Ὅσιος Παΐσιος ὁ Μέγας

19 Ἰουνίου

Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἦν ἡ καταγωγή του,
στὴν Αἴγυπτο γεννήθηκε· ἦν εὐσεβεῖς γονεῖς του.

Ἀπέθανε ὁ πατέρας του καὶ εἶχε τὴν μητέρα,
χήρα μὲ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ ἔτρεφε κάθε μέρα.

Ἐπῆγε ἕνας ἄγγελος τὴν νύκτα ποὺ κοιμόταν,
τὸν εἶχε στείλει ὁ Θεὸς στὴ χήρα διηγόταν.

Τὰ ὀρφανά της τὰ παιδιὰ ἐκεῖνος θὰ φροντίσῃ,
καὶ ἕνα ἀπὸ τ᾿ ἀγόρια της ἂν θέλει τοῦ χαρίσῃ.

Ἡ χήρα εὐχαριστήθηκε γιὰ τοῦ Θεοῦ χατίρι,
ἐπῆρε τὸν Παΐσιο, πῆγε στὸ μοναστήρι.

Παμβὼ ἦταν ἡγούμενος, ἔδωσε τὸ παιδί της,
ἦταν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, χαιρόταν ἡ ψυχή της.

Ἁγία Γραφὴ ἐδιάβαζε καὶ ἔκανε νηστεία,
στὸ μοναστήρι ἐδούλευε κάθε ὑπηρεσία.

Τὸν πρόσεχε ὁ ἡγούμενος, τὸν συμβουλεύει πάλι,
ὅταν κοιτάζει ἄνθρωπο νὰ σκύβῃ τὸ κεφάλι.

Τὸ σῶμα του τὸ ἔτρεφε μόνο ψωμὶ καὶ ἁλάτι,
καὶ ἡ ψυχὴ λόγια Θεοῦ πάντα ἦταν γεμάτη.

Ἄγγελος τὸν Παΐσιον εὐθὺς τὸν διατάζει,
νὰ πάῃ εἰς τὴν ἔρημο κι ἐκεῖ νὰ ἡσυχάζῃ.

Εὑρῆκε εἰς τὴν ἔρημο μιὰ σπηλιὰ καὶ μένει,
καὶ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μαζί του συντυχαίνει.

Τοῦ εἶπε· εἰς τὴν ἔρημο πᾶνε ἄγρια θηρία,
θὰ ἔρχονται ἐκεῖ οἱ χριστιανοὶ νὰ βρίσκουν σωτηρία.

Πήγαιναν σὰν τὶς μέλισσες νὰ ἀκούσουν ὁμιλία,
τοῦ Ὅσιου Παΐσιου θεία διδασκαλία.

Μιὰ μέρα προσευχότανε καὶ τὸν Χριστόν μας βλέπει,
πολὺ τὸν ἐσυγχάρηκε, ποὺ ἔκανε ὅτι πρέπει.

Τοῦ εἶπε ὅτι χάρισμα θέλει νὰ τοῦ ζητήσῃ,
θὰ γίνεται εἰς τὸ ἑξῆς νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ.

Παΐσιος εὐχαρίστησε τὴν ἀγαθότητά του,
καὶ ἄφαντος ὁ Κύριος ἔφυγε ἀπὸ κοντά του.

Στὴν ἔρημο ὁ Ὅσιος ἐπῆγε νὰ κηρύξῃ,
διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ τὸν κόσμο νὰ στηρίξῃ.

Ἡ φήμη του ἀκούστηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκούμενη,
οἱ χριστιανοὶ τὸν ἄκουγαν καὶ ἦσαν εὐτυχισμένοι.

Ἐρώτησε ὁ Παΐσιος τὸν Κύριο μιὰ ἡμέρα,
πῶς νὰ νικήσῃ τὸν θυμό, νὰ τόνε κάνῃ πέρα.

Ὁ Κύριος του ἀπαντᾷ· ἂν θὲς νὰ μὴ θυμώσῃς,
μὴν βρίσῃς, μὴν περιφρονῇς, κανένα μὴ μαλώσῃς.

Καὶ λέγει ὁ Παΐσιος στὸν Κύριο καὶ πάλι,
γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἀγωνίζεται καὶ βοηθᾶ τσὶ ἄλλοι.

Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Κύριος· αὐτὸς εἶναι Υἱός μου,
ἀλλὰ καὶ κληρονόμος μου καὶ θὰ ῾μαι βοηθός του.

Μιὰ ἡμέρα τὸν Παΐσιο τὸν βρῆκαν καὶ κοιμόταν,
ἕνας ὡραῖος ἄγγελος στὴν κλίνη του στεκόταν.

Ὁ διάβολος ἐπείραζε τότε ἕνα καλογέρι,
καὶ ἀνέλαβε ὁ Παΐσιος, τοῦ εἶπε νὰ τὸ ξέρῃ.

Πῶς πολεμᾶ τοὺς μοναχοὺς τοῦ εἶπε τοῦ διαβόλου,
χωρὶς νὰ τὸν πειράζουνε ἐκεῖνοι αὐτὸν καθόλου.

Ἀπάντησε ὁ σατανᾶς· φοβᾶται προθυμία,
μὰ τοὺς πειράζει πάντοτε σὰν βλέπει ἀμελεία.

Τὸν Ὅσιο Παΐσιο καλόγεροι ρωτοῦνε,
τὸ τὶ μποροῦν νὰ κάνουνε αὐτοὶ γιὰ νὰ σωθοῦνε.

Φυλᾶχτε τὴν παράδοσι, τοὺς εἶπε, τῶν πατέρων,
καὶ ὄχι περισσότερα μὴν κάνετε νὰ ξέρω.

Τοὺς ἔλεγε τὰ πάθη τους καὶ διαλογισμούς τους,
καὶ ἐκεῖνοι τὸν θαυμάζανε πῶς ἔμπαινε στὸ νοῦ τους.

Λαμπρὰ ἦταν ἡ κοίμησι τοῦ Ὁσίου Παϊσίου,
καὶ σὲ βαθιὰ γεράματα πῆγε σ᾿ αὐλὲς Κυρίου.

Ὦ Ὅσιε Παΐσιε δῶσε μας τὴν εὐχή σου,
καὶ γιὰ ἐμᾶς ἁμαρτωλοὺς κάνε τὴν προσευχή σου.