Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης

12 Ἰουνίου

Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος στοῦ Κωνσταντίνου Πόλι,
ἕνας ἀγώνας ἱερὸς ἦν ἡ ζωή του ὅλη.

Μεγάλωσε καὶ ὁ βασιλιὰς εἰς τὸν στρατὸ τὸν βάζει,
ἦταν σοφὸς καὶ σώφρονας γ᾿ αὐτὸ τόνε θαυμάζει.

Ἔγινε τότε πόλεμος, τὸν πιάσαν οἱ βάρβαροι,
μὲ παραχώρησι Θεοῦ μαζὶ τὸν εἶχαν πάρει.

Σὲ φρούριο ἀραβικὸ τὸν εἴχανε κλεισμένο,
καὶ σὲ ἀθλία φυλακὴ βαριὰ ἁλυσοδεμένο.

Ὁ Πέτρος ἐκαταλαβε γ᾿ αὐτὰ ποὺ εἶχε πάθει,
τὸν ἑαυτόν του ἐξέταζε μὲ προσοχὴ νὰ μάθῃ.

Ἔκλαιγε καὶ μετάνιωσε γιατὶ εἶχε ἀθετήσει,
ποὺ ἔταζε ὡς μοναχὸς Θεὸν νὰ ὑπηρετήσῃ.

Ἐπέρασε πολὺν καιρὸ στὴ φυλακὴ κλεισμένος,
δὲν τὸν λυπήθηκε κανεὶς ἦν στενοχωρημένος.

Τὸν ἅγιο Νικόλαο στὴ θλίψη του τὴν τόση,
προσεύχονταν καὶ δέονταν νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ.

Στὸν ἅγιο Νικόλαο εἶπε τὴν ἁμαρτία,
τοὖπε νὰ κάνῃ προσευχὴ γιὰ ναὕρῃ ἐλευθερία.

Ὅταν τὸν παρακάλεσε τοῦ εἶχε πεῖ ἀκόμη,
ὅτι θὰ γίνῃ μοναχὸς στὴν ἐκκλησιὰ στὴ Ρώμη.

Μιὰ ἑβδομάδα προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνοῦσε,
μὲ πόνο καὶ μὲ δάκρυα Θεὸν παρακαλοῦσε.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εὐθὺς κοντά του τρέχει,
τοὖπε Θεοῦ ὑπόσχεσι ἔπρεπε νὰ προσέχει.

Ἀκόμα τοὖπε ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ παρακαλέσῃ,
τὸν Θεοδοχον Συμεὼν καὶ αὐτὸς νὰ μεσιτεύσῃ.

Οἱ ἅγιοι Νικόλαος καὶ Συμεὼν στὴ φυλακὴ πηγαίνουν,
ἀφοῦ τὸν ἐλευθέρωσαν οἱ τρεῖς μαζὶ πηγαίνουν.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος τὸν ὁδηγεῖ στὴ Ρώμη,
τοῦ ἔδωσε στὴν πείνα του ξηροὺς καρποὺς ἀκόμη.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἰδοποιεῖ τὸν Πάπα,
ποὺ ἤτανε Ὀρθόδοξος, τοῦ Πέτρου τὰ μαντάτα.

Ὁ Πάπας τὸν ἐκούρευσε, καλόγερο τὸν κάνει,
νὰ ὑπηρετήσῃ τὸν Θεό, νὰ πάρῃ τὸ στεφάνι.

Ὁ Πέτρος τότε ἔφυγε εὐθὺς ἀπὸ τὴ Ρώμη,
σ᾿ ἕνα χωριὸ ἐγιάτρευσε καὶ ἄρρωστους ἀκόμη.

Τριάντα δύο γραμμάρια ψωμὶ ἦν ἡ τροφή του,
νερὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα ποτήριον μαζί του.

Καὶ εὐθὺς κατόπιν ἄραξαν σὲ ἥσυχο λιμάνι,
τὴν Παναγιὰ σὲ ὅραμα ἔβλεπε μάνι-μάνι.

Ὄμορφα ταξιδεύανε στὴ θέσι ὅμως περδίκι,
τ᾿ Ἁγίου Ὄρους ὅρια στάθηκε τὸ καΐκι.

Οἱ ναῦτες τότε ἀπόρησαν σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα,
τὴν ἀπορία ἔλυσε ὁ Πέτρος ἐν τῷ ἅμα.

Τοὺς εἶπε ὅτι ἔπρεπε ἐκεῖ νὰ τὸν ἀφήσουν,
κι ἐλεύθεροι οἱ ναυτικοὶ γιὰ νὰ ἀναχωρήσουν.

Οἱ ναῦτες ἐλυπηθηκαν διὰ τὴν συντροφιά του,
ποὺ ἦταν ἄνθρωπος Θεοῦ, τὸν ἤθελαν κοντά τους.

Ἀφοῦ ἐκεῖ τὸν ἄφησαν, τοὺς εἶχε εὐλογήσει,
ἐσταύρωσε τὸ πλοῖο τους, ποὖχε ἀναχωρήσει.

Ὁ Πέτρος μόνος ἔμεινε κάνει τὴν προσευχή του,
ἐβάδιζε μέσ᾿ στὰ βουνά, ἦν ὁ Θεὸς μαζί του.

Εὑρῆκε ἕνα σπήλαιο μὲ ἄγρια θηρία,
μὰ εἶχαν καὶ οἱ δαίμονες ἐκεῖ τὴν κατοικία.

Κάθισε ἐκεῖ ὁ Ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του,
μέρα καὶ νύκτα δέεται, ἦν ὁ Θεὸς μαζί του.

Τὴν τόλμη, τὴν ἀνδρεία του καὶ τὴν ὑπομονή του,
ὁ διάβολος ταράχτηκε, πολέμησε μαζί του.

Ξεσήκωσε τοὺς δαίμονες μὲ τόξα καὶ μὲ βέλη,
νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπήλαιο, μὲ δίχως νὰ τὸ θέλῃ.

Ὁ Ἅγιος ἐσήκωσε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του,
τὴν Παναγιὰ παρακαλεῖ νὰ βρίσκεται μαζί του.

Σὰν ἄκουσαν οἱ δαίμονες ὄνομα Παναγία,
ὅλοι ἐξαφανίστηκαν καὶ ἦρθε ἡ ἠρεμία.

Καὶ πάλι προσευχήθηκε εἰς τὸν Θεὸν Πατέρα,
καλὸ ἀγώνα ἀσκήσεων ἔκανε πᾶσα ἡμέρα.

Πενήντα ἡμέρες πέρασαν, ἦρθαν μὲ ἄλλο τρόπο,
οἱ πονηροὶ οἱ δαίμονες εἰς τοῦ σπηλαίου τόπο.

Στὸν Ὅσιο ὁρμήσανε γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν,
σὰν ὄφεις καὶ σὰν δράκοντες γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν.

Κάνει σημεῖο τοῦ σταυροῦ εὐθὺς στὸ πρόσωπό του,
οἱ δαίμονες ἐξαφνικὰ χάθηκαν ἀπὸ μπρός του.

Ξανὰ παρουσιάζεται ὁ σατανᾶς ἐμπρός του,
σὰν πρῶτος του ἐξάδελφος καὶ λέει γιὰ καλό του.

Νὰ φύγῃ ἀπ᾿ τὸ σπήλαιο, στὸν κόσμο νὰ γυρίσῃ,
ποὺ κλαῖνε ὅλοι οἱ συγγενεῖς, νὰ τοὺς παρηγορήσῃ.

Ἀκόμα καὶ μὲ κήρυγμα κόσμο θὰ ὠφελήσῃ,
καὶ μοναστήρια ἔχει ἐκεῖ, θεάρεστα νὰ ζήσῃ.

Κλονίστηκε ὁ Ἅγιος, ταράχτηκε ἡ ψυχή του,
δύο λόγια τώρα ἄρχισε καὶ μίλησε μαζί του.

Τοῦ λέγει· ἐδῶ μὲ ἔφερε ἡ Παναγιὰ Μητέρα,
πρέπει νὰ πάρω ἄδεια νὰ φύγω ἀπ᾿ ἐδῶ πέρα.

Σὰν ἄκουσε ὁ δαίμονας ὄνομα Παναγία,
εὐθὺς ἐξαφανίστηκε καὶ ἔγινε ἡσυχία.

Καὶ πάλι σὰν ἐπέρασαν ἑπτὰ περίπου ἔτη,
σὰν ἄγγελος ἀπ᾿ τὸν Θεὸν στὸν Ὅσιο εἶχε ἔρθει.

Τοῦ λέγει· εἶμαι ἀρχάγγελος, Θεὸς σοῦ παραγγέλνει,
νὰ πᾶς νὰ κάνῃς κήρυγμα σ᾿ ὅλη τὴν οἰκούμενη.

Δὲν φεύγω, λέγει, ἀπ᾿ ἐδῶ ποὺ ἔχω κατοικία,
ἂν δὲν τὸ πῇ ἡ Δέσποινα, κυρία Παναγία.

Ὁ διάβολος σὰν ἤκουσε ὄνομα Παναγία,
εὐθὺς ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν κατοικία.

Ὁ Πέτρος ὁ μακάριος γνώρισε πονηρία,
ποὺ εἶχε τότε ὁ δαίμονας, μὰ καὶ ἀδυναμία.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος μαζὶ καὶ ἡ Παναγία,
ἐφάνηκαν στὸν ὕπνο του, δίνουν παραγγελία.

Τοῦ λένε· τώρα καὶ ἑξῆς διάβολο μὴ φοβᾶται,
καὶ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ θὰ τὸν περιποιᾶται.

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἄγγελος φέρνει μάννα,
ὅπως τοῦ εἶπε ἡ Παναγιά, Χριστοῦ καὶ κόσμου Μάνα.

Ὁλόγυμνος ἐγύριζε τὴν γῆ τὴν εἶχε κλίνη,
τὸν οὐρανὸ γιὰ σκέπασμα ἄγγελος εἶχε γίνει.

Ὑπέμεινε τὰ λυπηρὰ στὴν ἀνθρωπίνη φύσι,
μὲ ἀνδρεία εἰς τὴν μέλλουσα ζωὴ γιὰ νὰ κερδίσῃ.

Κάποτε κάποιος κυνηγὸς πῆγε νὰ κυνηγήσῃ,
ἕνα ἐλάφι ἕτοιμος θέλησε νὰ κτυπήσῃ.

Ἡ ἔλαφος ἐστάθηκε στὸ σπήλαιο Ὁσίου,
καὶ ὁ κυνηγὸς δὲν ἔριξε βέλος τοῦ κυνηγίου.

Ὁ κυνηγὸς τὸν ἀσκητὴ εἶδε καὶ ἐφοβήθη,
τοῦ μίλησε ὁ Ὅσιος καὶ ἐπαρηγορήθη.

Ἄνθρωπος εἶμαι ἁμαρτωλός, τοῦ εἶπε, σὰν ἐσένα,
τότε τοῦ διηγήθηκε ὅσα εἶχε περασμένα.

Συγκίνησε τὸν κυνηγὸ καὶ ἤθελε μαζί του,
νὰ κάτσῃ νὰ μονάσῃ ἐκεῖ, νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.

Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος στὸ σπίτι του νὰ πάῃ,
νὰ ἐγκρατεύεται ποτὸ καὶ κρέας νὰ μὴ φάῃ.

Καὶ τὴν περιουσία σου δῶσ᾿ ἐλεημοσύνη,
σὲ ἕνα χρόνο ἔλα ἐδῶ, ἂν θέλει ὁ Θεὸς θὰ γίνῃ.

Τὸ ἔτος ὅταν πέρασε ὁ κυνηγὸς διαβαίνει,
μαζὶ μὲ δύο μοναχοὺς στ᾿ Ἅγιον Ὄρος φέρνει.

Πρῶτος πῆγε στὸ σπήλαιο ὁ κυνηγὸς κατόπι,
ἔφτασαν καὶ οἱ μοναχοί, ὅλοι Θεοῦ ἀνθρῶποι.

Τὸν ζήτησε ὁ κυνηγός, τὸν βλέπει ἀποθαμένο,
τὸ σῶμα του σὲ προσευχὴ εἶχε προσηλωμένο.

Καὶ τότε ἐλυπήθηκε ὁ κυνηγὸς καὶ κλαίει,
καὶ εἰς τοὺς δύο μοναχοὺς τὸν βίο του τοὺς λέει.

Ἦν καὶ ἀδελφὸς τοῦ κυνηγοῦ τὸν εἴχανε μαζί τους,
τὸν πείραζε δαιμόνιο στὴ συναναστροφή τους.

Ἄγγιξε τ᾿ ἅγιο λείψανο τότε ὁ δαιμονισμένος,
ὁ σατανᾶς ἐφώναζε πολὺ ἀγριεμένος.

«Πέτρε, γυμνέ, ξυπόλητε, πενήντα τρία χρόνια,
ἦν τώρα ποὺ μὲ πολεμᾶς, δὲν χόρτασες ἀκόμα;»

Οἱ ἄλλοι ὅταν ἄκουσαν δαίμονας νὰ μιλάει,
φοβήθηκαν καὶ τρόμαξαν, Θεὸς νὰ τοὺς φυλάῃ.

Σὲ λίγη ὥρα ἔλαμψε Ὁσίου λείψανό του,
καὶ βγῆκε τὸ δαιμόνιο ὡσὰν καπνὸς ἐμπρός του.

Ὁ ἄνθρωπος κάτω στὴ γῆ ἦταν σὰν πεθαμένος,
μὲ προσευχὴ τῶν μοναχῶν ἦταν θεραπευμένος.

Ὁ ἀσθενὴς τότε εὐθὺς κάνει εὐχαριστία,
στὸν ἀδελφὸ τὸν κυνηγὸ ποὺ βρῆκε θεραπεία.

Οἱ μοναχοὶ μὲ δάκρυα τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου,
τὸ πῆραν καὶ τὸ ἔβαλαν σὲ θέσι τώρα πλοίου.

Τὸ πλοῖο ἐσταμάτησε εἰς τὴν μονὴν Ἰβήρων,
οἱ μοναχοὶ μὲ σεβασμὸ ἐψάλανε τριγύρω.

Στὴν ἐκκλησία τὄβαλαν καὶ θαύματα τελοῦσε,
καὶ ἔκανε ἄρρωστους καλά, καθένα ποὺ πονοῦσε.

Ὁ κυνηγὸς καὶ ὁ ἀδελφὸς ἐπῆραν εὐλογία
τότε ἀπ᾿ τὸν ἡγούμενο, πῆγαν στὴν κατοικία.

Τὸ ἱερόν του λείψανο τοῦ Πέτρου τοῦ Ὁσίου,
θαύματα ἔκανε πολλὰ εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου.

Ὦ Ἀθωνίτη Ἅγιε κάνε τὴν προσευχή σου,
μὲ Πέτρο τὸν Ἀπόστολο νἄχωμε τὴν εὐχή σου.