Στὴν Αἴγυπτο γεννήθηκε τὸν τέταρτο αἰώνα,
καὶ ζοῦσε σ᾿ ἕνα σπήλαιο ἄνοιξι καὶ χειμώνα.
Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος μὲ φώτισι Κυρίου,
ἔγραψε γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου.
Νὰ φύγῃ τοὖπε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ μοναστήρι,
στὴν ἔρημο νὰ πάῃ νὰ εὕρῃ ἅγιοι καλογῆροι.
Μὲ λίγους ἄρτους καὶ νερὸ φορτώθηκε στὸν ὦμο,
εὐχάριστα ἐβάδιζε στῆς ἐρημιᾶς τὸ δρόμο.
Τέσσερις μέρες νηστικὸς στὴν ἔρημο περνάει,
σὰν πεθαμένος ἤτανε, ἄρχισε νὰ πεινάει.
Ἔξαφνα βλέπει ἄγγελο μὲ τὴ μορφὴ ἀνθρώπου,
ἐπῆρε θεία δύναμη καὶ βάδιζε ἐπὶ τόπου.
Μὲ ἀσιτία πέρασε δέκα ὀκτὼ ἡμέρες,
καὶ τὸν ὁδήγησε ὁ Θεὸς σὲ Ἅγιους πατέρες.
Κάθισε νὰ ξεκουραστῇ καὶ βλέπει μακριά του,
ἦταν γυμνὸς στὸ σῶμα του καὶ ἔφτασε κοντά του.
Τρίχες πολλὲς τὸ σῶμα του καὶ μακριὰ γενειάδα,
σὰν ἄγριο ζῶο ἤτανε, ἔδειχνε ἀγριάδα.
Φοβήθηκε ὁ Παφνούτιος, κρύβεται σ᾿ ἕνα βράχο,
κοντά του δὲν πλησίαζε τὸν ἄφηνε μονάχο.
Παφνούτιε τοῦ φώναξε, ἔλα καὶ μὴ φοβᾶσαι,
εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, δὲν πρέπει νὰ λυπᾶσαι.
Ἐχάρηκε ὁ Παφνούτιος π᾿ ἄκουσε τὴ φωνή του,
πῆγε καὶ τὸν ἀσπάστηκε καὶ πῆρε τὴν εὐχή του.
Σηκώθηκε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἐκεῖνος τὸν ἠσπάσθη,
ἤτανε γέροντας πολὺ τὸ σῶμα ἐκουράσθη.
Ἐζήτησε ὁ Παφνούτιος ν᾿ ἀκούσῃ τ᾿ ὄνομά του,
καὶ νὰ τοῦ πῇ τὸν βίον του καὶ κατορθώματά του.
Καὶ ἄρχισε ὁ Ὀνούφριος νὰ λέγῃ τὴ ζωή του,
ποιὰ ἦταν ἡ πατρίδα του καὶ ἡ καταγωγή του.
Πατέρα εἶχα βασιλιὰ, ἤτανε στὴν Περσία,
μὰ στείρα ἡ μητέρα του καὶ εἶχαν ἀτεκνία.
Παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ τέκνο γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ,
καὶ ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὴν προσευχὴ τὴν τόση.
Συνέλαβε ἡ μητέρα του καὶ εἶχαν χαρὰ μεγάλη,
τὸ τέκνο ποὺ θὰ γεννηθῇ Ὀνούφριο νὰ βγάλει.
Ἔτσι τοὺς εἶπε ὁ Θεὸς στὴν ἀποκάλυψή του,
αὐτὸ ἐπῆρε ὄνομα κατὰ τὴν βάπτισί του.
Κατόπιν ὁ πατέρας μου σὲ ἕνα μοναστήρι,
μὲ ὁδήγησε καὶ συντροφιὰ εἶχα τοὺς καλογῆροι.
Στὸ δρόμο ποὺ πηγαίναμε ἦρθε μιὰ ἐλαφίνα,
μ᾿ ἔτρεφε μὲ τὸ γάλα της καὶ μοῦ περνοῦσε ἡ πείνα.
Ἅγιοι ἦσαν μοναχοὶ εἰς τὴν μονὴν ἐκείνη,
ἔμαθα καὶ διδάχτηκα γιὰ τὴ χριστιανοσύνη.
Μιλοῦσαν γιὰ ἀναχωρητές, ἐφλεχθη ἡ καρδιά μου,
καὶ φεύγω γιὰ τὴν ἔρημο, Θεὸ γιὰ συντροφιά μου.
Σὰν πῆγα εἰς τὴν ἔρημο, φῶς φάνηκε μεγάλο,
τὸ φῶς ἤτανε ἄγγελος, μοῦ εἶπε κάτι ἄλλο.
Καὶ λέει στὸν Ὀνούφριον· εἶμαι ὁ ἄγγελός σου,
ἀπὸ ὅταν ἐγεννήθηκες ὡς τέλος βοηθός σου.
Προχώρει εἰς τὴν ἔρημον, μὴν φοβηθῇς καθόλου,
τὶς πονηριὲς καὶ πειρασμοὺς ποὺ εἶναι τοῦ διαβόλου.
Αὐτό μου εἶπε ὁ ἄγγελος μὲ τὰ δικά του χείλια,
καὶ περπατούσαμε μαζὶ ὡς ἑβδομήντα μίλια.
Πήγαμε σ᾿ ἕνα σπήλαιο, χάθηκε ἀπὸ κοντά μου,
καὶ εὐθὺς γέροντας Ἅγιος ἐβρέθηκε μπροστά μου.
Ἀφοῦ τὸν ἐπροσκύνησα, μοῦ εἶπε τ᾿ ὄνομά μου,
καλῶς ἦρθες Ὀνούφριε, νὰ εἶσαι συντροφιά μου.
Λίγες ἡμέρες κάθισα ἐκεῖ στὸ σπήλαιό του,
μοῦ ἔλεγε γιὰ ἄσκησι μὲ τρόπο ἰδικόν του.
Τέσσερα ἡμερόνυχτα κάναμε ὁδοιπορία,
φτάσαμε σ᾿ ἕνα σπήλαιο τοῦ γέροντα Ἑρμεία.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος λέγει τὰ βάσανά του,
ὅλα εἰς τὸν Παφνούτιον δεινοπαθήματά του.
Τοῦ εἶπε γιὰ τὰ ροῦχα του πῶς λιώσανε στὸ σῶμα,
τὸ καλοκαίρι καίγονταν, κρύωνε τὸ χειμώνα.
Καὶ προσευχήθη στὸ Θεὸ πολλὲς φορὲς ἀκόμα,
τρίχες τὸν ἔντυσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλο του τὸ σῶμα.
Τότε δὲ ζεσταινόμουνα, δὲ μ᾿ ἔπιανε τὸ κρύο,
καὶ ἔτσι ἐσυνήθισα σὲ ὅλο μου τὸν βίο.
Μοῦ ἔφερνε Ἅγιος ἄγγελος στὸ σπήλαιο ἕναν ἄρτο,
γιὰ νὰ δουλεύω στὸ Θεὸ ὅσο ποὺ θὰ ὑπάρχω.
Μοῦ εἶπε κάθε Κυριακὴ τὴ θεία κοινωνία,
ὁ ἄγγελος μᾶς κοινωνεῖ μέσα στὴν ἐρημία.
Σὲ τρία μίλια φτάσαμε σὲ μιὰ μικρὴ καλύβα,
καὶ μέσα στὸ καλύβι αὐτὸ μεγάλο ἄρτο εἶδα.
Τὸν ἄρτο τὸν εὐλόγησαν, τὸν ἔκοψαν στὴ μέση,
ἔφαγαν καὶ ἐχόρτασαν καὶ εἶχε περισσεύσει.
Μὲ προσευχὴ περάσαμε ὁλόκληρη τὴ νύκτα,
εὐχαριστώντας τὸ Θεό, τὸν εἴχαμε βοήθεια.
Καὶ ὅταν ἐξημέρωσε, βλέπω τὸ πρόσωπό του,
πολὺ χλωμὸ μοῦ φάνηκε λέγω στὸν ἑαυτό του.
Μὴ φοβηθῇς, ὦ ἀδελφέ, οὔτε καὶ νὰ δειλιάσῃς,
σὲ ἔστειλε ὁ Κύριος νὰ μὲ ἐνταφιάσῃς.
Γιατὶ τελειώνει σήμερα ἡ ἐπὶ γῆς ζωή μου,
καὶ στὴν μακαριότητα πηγαίνει ἡ ψυχή μου.
Καὶ ὅταν πᾶς στὴν Αἴγυπτο, κήρυγμα νὰ κηρύξῃς,
τοὺς μοναχοὺς καὶ χριστιανοὺς νὰ τοὺς διαφωτίσῃς.
Ἐζήτησα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ χάρι μοὔχει δώσει,
ὅποιος θὰ γράψῃ βίον μου καὶ θὰ τὸν μεταδώσῃ,
μὴν τὸν πειράξῃ ὁ διάβολος καὶ πειρασμὸ τοῦ δώσῃ.
Στὸν Ὅσιο Παφνούτιο ἔδωσε εὐλογία,
τὸν ἐσυμβούλευσε σωστὰ σὲ κάθε ἀπορία.
Ὁ Ὅσιος προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Κύριό του,
θαύματα τότε ἔγιναν διὰ τὸν θάνατό του.
Μὲ ἀστραπὲς καὶ μὲ βροντὲς οἱ οὐρανοὶ ἀνοίγουν,
καὶ ἄγγελοι κατέβηκαν καὶ τοὺς ψαλμοὺς ἀρχίζουν.
Ὡσὰν λευκὴ περιστερὰ ἐβγῆκεν ἡ ψυχή του,
στὸν οὐρανὸ ἀνέβηκε, εἶν᾿ ὁ Θεὸς μαζί του.
Ἔκλαιγεν ὁ Παφνούτιος καὶ ἦρθαν δύο λιοντάρια,
ἔγλυφαν μὲ πραότητα τ᾿ Ἁγίου τὰ ποδάρια.
Τοὺς μίλησε ὁ Παφνούτιος ὡσὰν νὰ εἶν᾿ ἀνθρῶποι,
καὶ κάνει ἕνα σχέδιο κάτω στὴ γῆ κατόπι.
Οἱ λέοντες κατάλαβαν γιὰ τοῦ Ἁγίου τάφο,
καὶ ἔσκαψαν μὲ πόδια τους καὶ ἄνοιξαν τὸ λάκκο.
Τὸν ἔθαψε ὁ Παφνούτιος καὶ φύγαν τὰ λιοντάρια,
ἀφοῦ μετάνοια ἔκαναν στ᾿ Ἁγίου τὰ ποδάρια.
Κοιμήθηκε ὁ Ὀνούφριος δώδεκα Ἰουνίου,
πῆγε ἡ ἁγία του ψυχὴ εἰς τὰς αὐλὰς Κυρίου.
Καὶ τότε ὁ Παφνούτιος ἄγγελος ἐμπροστά του,
τὸν ὁδηγεῖ στὴν Αἴγυπτο τὰ διαβήματά του.
Ὅσα εἶδες καὶ ὅσα ἄκουσες νὰ πᾶς νὰ τὰ κηρύξῃς,
στὴν Αἴγυπτο ὅταν θὰ πᾷς, τὸν κόσμο νὰ φωτίσῃς.
Τέσσερις μέρες ἔκανε Παφνούτιος πορεία,
καὶ βρέθηκε σ᾿ ἕνα κελὶ ἄδειο στὴ ἐρημία.
Σὲ λίγο πήγανε ἐκεῖ τέσσερις καλογῆροι,
γνωρίστηκαν καὶ φάγανε ἐκεῖ στὸ μοναστήρι.
Καὶ ὅταν ἐξημέρωσε μετὰ τὴν ἀγρυπνία,
χαιρέτησαν καὶ ἔφυγαν πάλι πεζοπορία.
Ἐβάδιζα καὶ σπήλαιο βρίσκω τὴν ἄλλη μέρα,
καὶ ἐρημίτες τέσσερις καθόταν ἐκεῖ πέρα.
Ἦταν ντυμένοι ὅλοι τους μὲ δέρματα προβάτων,
τοὺς ρώτησα καὶ μοῦ ῾πανε τὴν οἰκογένειὰ των.
Ἤτανε ἀρχοντοπούλα σχολείου μορφωμένα,
στὴν ἔρημο ἤρθανε κρυφὰ νὰ ζοῦν χαριτωμένα.
Διδάσκαλο εὑρήκανε Ἅγιο γέροντά τους,
σὲ ἕνα χρόνο πέθανε, ἔφυγε ἀπὸ κοντά τους.
Ἔρχονταν κάθε Κυριακὴ καὶ τοὺς ἐκοινωνοῦσε,
ἄγγελος ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ καὶ τοὺς χαροποιοῦσε.
Κοινώνησε καὶ ὁ Παφνούτιος, ὁ ἄγγελος τὸν στέλνει,
νὰ εἰπῇ γιὰ τὸν Ὀνούφριο σ᾿ ὅλη τὴν οἰκούμενη.
Ἔφυγε ὁ Παφνούτιος, ἐβάδιζε τρεῖς μέρες,
ὅσα εἶδε καὶ ὅσα ἄκουσε ἔλεγε στοὺς πατέρες.
Καὶ στὸ κελί του στράφηκε ὁ ἄγγελος Κυρίου,
κατόπιν ἐντολῆς Θεοῦ, λέγει τοῦ Παφνουτίου.
Ἔλα στὶς ἄϋλες σκηνὲς μαζὶ μὲ τοὺς δικαίους,
νὰ χαίρεσαι αἰώνια στοὺς τόπους τοὺς ὡραίους.
Εὐχαριστώντας τὸν Θεὸν Παφνούτιος καὶ πάλι,
πέταξε ἡ ψυχούλα του στοῦ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔκανε ἕνα θαῦμα,
σώζει παιδὶ ἀπ᾿ τὸν κρημνό, δίχως νὰ πάθῃ πράγμα.
Καὶ στὴ μητέρα τοῦ παιδιοῦ δίδει πληροφορία,
πῶς τὸ παιδί της ἔσωσε καὶ ἔζησε ἐν ὑγείᾳ.
Ὦ, Ὅσιε Ὀνούφριε, ποὔχεις Θεοῦ τὰ κάλλη,
προσεύχου στὸν παράδεισο νὰ ζήσουμε μακάρι.
|