶς πληγές, τὰ αἵματα, τὸ πύον,
καὶ πάντοτε ἐφάρμοζε τὸ θέλημα τὸ θεῖον.
Εἶχε ἀγάπη στὸν Θεό, φλόγα πολὺ μεγάλη,
καὶ τὸν πλησίον ἔβανε στὴν πατρικὴ ἀγκάλη.
Καὶ τώρα λίγα θαύματα θὰ γράψουμε τ᾿ Ἁγίου,
ὅπου στὴν Κρήτη ἔκανε μὲ δύναμι Κυρίου.
Ληστές, βάρβαροι πήγανε εἰς τὸ νησὶ τὴν Κρήτη,
γιὰ νὰ λεηλατήσουνε τῶν Χριστιανῶν τὸ σπίτι.
Ἀφοῦ τὴν πολιόρκησαν τὴν Κρήτη οἱ βαρβάροι,
θὰ ἔσφαζαν, θὰ ἔκλεβαν οἱ ἄχρηστοι κουρσάροι.
Ὁ Ἅγιος προσεύχεται μὲ ὅλη τὴν καρδιά του,
καὶ ὁ Θεὸς ἐφύλαξε πνευματικὰ παιδιά του.
Ἀκόμα ἐφοβήθηκαν καὶ φῦγαν οἱ βάρβαροι,
ὅπου πολλοὶ ἐπνίγηκαν, προτοῦ νὰ μποῦν στ᾿ ἀμπάρι.
Ἄλλοτε εἶχαν καύσωνα, ἐγίνηκε ξηρασία,
ἐτρόμαξαν οἱ ἄνθρωποι, ἦρθαν σ᾿ ἀπελπισία.
Καὶ κατενύγη ὁ Ἅγιος, τὴν προσευχὴ ἀρχίζει,
συννέφιασε ὁ οὐρανὸς κι ἀμέσως ψιχαλίζει.
Ἐποτιστῆκαν τὰ σπαρτά, πρασίνισαν οἱ κάμποι,
τὸ πρόσωπο τῶν Χριστιανῶν τώρα καὶ πάλι λάμπει.
Στὴν ἐπαρχία ἔπεσε θανατικὴ πανώλη,
μὲ προσευχὴ τοὺς ἔσωσε, ποὺ θὰ πεθαῖναν ὅλοι.
Ὅμως τὸ τέλος ἔφτασε διὰ τὴν κοίμησί του,
ἐμπῆκε στὸ πλοιάριο γιὰ ἀναχώρησί του.
Ὅταν τὸ πλοῖο ἔφτασε στὴ νῆσο Μυτιλήνη,
τὸ σῶμα εἶπε ὁ Ἅγιος ἐδῶ πρέπει νὰ μείνῃ.
Παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, ἔγινε ἡ ταφή του,
ἀνέβηκε χαρούμενη στὸν Κύριο ἡ ψυχή του.
Τὸ ἱερό του λείψανο σὰν ἔγινε ἡ κηδεία,
τὸ ἔθαψαν εἰς τὸν ναὸ Ἁγία Ἀναστασία.
Ἅγιε Ἀνδρέα, πρέσβευε ποὺ ἔχεις παρρησία,
διὰ ἐμᾶς ἁμαρτωλοὺς νὰ βροῦμε σωτηρία.
|