26 Ἰουνίου
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται εἴκοσι ἕξι Ἰουνίου, Γεννήθηκε καὶ ἔζησε εἰς τὴν Θεσσαλονίκη, Ὅλα τὰ περιφρόνησε, σήκωσε τὸν σταυρό του, Δόξα, χωράφια, χρήματα, πρόσκαιρη εὐτυχία, Ἐκάρη πρώτα μοναχός, πῆγε στὸ μοναστήρι, Ἐδιάβαζε θεῖες γραφὲς καὶ βίους τῶν Ἁγίων, Φρόντισε νὰ τοὺς μιμηθῇ, μικρὸς στὴν ἡλικία, Ἀκόμα θαύμαζε πολὺ ὅσιους τοὺς Στυλίτες, Μιὰ ἡμέρα κατανύχθηκε, πλημμύρισε ἡ καρδιά του, Ἕνα κλαδὶ τῆς μυγδαλιᾶς ἐκεῖ ἔκανε κρεβάτι, Βροχὲς καὶ χιόνια, ἄνεμοι καὶ καῦμα ἡλίου, Ἀγγελικὸ τριαντάφυλλο ἦταν τὸ πρόσωπό του, Ὁ ὅσιος εἶχε μαθητάς, τοῦ εἶπαν νὰ κατέβῃ, Τότε τοὺς παρακάλεσε Χριστὸν νὰ ἀποτανθοῦνε, Τοὺς εἶπε στὴν ἀμυγδαλιὰ θὰ μείνῃ τρία χρόνια, Τὰ τρία χρόνια πέρασαν καὶ ἄγγελος Κυρίου, Νὰ φύγει ἀπ᾿ τὴ μυγδαλιὰ, κελλὶ νὰ κατοικήσῃ, Ἔφυγε τότε ὁ ἄγγελος, κάνει τὴν προσευχή του, Κατέβη ἀπ᾿ τὴ μυγδαλιά, πηγαίνει στὸ κελλί του, Ἐπῆρε χάριν ἀπ᾿ τὸ Θεὸ δαιμόνια νὰ βγάζῃ, Νέος εἶχε δαιμόνιο· τὸν πᾶνε στὸ κελλί του, Παρακαλεῖ τὸν Ἀσκητὴ ἀπόλυσι νὰ κάνῃ, Τότε κρατᾶ ὁ Ὅσιος τὸν νέο ἀπ᾿ τὸ χέρι, Καὶ μιὰ γυναίκα ἦταν τυφλή, ἐπῆγε στὸ κελί του, Ὁ Ὅσιος τὴν λυπήθηκε κάνει τὴν προσευχή του, Ἄκουσαν Θεσσαλονικεῖς τὰ κατορθώματά του, Προνόησε τὸ τέλος του, τὸ πότε θ᾿ ἀποθάνει, Ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ κελλί, θαύμασαν τὴ μορφή του, Στὴν Πόλιν ἐταξίδεψε, ἔκανε ὁδοιπορία, Ὁ Ὅσιος συνομιλεῖ τώρα μὲ βασιλέα, Ἔβαλε μέσ᾿ στὰ χέρια του κάρβουνα ἀναμμένα, Τὰ χέρια δὲν καήκανε, ὅσοι εἴδανε τὸ θαῦμα, Τότε μιλεῖ στοὺς μαθητὲς νὰ γίνῃ τὸ χατίρι, Καὶ ὅταν ἐκοιμήθηκε, ἀκούστηκε στὴν Πόλι, Δὲν θέλησε ὁ Ὅσιος Δαυῒδ νὰ πάρουν λείψανό του, Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός, μὲ προσευχὲς Ὁσίου, |