Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος

27 Μαΐου

Σ᾿ ἕνα χωριὸ γεννήθηκε ποὺ εἶναι στὴ Ρωσία,
καὶ τοῦ ἔμεινε ἐπίθετο εἰς τὴν ὀνομασία.

Χίλια ἑξακόσια ἐνενῆντα μΧ ἐγενήθη στὴν Ρωσία,
Πέτρος μεγάλος εἴχενε τότε τὴν βασιλεία.

Γονεῖς του τὸν ἀνέθρεψαν κατόπιν τὸν βαπτίσαν,
Ἰωάννη στὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ οἱ δυὸ τὸν ὁδηγῆσαν.

Ἦταν ἁγνὸς καὶ ἐγκρατὴς στὴν συναναστροφή του,
καὶ πᾶσα ἡμέρα στὸν Θεὸν ἔκανε προσευχή του.

Σὰν ἔγινε πιὰ ἔφηβος εἰς τὸν στρατὸ πηγαίνει,
πόλεμος Ρωσσοτουρκικὸς ἐκεῖ τὸν περιμένει.

Οἱ Τάταροι τὸν ἔπιασαν κι ἐκεῖ αἰχμαλωτίσθη,
τὸν πούλησαν σὲ ὕπαρχο, Ὀθωμανὸ στὴν πίστι.

Ἦταν ὁ ἀγὰς αὐτὸς στὸ Προκόπι τῆς Ἀσίας,
ἀπέχει ὧρες δώδεκα ἀπ᾿ τὴν Καπαδοκία.

Τοῦ ἔταζε ὁ ἀφέντης του πολλὰ ἀπ᾿ τὰ ἀγαθά του,
νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστι του καὶ νὰ δεχτῇ δικιά του.

Ὁ Ἰωάννης ἀπαντᾶ εἰς τὸ ἀφεντικό του,
πὼς τὸν Σωτῆρα τὸν Χριστὸ δοξάζει γιὰ Θεό του.

Ὁ Τοῦρκος ὅταν τ᾿ ἄκουσε τόνε καταδικάζει,
στὸ στάβλο μὲ τὰ ζῶα του γιὰ συντροφιὰ τὸν βάζει.

Ἔκανε ἀσκητήριο ὁ Ὅσιος στὸν στάβλο,
καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ὡς δῶρο του μεγάλο.

Σκεπτόταν τὸν Θεάνθρωπο, σὲ φάτνη ἐγενήθη,
ἀπ᾿ τὴν μητέρα Παναγιὰ ἐκεῖ ἐγαλουχήθη.

Μὲ δίχως ὑποδήματα πεινοῦσε καὶ διψοῦσε,
μετάνοιες καὶ μὲ προσευχὴ τὴ νύκτα ἔπαιρνοῦσε.

Γιὰ τὶς ἀνάγκες σώματος δὲν δίνει σημασία,
λίγο ψωμί, λίγο νερὸ καὶ ὕπνο ὀλιγαρκεία.

Μέσα στὸ στάβλο ἔψαλε ἀπ᾿ τοῦ Δαυῒδ ψαλτήρι,
δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ σὰν νὰ ἦταν πανηγύρι.

Ἣν ἐκκλησία ἐκεῖ κοντὰ τ᾿ Ἁγίου Γεωργίου,
τὴ νύκτα ἐκεῖ προσεύχονταν μὲ ἄγνοια κυρίου.

Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἱερὸ ναὸ μὲ θέρμη προσκυνοῦσε,
πήγαινε κάθε Σάββατο ἐκεῖ καὶ κοινωνοῦσε.

Γενίτσαροι κατοίκησαν ἐτότε στὸ Προκόπι,
τὸν Ἰωάννη βρίζανε, ἤτανε παλιανθρῶποι.

Ἐκεῖνος τὰ ὑπέμενε ὅλα μὲ καρτερία,
τὸν ἐφωνάζαν ἄπιστο δὲν κράταγε κακία.

Ἀγόγγυστος ὑπέμεινε εἰς τὰ πειράγματά τους,
γιὰ ὅλους προσευχότανε, νἆναι ὁ Θεὸς κοντά τους.

Ὁ Κύριος τους φώτισε νὰ μὴν τὸν περιπαίζουν,
καὶ τὸ ἀρνίο τ᾿ ἄκακο ἔπαψαν νὰ παιδεύουν.

Τὸ ἀφεντικὸ τοῦ φέρνονταν μὲ εὐγένεια στὸ σπίτι,
καὶ δὲν τὸν ἐνοχλοῦσε πιὰ γιὰ τὴν δική του πίστι.

Ἔνοιωσε μὲς στὸ σπίτι του μεγάλη εὐτυχία,
τοῦ Ἰωάννου προσευχὲς ἤτανε ἡ αἰτία.

Ὁ Ἰωάννης πρόθυμος πάντα ὑπηρετοῦσε,
τὸν κύριον καὶ τὴν κυρὰ πάντα εὐχαριστοῦσε.

Τ᾿ ἀφεντικό του ἔφυγε, ταξίδευσε στὴ Μέκκα,
καὶ στὸ Προκόπι ἄφησε δούλους καὶ τὴ γυναίκα.

Τοὺς συγγενεῖς ἐκάλεσε σὲ δεῖπνο ἡ γυναίκα,
νὰ ἐπιστρέψῃ ὁ σύζυγος σῶος ἀπὸ τὴ Μέκκα.

Ὁ Ἅγιος προσέφερε πιλάφι στὴν κυρά του,
ποὺ ἄρεσε στὸ σύζυγο σὰν ἤτανε κοντά του.

Τοῦ Ἰωάννη μίλησε τότες ἡ γυναίκα,
ὁ σύζυγος ἂν ἔτρωγε πιλάφι εἰς τὴ Μέκκα.

Τότε ζητᾶ ἀπ᾿ τὴν κυρὰ ὁ Ἰωάννης πιάτο,
καὶ ἡ κυρὰ τοῦ ἔδωσε, πιλάφι ἦν γεμάτο.

Ἐνόμιζε ὅτι πεινᾶ ἐκεῖνος νὰ τὸ φάῃ,
ἢ ὅτι προωρίζετο εἰς τοὺς φτωχοὺς νὰ πάῃ.

Οἱ καλεσμένοι τ᾿ ἄκουσαν καὶ τόνε κοροϊδεύουν,
γιατὶ τὸν παντοδύναμο Θεὸ ἐκεῖνοι δὲν πιστεύουν.

Στὸν στάβλο ἐκατέβηκε κάνει τὴν προσευχή του,
νὰ πάῃ θαυματουργικὰ στὴ Μέκκα τὸ φαί του.

Εἶχε πολὺ ἁπλότητα μὰ καὶ ψυχὴ ἁγία,
καὶ ἐπίστευε εἰς τοῦ Θεοῦ τὴν Παντοδυναμία.

Σὰν τέλειωσε τὴν προσευχὴ τὸ πιάτο μὲ πιλάφι,
στὸ μέρος ποὺ βρισκότανε ἀπὸ μπροστά του ἐχάθη.

Μὲς στὸ δωμάτιο τοῦ ἀγὰ στὴν Μέκκα ἦν τὸ πιάτο,
ποὺ ὁ Ἰωάννης τὸ ἔστειλε στὸ ἀφεντικὸ γεμάτο.

Καὶ ἔτσι ἡ ἐλπίδα του μὲ θαῦμα εἶχε γίνει,
γιατὶ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ εἶχε ἐμπιστοσύνη.

Ἐπῆγε θαυματουργικὰ τὸ πιάτο εἰς τὴ Μέκκα,
ὁ Ἰωάννης ἀνήγγειλε εἰς τὴν κυρὰ γυναίκα.

Καὶ πάλι ξαναγέλασαν ὅλοι οἱ καλεσμένοι,
νόμιζαν ὅτι τόφαγε μὰ βγῆκαν γελασμένοι.

Σὰν πέρασε λίγος καιρὸς γύρισε ἀπ᾿τὴν Μέκκα,
εὐχαριστεῖ ὁ σύζυγος τὴν σύντροφο γυναίκα.

Ἐκράταγε στὰ χέρια τοῦ τὸ χάλκινο τὸ πιάτο,
ποὺ τὸ πιλάφι ἔστειλε καὶ ἤτανε γεμάτο.

Τὸ εἶδαν καὶ ξεπλαγησαν ὅλοι οἱ καλεσμένοι,
τὸ θαῦμα τότε ἔμαθε ὅλη ἡ οἰκούμενη.

Καὶ διηγεῖται ὁ Ἅγιος τὸ σπίτι κλειδωμένο,
βρῆκα στὸ τραπέζι μου πιλάφι ἀχνισμένο.

Τὴν τάδε μέρα τοῦ μηνὸς τὸ ἔλαβα στὴν Μέκκα,
ἦταν ἡ μέρα ποὺ ἔκανε τραπέζι ἡ γυναίκα.

Τοὺς εἶπε σὰν ἐπέστρεψα ἀπ᾿τὸ τζαμὶ στὸ σπίτι,
ποὺ κλειδωμένο ἤτανε καὶ ἀπὸ τὸν φεγγίτη.

Εἰς τὸ τραπέζι ἤτανε πιλάφι σ᾿ ἕνα πιάτο,
ἄδειο τὸ βλέπετε ἐδῶ ποὺ ἤτανε γεμάτο.

Μοῦ φάνηκε παράξενο πολὺ αὐτὸ τὸ πράγμα,
ποὺ τὸ πιλάφι ἄχνιζε καὶ ἔγινε αὐτὸ τὸ θαῦμα.

Ἐκάθησα καὶ τὸ ἔφαγα ποὺ ἐμοσχοβολοῦσε,
μοῦ ἄνοιξε τὴν ὄρεξι καὶ μὲ εὐχαριστοῦσε.

Σὰν τ᾿ ἄκουσαν οἱ ἄνθρωποι ὅλοι τους ἀποροῦσαν,
ὅμως τοῦ εἶπε ἡ σύζυγος γιατὶ ἐδυσπιστοῦσαν.

Πῶς Ἰωάννης ἔλαβε πιλάφι ἀπ᾿τὴν γυναίκα,
νὰ φάῃ τὸ ἀφεντικὸ ποὺ ἔμενε στὴν Μέκκα.

Οἱ καλεσμένοι τ᾿ ἄκουσαν καὶ τότε ἐπιστέψαν,
ποὺ γέλασαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν κοροιδεψαν.

Αὐτὸ τὸ θαῦμα ἔμαθαν ὅλοι εἰς τὸ Προκόπι,
τὸν θεωροῦσαν ἅγιο ἐτότε οἱ ἀνθρῶποι.

Τ᾿ ἀφεντικά του χάρηκαν καὶ εἶπαν τὸ δίχως ἄλλο,
νὰ πάῃ σὲ δωμάτιο καὶ ὄχι πιὰ στὸ στάβλο.

Ὁ ἅγιος δὲν θέλησε νὰ τοῦ ἀλλάξῃ θέσι,
δοξολογοῦσε τὸν Θεὸν ἐκεῖ καὶ τοῦ ἀρέσει.

Ἐκεῖ περνοῦσε ἀσκητικὰ στοῦ στάβλου τὴ γωνία,
ἔστελνε πάντα στὸ Θεὸ θερμὴ εὐχαριστία.

Περιποιόταν στοργικὰ τ᾿ ἀφεντικοῦ τὰ ζῶα,
τὰ τάιζε, τὰ πότιζε καὶ ἦταν ὅλα σῶα.

Καὶ ἐκεῖνα τὸν ἀγάπησαν διὰ τὴν συντρόφια του,
καὶ μὲ χαρὰ χρεμέτιζαν σὰν ἤτανε κοντά του.

Σὰν λίγα χρόνια πέρασαν νιώθει τὸν ἑαυτό του,
ἀρρώστησε, περίμενε τὸ τέλος τὸ δικό του.

Καὶ Ἱερέα κάλεσε γιὰ νὰ τὸν κοινωνήσῃ,
γιὰ τελευταία του φορὰ σὲ ὅλη του τὴ ζήση.

Φοβήθηκε ὁ Ἱερεὺς νὰ πάῃ μὲς στὸ στάβλο,
μήπως οἱ Τοῦρκοι τὸν ἰδοῦν καὶ γίνῃ κακὸ μεγάλο.

Τὸν φώτισε ὅμως ὁ Θεὸς τότε τὸν Ἱερέα,
τὰ Ἅγια Μυστήρια νὰ προσφερθοῦν ὡραῖα.

Πῆρε ἕνα μῆλο τὄκοψε μὰ καὶ τὸ βαθουλιάζει,
σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἱερέας βάζει.

Τὸ ἔφερε στὸν Ἅγιο τὸ μῆλο γιὰ νὰ φάῃ,
εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ τὸ εἶχε πάει.

Καὶ ὅταν ἐκοινώνησε κάνει τὴν προσευχή του,
σὲ λίγη ὥρα ἄφησε στὸν Πλάστη τὴν ψυχή του.

Καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ καὶ ἀπ᾿ τὴν τυραννία,
καὶ πῆγε καὶ κατοίκησε ζωὴ τὴν αἰωνία.

Χίλια ἑπτακόσια τριάντα μΧ. ἡ κοίμησις Ἁγίου,
ἡ ἐκκλησία τὸν τιμᾶ εἴκοσι ἑπτὰ Μαΐου.

Σὰν ἔμαθε ὁ ἀφέντης τοῦ διὰ τὸν θάνατόν του,
ἐκάλεσε τοὺς ἱερεῖς νὰ πάρουν λείψανό του.

Καὶ νὰ ταφῇ ὀρθόδοξα μὲ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
ποὺ τὸν ἐκτίμησε πολὺ γιὰ τὴν ὑπηρεσία.

Στὸ ἅγιόν του λείψανο τ᾿ ἀφεντικὸ τοῦ βάζει,
καὶ μὲ πολὺ ἐκτίμησι τάπητα τὸν σκεπάζει.

Οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ χριστιανοὶ πῆραν τὸ λείψανό του,
καὶ τὸ ἐνταφιάσανε σὲ ἐκκλησίας τόπου.

Τριάμισι χρόνια πέρασαν ἀπὸ τὴν κοίμησί του,
κι ἔγινε θαυματουργικὰ ἡ ἀνακομιδή του.

Κατέβηκε ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου,
φῶς θεϊκὸ ἐφάνηκε, Θεοῦ ἦταν σημεῖο.

Τὸ μνῆμα ὅταν ἄνοιξαν ἐφάνηκε ἕνα θαῦμα,
ἀκέραιο τὸ λείψανο δίχως νὰ πάθει πράγμα.

Τὸ ἔφεραν στὴν ἐκκλησία, Ἁγίου Γεωργίου,
ἐκεῖ ἐπροσευχόντανε πρὸς δόξα τοῦ Κυρίου.

Εἰς τὴν Ἁγία Τράπεζα ποὺ ὁ ἴδιος ἀγρυπνοῦσε,
μὲ δέησι καὶ προσευχὴ Θεὸν παρακαλοῦσε.

Λίγα ἀπὸ τὰ θαύματα τ᾿ Ἁγίου Ἰωάννη,
θὰ γράψω μετὰ κοίμησι σ᾿ ἀνθρώπους ποὖχε κάνει.

Οἱ Τοῦρκοι λεηλάτησαν τὴν ἐκκλησιὰ Ἁγίου,
ἐκεῖ ὅπου εὑρισκότανε λείψανο τοῦ Ἁγίου.

Ἀνοίξανε τὴν λάρνακα λάφυρα νὰ συνάξουν,
ἀλλὰ δὲ βρῆκαν τίποτα λεφτὰ νὰ τὰ ἁρπάξουν.

Ἀνάψανε οἱ ἄπιστοι μιὰ φωτιὰ μεγάλη,
καὶ τοῦ Ἁγίου λείψανο ἐκεῖ τὸ εἶχαν βάλει.

Τὸ λείψανο δὲν κάηκε, ἔφυγαν τρομαγμένοι,
τὸ θαῦμα αὐτὸ κηρύχτηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκούμενη.

Σὰν τέλειωσε ὁ πόλεμος Ἑλλάδας καὶ Τουρκίας,
μετέφεραν τὸ λείψανο εἰς τὸ νησὶ Εὐβοίας.

Ἐκεῖ πανηγυρίζουνε τὸ λείψανο τ᾿ Ἁγίου,
ἡ Ἐκκλησία τὸ τιμᾶ εἴκοσι ἑπτὰ Μαΐου.

Εἶναι πολὺ θαυματουργὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου,
καὶ κάνει θαύματα πολλὰ μὲ χάρι τοῦ Κυρίου.

Ὅσοι ζητοῦν βοήθεια ἀμέσως προλαβαίνει,
γίνονται ἄρρωστοι καλά, μὰ καὶ δαιμονισμένοι.

Διώχνει τὰ δαιμόνια καὶ φεύγουνε τροχάδην,
ἄνθρωποι γίνονται καλά, κι αὐτὰ πᾶνε στὸν Ἅδη.

Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα τοῦ Ρώσσου Ἰωάννη,
τὰ διηγοῦνται ἄρρωστοι ποὺ θἄχανε πεθάνει.

Ὅσοι πονοῦνε τρέχουνε Προκόπι τῆς Εὐοιας,
τοὺς θεραπεύει ὁ Ἅγιος, βρίσκουνε θεραπεία.

Ἕνας γιατρὸς βρισκότανε στὴ Λίμνη τῆς Εὐβοίας,
μὰ ἦταν ὅμως ἄπιστος χριστιανικῆς θρησκείας.

Ἀρρώστησε ὁ ἄπιστος ἀρρώστια τὸν καρκίνο,
ποὺ ἐξετάσεις ἔκανε εἰς τὸν καιρὸ ἐκεῖνο.

Ἐλπίδες εἶχ᾿ ἐλάχιστες ἐγχείρησι νὰ κάνῃ,
ἦταν σὲ δύο μέτωπα νὰ ζήσῃ νὰ πεθάνῃ.

Κατέφυγε εἰς τὸν Θεόν, ἔφυγε ἡ ἀπιστία,
καὶ τότε προσευχότανε νὰ βρῇ πάλι ὑγεία.

Τώρα ἕνας νέος ξαφνικὰ τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα,
γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ γιατροῦ ὁ νέος τὸν ἐρώτα.

Ἐγὼ εἶμαι ἄρρωστος πολύ, τοῦ ἀπαντᾷ ἐκεῖνος,
γιατὶ εἶναι ἀθεράπευτη ἀρρώστια ὁ καρκίνος.

Ὁ νέος θάρρος τοῦ ῾δωσε νὰ τὸν καθησυχάσῃ,
ὅτι τὸν ἔκανε καλὰ ἀρρώστια εἶχε περάσει.

Τοῦ λέγει· εἶμαι ὁ Ἅγιος Γιάννης ἀπ᾿ τὴ Ρωσία,
τὸ λείψανό μου βρίσκεται Προκοπι τῆς Εὐβοίας.

Σὰν ἔφυγε ὁ Ἅγιος, γιατρὸς τόνε ζητάει,
καὶ γιὰ νὰ μάθῃ σίγουρα τὶς ἀδελφὲς ρωτάει.

Μὰ ἐκεῖνος ἔφυγε κρυφὰ σὰν ἔγινε τὸ θαῦμα,
ἔκανε τὸ γιατρὸ καλά, ποὖχε μεγάλο τραῦμα.

Ἀφοῦ ἔγινε ὁ γιατρὸς καλὰ ποὺ θαῦμα εἶχε γίνει,
ἔγινε ἱεραπόστολος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Ὦ! Ἅγιε Ἰωάννη μας ποὺ εἶσαι ἀπὸ τὴ Ρωσία,
προσεύχου πάντοτε στὸ Θεὸ νὰ βροῦμε σωτηρία.