27 Μαΐου
Σ᾿ ἕνα χωριὸ γεννήθηκε ποὺ εἶναι στὴ Ρωσία, Χίλια ἑξακόσια ἐνενῆντα μΧ ἐγενήθη στὴν Ρωσία, Γονεῖς του τὸν ἀνέθρεψαν κατόπιν τὸν βαπτίσαν, Ἦταν ἁγνὸς καὶ ἐγκρατὴς στὴν συναναστροφή του, Σὰν ἔγινε πιὰ ἔφηβος εἰς τὸν στρατὸ πηγαίνει, Οἱ Τάταροι τὸν ἔπιασαν κι ἐκεῖ αἰχμαλωτίσθη, Ἦταν ὁ ἀγὰς αὐτὸς στὸ Προκόπι τῆς Ἀσίας, Τοῦ ἔταζε ὁ ἀφέντης του πολλὰ ἀπ᾿ τὰ ἀγαθά του, Ὁ Ἰωάννης ἀπαντᾶ εἰς τὸ ἀφεντικό του, Ὁ Τοῦρκος ὅταν τ᾿ ἄκουσε τόνε καταδικάζει, Ἔκανε ἀσκητήριο ὁ Ὅσιος στὸν στάβλο, Σκεπτόταν τὸν Θεάνθρωπο, σὲ φάτνη ἐγενήθη, Μὲ δίχως ὑποδήματα πεινοῦσε καὶ διψοῦσε, Γιὰ τὶς ἀνάγκες σώματος δὲν δίνει σημασία, Μέσα στὸ στάβλο ἔψαλε ἀπ᾿ τοῦ Δαυῒδ ψαλτήρι, Ἣν ἐκκλησία ἐκεῖ κοντὰ τ᾿ Ἁγίου Γεωργίου, Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἱερὸ ναὸ μὲ θέρμη προσκυνοῦσε, Γενίτσαροι κατοίκησαν ἐτότε στὸ Προκόπι, Ἐκεῖνος τὰ ὑπέμενε ὅλα μὲ καρτερία, Ἀγόγγυστος ὑπέμεινε εἰς τὰ πειράγματά τους, Ὁ Κύριος τους φώτισε νὰ μὴν τὸν περιπαίζουν, Τὸ ἀφεντικὸ τοῦ φέρνονταν μὲ εὐγένεια στὸ σπίτι, Ἔνοιωσε μὲς στὸ σπίτι του μεγάλη εὐτυχία, Ὁ Ἰωάννης πρόθυμος πάντα ὑπηρετοῦσε, Τ᾿ ἀφεντικό του ἔφυγε, ταξίδευσε στὴ Μέκκα, Τοὺς συγγενεῖς ἐκάλεσε σὲ δεῖπνο ἡ γυναίκα, Ὁ Ἅγιος προσέφερε πιλάφι στὴν κυρά του, Τοῦ Ἰωάννη μίλησε τότες ἡ γυναίκα, Τότε ζητᾶ ἀπ᾿ τὴν κυρὰ ὁ Ἰωάννης πιάτο, Ἐνόμιζε ὅτι πεινᾶ ἐκεῖνος νὰ τὸ φάῃ, Οἱ καλεσμένοι τ᾿ ἄκουσαν καὶ τόνε κοροϊδεύουν, Στὸν στάβλο ἐκατέβηκε κάνει τὴν προσευχή του, Εἶχε πολὺ ἁπλότητα μὰ καὶ ψυχὴ ἁγία, Σὰν τέλειωσε τὴν προσευχὴ τὸ πιάτο μὲ πιλάφι, Μὲς στὸ δωμάτιο τοῦ ἀγὰ στὴν Μέκκα ἦν τὸ πιάτο, Καὶ ἔτσι ἡ ἐλπίδα του μὲ θαῦμα εἶχε γίνει, Ἐπῆγε θαυματουργικὰ τὸ πιάτο εἰς τὴ Μέκκα, Καὶ πάλι ξαναγέλασαν ὅλοι οἱ καλεσμένοι, Σὰν πέρασε λίγος καιρὸς γύρισε ἀπ᾿τὴν Μέκκα, Ἐκράταγε στὰ χέρια τοῦ τὸ χάλκινο τὸ πιάτο, Τὸ εἶδαν καὶ ξεπλαγησαν ὅλοι οἱ καλεσμένοι, Καὶ διηγεῖται ὁ Ἅγιος τὸ σπίτι κλειδωμένο, Τὴν τάδε μέρα τοῦ μηνὸς τὸ ἔλαβα στὴν Μέκκα, Τοὺς εἶπε σὰν ἐπέστρεψα ἀπ᾿τὸ τζαμὶ στὸ σπίτι, Εἰς τὸ τραπέζι ἤτανε πιλάφι σ᾿ ἕνα πιάτο, Μοῦ φάνηκε παράξενο πολὺ αὐτὸ τὸ πράγμα, Ἐκάθησα καὶ τὸ ἔφαγα ποὺ ἐμοσχοβολοῦσε, Σὰν τ᾿ ἄκουσαν οἱ ἄνθρωποι ὅλοι τους ἀποροῦσαν, Πῶς Ἰωάννης ἔλαβε πιλάφι ἀπ᾿τὴν γυναίκα, Οἱ καλεσμένοι τ᾿ ἄκουσαν καὶ τότε ἐπιστέψαν, Αὐτὸ τὸ θαῦμα ἔμαθαν ὅλοι εἰς τὸ Προκόπι, Τ᾿ ἀφεντικά του χάρηκαν καὶ εἶπαν τὸ δίχως ἄλλο, Ὁ ἅγιος δὲν θέλησε νὰ τοῦ ἀλλάξῃ θέσι, Ἐκεῖ περνοῦσε ἀσκητικὰ στοῦ στάβλου τὴ γωνία, Περιποιόταν στοργικὰ τ᾿ ἀφεντικοῦ τὰ ζῶα, Καὶ ἐκεῖνα τὸν ἀγάπησαν διὰ τὴν συντρόφια του, Σὰν λίγα χρόνια πέρασαν νιώθει τὸν ἑαυτό του, Καὶ Ἱερέα κάλεσε γιὰ νὰ τὸν κοινωνήσῃ, Φοβήθηκε ὁ Ἱερεὺς νὰ πάῃ μὲς στὸ στάβλο, Τὸν φώτισε ὅμως ὁ Θεὸς τότε τὸν Ἱερέα, Πῆρε ἕνα μῆλο τὄκοψε μὰ καὶ τὸ βαθουλιάζει, Τὸ ἔφερε στὸν Ἅγιο τὸ μῆλο γιὰ νὰ φάῃ, Καὶ ὅταν ἐκοινώνησε κάνει τὴν προσευχή του, Καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ καὶ ἀπ᾿ τὴν τυραννία, Χίλια ἑπτακόσια τριάντα μΧ. ἡ κοίμησις Ἁγίου, Σὰν ἔμαθε ὁ ἀφέντης τοῦ διὰ τὸν θάνατόν του, Καὶ νὰ ταφῇ ὀρθόδοξα μὲ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία, Στὸ ἅγιόν του λείψανο τ᾿ ἀφεντικὸ τοῦ βάζει, Οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ χριστιανοὶ πῆραν τὸ λείψανό του, Τριάμισι χρόνια πέρασαν ἀπὸ τὴν κοίμησί του, Κατέβηκε ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, Τὸ μνῆμα ὅταν ἄνοιξαν ἐφάνηκε ἕνα θαῦμα, Τὸ ἔφεραν στὴν ἐκκλησία, Ἁγίου Γεωργίου, Εἰς τὴν Ἁγία Τράπεζα ποὺ ὁ ἴδιος ἀγρυπνοῦσε, Λίγα ἀπὸ τὰ θαύματα τ᾿ Ἁγίου Ἰωάννη, Οἱ Τοῦρκοι λεηλάτησαν τὴν ἐκκλησιὰ Ἁγίου, Ἀνοίξανε τὴν λάρνακα λάφυρα νὰ συνάξουν, Ἀνάψανε οἱ ἄπιστοι μιὰ φωτιὰ μεγάλη, Τὸ λείψανο δὲν κάηκε, ἔφυγαν τρομαγμένοι, Σὰν τέλειωσε ὁ πόλεμος Ἑλλάδας καὶ Τουρκίας, Ἐκεῖ πανηγυρίζουνε τὸ λείψανο τ᾿ Ἁγίου, Εἶναι πολὺ θαυματουργὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, Ὅσοι ζητοῦν βοήθεια ἀμέσως προλαβαίνει, Διώχνει τὰ δαιμόνια καὶ φεύγουνε τροχάδην, Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα τοῦ Ρώσσου Ἰωάννη, Ὅσοι πονοῦνε τρέχουνε Προκόπι τῆς Εὐοιας, Ἕνας γιατρὸς βρισκότανε στὴ Λίμνη τῆς Εὐβοίας, Ἀρρώστησε ὁ ἄπιστος ἀρρώστια τὸν καρκίνο, Ἐλπίδες εἶχ᾿ ἐλάχιστες ἐγχείρησι νὰ κάνῃ, Κατέφυγε εἰς τὸν Θεόν, ἔφυγε ἡ ἀπιστία, Τώρα ἕνας νέος ξαφνικὰ τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα, Ἐγὼ εἶμαι ἄρρωστος πολύ, τοῦ ἀπαντᾷ ἐκεῖνος, Ὁ νέος θάρρος τοῦ ῾δωσε νὰ τὸν καθησυχάσῃ, Τοῦ λέγει· εἶμαι ὁ Ἅγιος Γιάννης ἀπ᾿ τὴ Ρωσία, Σὰν ἔφυγε ὁ Ἅγιος, γιατρὸς τόνε ζητάει, Μὰ ἐκεῖνος ἔφυγε κρυφὰ σὰν ἔγινε τὸ θαῦμα, Ἀφοῦ ἔγινε ὁ γιατρὸς καλὰ ποὺ θαῦμα εἶχε γίνει, Ὦ! Ἅγιε Ἰωάννη μας ποὺ εἶσαι ἀπὸ τὴ Ρωσία, |