Ὅσιος Δαυΐδ ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ

26 Ἰουνίου

Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται εἴκοσι ἕξι Ἰουνίου,
ποὺ λίγα ἀνεγράφησαν στὸ βίο τοῦ Ὁσίου.

Γεννήθηκε καὶ ἔζησε εἰς τὴν Θεσσαλονίκη,
καὶ ἔζησε ἀγγελικά, εἰς τὸν Χριστὸν ἀνήκει.

Ὅλα τὰ περιφρόνησε, σήκωσε τὸν σταυρό του,
καὶ εἶχε θεῖο ἔρωτα πάντα στὸν ἑαυτό του.

Δόξα, χωράφια, χρήματα, πρόσκαιρη εὐτυχία,
ὅλα τὰ περιφρόνησε διὰ Χριστοῦ ἀξία.

Ἐκάρη πρώτα μοναχός, πῆγε στὸ μοναστήρι,
ἀσκεῖτο στὴν ἐγκράτεια μὲ ἄλλοι καλογῆροι.

Ἐδιάβαζε θεῖες γραφὲς καὶ βίους τῶν Ἁγίων,
καὶ θαύμαζε τὶς ἀρετὲς στὸν ἱερόν τους βίον.

Φρόντισε νὰ τοὺς μιμηθῇ, μικρὸς στὴν ἡλικία,
καὶ κληρονόμος νὰ γενῇ στὴν ἄνω βασιλεία.

Ἀκόμα θαύμαζε πολὺ ὅσιους τοὺς Στυλίτες,
ποὺ μὲ ἀγώνα ἔγιναν οἱ οὐρανοπολῖτες.

Μιὰ ἡμέρα κατανύχθηκε, πλημμύρισε ἡ καρδιά του,
σ᾿ ἀμυγδαλιὰ ἀνέβηκε ποὺ ἤτανε κοντά του.

Ἕνα κλαδὶ τῆς μυγδαλιᾶς ἐκεῖ ἔκανε κρεβάτι,
καὶ τότε ἑκατοίκησε μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη.

Βροχὲς καὶ χιόνια, ἄνεμοι καὶ καῦμα ἡλίου,
ὑπέμεινε καρτερικὰ πρὸς χάρι τοῦ Κυρίου.

Ἀγγελικὸ τριαντάφυλλο ἦταν τὸ πρόσωπό του,
ἐπάνω στὴν ἀμυγδαλιὰ περνοῦσε τὸν καιρό του.

Ὁ ὅσιος εἶχε μαθητάς, τοῦ εἶπαν νὰ κατέβῃ,
κάτω ἀπὸ τὴν ἀμυγδαλιὰ τὸ σῶμα μὴ παιδεύῃ.

Τότε τοὺς παρακάλεσε Χριστὸν νὰ ἀποτανθοῦνε,
ὅτι τοὺς λέγει νὰ ἀκοῦν, ἂν θέλουν νὰ σωθοῦνε.

Τοὺς εἶπε στὴν ἀμυγδαλιὰ θὰ μείνῃ τρία χρόνια,
καὶ τότε μὲ ἐντολὴ Χριστοῦ τελειώνει τὸν κανόνα.

Τὰ τρία χρόνια πέρασαν καὶ ἄγγελος Κυρίου,
δίνει Θεοῦ τὴν προσταγὴ καὶ λέγει τοῦ Ὁσίου.

Νὰ φύγει ἀπ᾿ τὴ μυγδαλιὰ, κελλὶ νὰ κατοικήσῃ,
ἐκεῖ θαὕρῃ ἀνάπαυσι σὲ ὅλη του τὴ ζήση.

Ἔφυγε τότε ὁ ἄγγελος, κάνει τὴν προσευχή του,
εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν διὰ τὴν προσταγή του.

Κατέβη ἀπ᾿ τὴ μυγδαλιά, πηγαίνει στὸ κελλί του,
καὶ τότε πανηγύριζαν οἱ μαθητὲς μαζί του.

Ἐπῆρε χάριν ἀπ᾿ τὸ Θεὸ δαιμόνια νὰ βγάζῃ,
καὶ τοὺς τυφλοὺς ἐφώτιζε ποὺ ἦσαν στὸ σκοτάδι.

Νέος εἶχε δαιμόνιο· τὸν πᾶνε στὸ κελλί του,
στὴν πόρτα σὰν τὸν πήγανε, ἄκουσαν τὴν φωνή του.

Παρακαλεῖ τὸν Ἀσκητὴ ἀπόλυσι νὰ κάνῃ,
γιατὶ τὸν καίει μιὰ φωτιὰ ποὺ τὸ κελλί του βγάνει.

Τότε κρατᾶ ὁ Ὅσιος τὸν νέο ἀπ᾿ τὸ χέρι,
τὸν σταύρωσε κι ὁ δαίμονας πῆγε σὲ ἄλλα μέρη.

Καὶ μιὰ γυναίκα ἦταν τυφλή, ἐπῆγε στὸ κελί του,
τὸ φῶς της ἤθελε νὰ ἰδῇ, νὰ κάνῃ προσευχή του.

Ὁ Ὅσιος τὴν λυπήθηκε κάνει τὴν προσευχή του,
εἶδε τὸ φῶς της ἡ τυφλή, προσηύχετο μαζί του.

Ἄκουσαν Θεσσαλονικεῖς τὰ κατορθώματά του,
καὶ τότε ὅλους γιάτρευε ποὺ πήγαιναν κοντά του.

Προνόησε τὸ τέλος του, τὸ πότε θ᾿ ἀποθάνει,
καὶ τότε ἀνακοίνωσι στοὺς μαθητάς του κάνει.

Ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ κελλί, θαύμασαν τὴ μορφή του,
εἰς τὸ ζωνάρι ἔφταναν τρίχες τῆς κεφαλῆς του.

Στὴν Πόλιν ἐταξίδεψε, ἔκανε ὁδοιπορία,
ἤτανε Ἰουστινιανὸς τότε στὴν βασιλεία.

Ὁ Ὅσιος συνομιλεῖ τώρα μὲ βασιλέα,
καὶ ἕνα θαῦμα ἔκανε στοῦ βασιλιὰ παρέα.

Ἔβαλε μέσ᾿ στὰ χέρια του κάρβουνα ἀναμμένα,
μαζὶ μὲ τὸ θυμίαμα, θύμιαζε ἕνα-ἕνα.

Τὰ χέρια δὲν καήκανε, ὅσοι εἴδανε τὸ θαῦμα,
δοξολογοῦσαν τὸν Θεὸ σὰν εἶδαν τέτοιο πράγμα.

Τότε μιλεῖ στοὺς μαθητὲς νὰ γίνῃ τὸ χατίρι,
ὅταν πεθάνει νὰ ταφῇ μέσα σὲ μοναστήρι.

Καὶ ὅταν ἐκοιμήθηκε, ἀκούστηκε στὴν Πόλι,
καὶ πῆγαν καὶ προσκύνησαν τὸ λείψανό του ὅλοι.

Δὲν θέλησε ὁ Ὅσιος Δαυῒδ νὰ πάρουν λείψανό του,
τρίχες ἀπὸ τὰ γένια του, πῆραν γιὰ φυλακτό τους.

Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός, μὲ προσευχὲς Ὁσίου,
εἴθε νὰ εἴμεθα κλητοὶ ζωῆς τῆς αἰωνίου.